Ἴωνες φιλόσοφοι - Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος
π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου
Εἶναι γνωστὸ ὅτι οἱ πολιτισμοὶ τῶν ἀνατολικῶν λαῶν προηγήθηκαν τοῦ ἑλληνικοῦ. Αὐτὸ κάνει πολλοὺς ㅡ ἀνατολιστὲς κυρίως φιλολόγους ㅡ νὰ βλέπουν καὶ τὶς ἀπαρχὲς τῆς φιλοσοφίας στοὺς λαοὺς αὐτούς.
Ἀντίθετα, μετ' ἐμφάσεως ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι στοὺς ἀνατολικοὺς λαοὺς δὲν ὑπάρχει καθαρὴ φιλοσοφία, ἀλλὰ μᾶλλον συγκεχυμένες φιλοσοφικὲς καὶ θρησκευτικὲς ἰδέες.
Οἱ Αἰγύπτιοι, γιὰ παράδειγμα, στὴν φιλοσοφικὴ σκέψη τῶν ὁποίων ἀπαντοῦν καὶ κάποιες ἰδιότυπες περὶ ἀθανασίας δοξασίες, ἦταν λαὸς περισσότερο πρακτικὸς παρὰ φιλόσοφος, ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Πλάτων, ὁ ὁποῖος πολὺ σέβονταν τὸν πολιτισμὸ τῆς χώρας αὐτῆς ㅡ ὅλοι οἱ Ἕλληνες τὸν σέβονταν, μᾶλλον δὲ καὶ δέος ἔνιωθαν γι' αὐτόν, καθὼς ὑπῆρξε μεγαλειώδης, ἡ δὲ Αἴγυπτος πανάρχαια κοιτὶς πολιτισμοῦ.

Περισσότερη φιλοσοφία θὰ συναντήσουμε στὸν ἰνδικὸ χῶρο. Σὲ ἀρχαῖα θρησκευτικὰ κείμενα τοῦ λαοῦ αὐτοῦ γίνεται λόγος περὶ τοῦ «ἑνός», τὸ ὁποῖο ὑπῆρξε πρὶν ἀπὸ «τὸ μηδὲν καὶ τὸ εἶναι». Τὸ «ἓν» εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ παντός, ζεῖ μέσα σὲ ὅλα τὰ ὄντα. Στὴν Ἰνδία εὐδοκίμησαν ἰδέες καὶ πρακτικὲς ποὺ παραπέμπουν στοὺς ἐπικουρείους φιλοσόφους, σὲ ἕναν ἄκρατο ὑλισμό, ἀλλὰ καὶ στὸν γνωστικισμό, γιὰ τὸν ὁποῖον ἡ ὕλη εἶναι κάτι κακό. Ὁ βουδισμὸς ἐπίσης, ποὺ γεννήθηκε τὸν 6ο αἰ. στὴν χώρα αὐτή, εἶναι ἐν πρώτοις φιλοσοφικὸ σύστημα καὶ δευτερευόντως θρησκευτικό.
Στὴν Περσία τέλος ὁ Ζωροάστρης, γνωστὸς καὶ ὡς Ζαρατούστρα (τοποθετεῖται ἀπὸ τὸν 18ο ἕως καὶ τὸν 6ο αἰ. π.Χ.· καὶ αὐτὸς ἀμφισβητήθηκε ὡς ὑπαρκτὸ πρόσωπο) ἵδρυσε τὸν ἐκ τοῦ ὀνόματός του καλούμενο ζωροαστρισμό, ὁ ὁποῖος εἰσάγει δυαρχικὴ ἑρμηνεία τοῦ κόσμου: δύο θεοί, ἕνας ἀγαθὸς καὶ ἕνας κακός, ἀντιμάχονται.
Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη δὲν εἶναι ἔτσι, ἐμᾶς μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ ἡ μελέτη, ἔστω καὶ ἀκροθιγής, τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, διότι αὐτὴ εἶναι ποὺ προετοίμασε τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὰ ἔθνη (εἰδωλολατρικοὺς λαούς). Εἶναι τυχαῖο ἆραγε ὅτι τὸ χριστιανικὸ κήρυγμα ἔγινε ἀποδεκτὸ ἀπὸ τοὺς λαοὺς ἐκείνους ποὺ ἦσαν κοινωνοὶ καὶ μέτοχοι τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς φιλοσοφίας;
Στὸν ἑβραϊκὸ κόσμο ὁ χριστιανισμὸς δὲν ἔγινε ἀποδεκτὸς (σὲ ἐθνικὸ τοὐλάχιστον ἐπίπεδο), παρ΄ ὅτι ὁ λαὸς ἐκεῖ εἶχε προετοιμασθεῖ μὲ τὸν καλύτερο τρόπο γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτόν, μὲ τρόπο δηλαδὴ ἀνώτερο καὶ ἀμεσώτερο ἀπὸ ἐκεῖνον τῆς φιλοσοφίας. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἦταν παιδαγωγὸς (ὁδηγοῦσε) εἰς Χριστόν· κι ὅμως, τοὺς Ἑβραίους δὲν τοὺς ὁδήγησε ἐκεῖ, καὶ δὲν φταίει φυσικὰ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη.
Ἐπίσης δὲν ἔγινε ἀποδεκτὸς ὁ χριστιανισμὸς καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνατολικοὺς λαοὺς ποὺ παραπάνω ἀναφέραμε. Δὲν ξέρω τί φταίει, καὶ δὲν εἶναι αὐτὸ τὸ θέμα μας. Ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία καὶ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ, εἶναι ὅτι ὁ χριστιανισμὸς τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία χρησιμοποίησε ὡς ὄχημα γιὰ τὴν διάδοσή του καὶ στὸν ἑλληνιστικὸ κόσμο εὐδοκίμησε. Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς τὴν μελέτη αὐτῆς τῆς φιλοσοφίας προλέγουμε.
Και ἤδη ἀναφερθήκαμε στὴν ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τῶν τριῶν ἀρχαιοτέρων ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους, οἱ ὁποῖοι εἶναι γνωστοὶ λόγῳ τῆς καταγωγῆς τους ὡς οἱ τρεῖς Μιλήσιοι: Θαλῆς, Ἀναξίμανδρος, Ἀναξιμένης.
Ὁ Ξενοφάνης πρῶτος ἄσκησε κριτικὴ στὴν πολυθεΐα καὶ τὸν θρησκευτικὸ ἀνθρωπομορφισμό, τὴν ἀφέλεια τῶν ἀνθρώπων νὰ φτιάχνουν θεοὺς καθ’ ὁμοίωσιν δική τους. Οἱ Αἰθίοπες, ἔλεγε, φτιάχνουν τοὺς θεούς τους «σιμοὺς μέλανάς τε» (πλατύρρινους καὶ μελαμψούς), οἱ Θρᾶκες «γλαυκοὺς καὶ πυρροὺς» (γαλανομάτηδες καὶ κοκκινόξανθους), ὅπως δηλαδὴ εἶναι οἱ ἴδιοι. Καὶ τὰ ἄλογα, συνέχιζε σκωπτικῶς, ἂν μποροῦσαν νὰ ζωγραφίσουν, θὰ ἔκαναν τοὺς θεοὺς μὲ μορφὴ ἀλόγου, οἱ λέοντες μὲ μορφὴ λέοντος κ.ο.κ.
Ὁ Ξενοφάνης δὲν μποροῦσε νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν ἀπόδοση ἀνθρωπίνων χαρακτηριστικῶν στοὺς θεούς, πολλῷ δὲ μᾶλλον ἀνθρωπίνων παθῶν καὶ ἀδυναμιῶν, σὲ ὑπερθετικὸ μάλιστα βαθμό· «κλέπτειν, μοιχεύειν τε καὶ ἀλλήλους ἀπατεύειν», ὅτι κλέβουν δηλαδή, μοιχεύουν καὶ ἐξαπατοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Οἱ θεοὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μικρόψυχοι, ζηλιάρηδες καὶ ἐκδικητικοί.
Θεωρεῖ ἐπίσης ἀδύνατη τὴν ἱεραρχία στοὺς θεούς, τὴν διάκρισή τους σὲ ἀνώτερους καὶ κατώτερους. Εἶναι παράλογο, λέει, νὰ πιστεύουμε ὅτι ἕνας θεὸς μπορεῖ νὰ ὑπηρετεῖ κάποιον ἄλλον.
Γιὰ τὸν Ξενοφάνη ὁ θεὸς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἕνας. Εἶναι ἀγέννητος, διότι τὸ τέλειο δὲν μπορεῖ νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ τὸ ἀτελές. Εἶναι ἄναρχος καὶ αἰώνιος, ἀμετάβλητος, λογικὸς καὶ παντοδύναμος, κυβερνήτης τῶν πάντων. Δὲν ἔχει ὅρια ὅπως τὰ ἐννοοῦν οἱ ἄνθρωποι. Δὲν ὁμοιάζει πρὸς τοὺς ἀνθρώπους οὔτε ὡς πρὸς τὴν μορφὴ οὔτε ὡς πρὸς τὸν νοῦ. Ἔχει βέβαια κάτι σὰν σῶμα (ἡ ἐντελῶς ἀσώματη ὕπαρξη ἦταν ἀδιανόητη γιὰ τοὺς ἀρχαίους), ὅμως δὲν εἶναι σὰν τοὺς ἀνθρώπους. Εἶναι ὅλος νοῦς, ὅλος ὄμμα, ὅλος οὖς· ὅλος νοεῖ, ὅλος ὁρᾶ, ὅλος ἀκούει. Χωρὶς κόπο, μὲ μόνη τὴν δύναμη τοῦ νοῦ καὶ τῆς σκέψης του σείει τὰ πάντα.
Ὅ ἴδιος παραμένει σὲ ἕνα τόπο. Εἶναι «ἀκίνητη» θεότης. Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ μεταναστεύει ἀπὸ τόπο σὲ τόπο γιὰ νὰ ἐπιβάλλει τὴν θέλησή του. Παραμένει ἀκίνητος καὶ καθ’ ἑαυτὸν γαλήνιος. Εἶναι πανταχοῦ παρών· ὄχι βέβαια μὲ τὴν χριστιανικὴ ἔννοια, πανταχοῦ παρὼν δηλαδὴ κατὰ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές του καὶ ὅλος ἀπὼν κατὰ τὴν οὐσία του.
Πολλοὶ θέλησαν νὰ δοῦν στὸ πρόσωπο τοῦ Ξενοφάνους τὸν πρῶτο μονοθεϊστὴ Ἕλληνα φιλόσοφο. Ὡστόσο, τὸ ζήτημα δὲν εἶναι τόσο ἁπλό. Ὁ Ξενοφάνης ξεχώριζε ἕναν θεὸ «μέγιστο» μεταξὺ τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων. Τί εἶναι γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς οἱ ἄλλοι θεοί, δὲν γνωρίζουμε. Ἴσως νὰ εἶναι προσωποποιημένες φυσικὲς δυνάμεις. Οἱ ἀρχαῖοι ἔβλεπαν παντοῦ θεούς. Ἐκεῖνο ποὺ ἔβλεπαν βέβαια ἦταν ἡ πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ὅμως δὲν μποροῦσαν νὰ ἐννοήσουν παρὰ μόνον εἰδωλολατρικῶς.
Δὲν θὰ μπορούσαμε λοιπὸν εὔκολα νὰ χαρακτηρίσουμε τὸν Ξενοφάνη ὡς μονοθεϊστή. Εἶναι ὅμως βέβαιο ὅτι ἔδωσε καίρια ὤθηση πρὸς τὸν μονοθεϊσμό. Ὕψωσε σὲ μία πρωτόγνωρη γιὰ τὴν ἐποχή του σφαῖρα τὴν σύλληψη περὶ θείας φύσεως. Ἀρνήθηκε ὅτι μπορεῖ νὰ εἶναι θεότης τὸ οὐράνιο τόξο, γιὰ παράδειγμα, ἢ ὁ ἥλιος καὶ ἄλλα φυσικὰ σώματα ἢ φαινόμενα.
Ὁ Ξενοφάνης ἐπηρέασε ὅλους σχεδὸν τοὺς μετέπειτα φιλοσόφους, ὅπως τὸν Ἡράκλειτο, τὸν Πλάτωνα (φαίνονται οἱ ἐπιρροές του στὴν «Πολιτεία»), τὸν Ἀριστοτέλη κ.ἄ. Ἔκανε δὲ πολλοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἄνδρες, ὅπως τὸν Κλήμεντα τὸν Ἀλεξανδρέα (2ος-3ος αἰ.), νὰ τὸν θαυμάζουν γιὰ τὴν πρωτοπόρο σκέψη του, νὰ τὸν θεωροῦν ἐκπρόσωπο τοῦ μονοθεϊσμοῦ καὶ νὰ ἀναγνωρίζουν σ’ αὐτὸν τὰ πρῶτα βήματα ἄρνησης τῆς εἰδωλολατρίας.
Ἂν ὁ Θαλῆς ἔθεσε στὴν κορυφὴ τῆς πυραμίδος τῶν ὄντων τὸ ὕδωρ, ὁ Ἀναξίμανδρος τὸ ἄπειρον καὶ ὁ Ἀναξιμένης τὸν ἀέρα, ὁ Ξενοφάνης ἑρμήνευσε τὴν πολλαπλότητα καὶ πολυπλοκότητα τοῦ κόσμου συλλαμβάνοντας τὴν περὶ τοῦ ἑνὸς θεοῦ ἰδέα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τὰ ἄρθρα δὲν εἶναι πραγματεῖες, ὥστε νὰ ἐξαντλοῦν ἕνα θέμα. Περισσότερο προβληματισμοὺς εἰσάγουν καὶ ἀφορμὲς γιὰ σκέψη καὶ διάλογο. Γι' αὐτὸ καὶ τὰ καλοπροαίρετα σχόλια εἶναι εὐπρόσδεκτα ἐδῶ, μᾶλλον δὲ καὶ ἐπιθυμητά. Εὐπρόσδεκτες ἐπίσης εἶναι καὶ οἱ ἐρωτήσεις. Ὁ δὲ διάλογος ἐνθαρρύνεται ὅλως ἰδιαιτέρως .