Ἴωνες φιλόσοφοι - Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος

 

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου


Εἶναι γνωστὸ ὅτι οἱ πολιτισμοὶ τῶν ἀνατολικῶν λαῶν προηγήθηκαν τοῦ ἑλληνικοῦ. Αὐτὸ κάνει πολλοὺς ㅡ ἀνατολιστὲς κυρίως φιλολόγους ㅡ νὰ βλέπουν καὶ τὶς ἀπαρχὲς τῆς φιλοσοφίας στοὺς λαοὺς αὐτούς.

Ἀντίθετα, μετ' ἐμφάσεως ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι στοὺς ἀνατολικοὺς λαοὺς δὲν ὑπάρχει καθαρὴ φιλοσοφία, ἀλλὰ μᾶλλον συγκεχυμένες φιλοσοφικὲς καὶ θρησκευτικὲς ἰδέες.

Οἱ Αἰγύπτιοι, γιὰ παράδειγμα, στὴν φιλοσοφικὴ σκέψη τῶν ὁποίων ἀπαντοῦν καὶ κάποιες ἰδιότυπες περὶ ἀθανασίας δοξασίες, ἦταν λαὸς περισσότερο πρακτικὸς παρὰ φιλόσοφος, ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Πλάτων, ὁ ὁποῖος πολὺ σέβονταν τὸν πολιτισμὸ τῆς χώρας αὐτῆς ㅡ ὅλοι οἱ Ἕλληνες τὸν σέβονταν, μᾶλλον δὲ καὶ δέος ἔνιωθαν γι' αὐτόν, καθὼς ὑπῆρξε μεγαλειώδης, ἡ δὲ Αἴγυπτος πανάρχαια κοιτὶς πολιτισμοῦ.

Πραγματιστικὸ ἐπίσης χαρακτῆρα εἶχε ἐν πολλοῖς καὶ ἡ κινεζικὴ φιλοσοφία. Ἀσχολοῦνταν περισσότερο μὲ θέματα κοινωνικῆς καὶ πολιτικῆς ἠθικῆς. Ὁ Κομφούκιος (6ος αἰ. π.Χ.), γιὰ τὸν ὁποῖον ἔχει λεχθεῖ ὅτι ἐπηρέασε τὴν κινεζικὴ σκέψη ὅσο ὁ Σωκράτης αὐτὴν τοῦ δυτικοῦ κόσμου, δίδασκε τὴν καλοσύνη, τὴν ἀγάπη, τὴν δικαιοσύνη, τὴν ἀγαθότητα. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Λάο Τσὲ (6ος ἢ 4ος αἰ. π.Χ.· πολλοὶ ἀμφισβητοῦν ὅτι πρόκειται περὶ ὑπαρκτοῦ προσώπου) ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἔννοια τοῦ «τάο» (ἐξ οὗ «ταοϊσμὸς») εἰσήγαγε ἰδέες περὶ ἀποφυγῆς τῆς ἐπιθετικότητος καὶ τῆς βίας. Ἔλεγε ὅτι ὅταν ἕνας βασιλιὰς μὲ τὸν στρατό του πετύχει κάποια νίκη, δὲν θὰ πρέπει νὰ χαίρεται καὶ νὰ γιορτάζει, ἀλλὰ νὰ πενθεῖ ποὺ δὲν στάθηκε δυνατὸν νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ βία. 
Ἡ κινεζικὴ φιλοσοφικὴ σκέψη ἔδινε, ὅπως καὶ ἡ ἑλληνική, μεγάλη βαρύτητα στὴν ἔννοια τοῦ μέτρου καὶ τῆς ἁρμονίας. Κάτι κοινὸ ἐπίσης στὶς δύο παραδόσεις εἶναι ἡ ἐμφάνιση σοφιστῶν, οἱ ὁποῖοι στὴν μὲν Ἑλλάδα ἀντιμάχονταν τὸν Σωκράτη, στὴν δὲ Κίνα τὸν Καμφούκιο, διδάσκοντας ὅτι δὲν ὑπάρχουν σαφῆ ὅρια μεταξὺ ἀληθείας καὶ ψεύδους.

Περισσότερη φιλοσοφία θὰ συναντήσουμε στὸν ἰνδικὸ χῶρο. Σὲ ἀρχαῖα θρησκευτικὰ κείμενα τοῦ λαοῦ αὐτοῦ γίνεται λόγος περὶ τοῦ «ἑνός», τὸ ὁποῖο ὑπῆρξε πρὶν ἀπὸ «τὸ μηδὲν καὶ τὸ εἶναι». Τὸ «ἓν» εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ παντός, ζεῖ μέσα σὲ ὅλα τὰ ὄντα. Στὴν Ἰνδία εὐδοκίμησαν ἰδέες καὶ πρακτικὲς ποὺ παραπέμπουν στοὺς ἐπικουρείους φιλοσόφους, σὲ ἕναν ἄκρατο ὑλισμό, ἀλλὰ καὶ στὸν γνωστικισμό, γιὰ τὸν ὁποῖον ἡ ὕλη εἶναι κάτι κακό. Ὁ βουδισμὸς ἐπίσης, ποὺ γεννήθηκε τὸν 6ο αἰ. στὴν χώρα αὐτή, εἶναι ἐν πρώτοις φιλοσοφικὸ σύστημα καὶ δευτερευόντως θρησκευτικό.

Στὴν Περσία τέλος ὁ Ζωροάστρης, γνωστὸς καὶ ὡς Ζαρατούστρα (τοποθετεῖται ἀπὸ τὸν 18ο ἕως καὶ τὸν 6ο αἰ. π.Χ.· καὶ αὐτὸς ἀμφισβητήθηκε ὡς ὑπαρκτὸ πρόσωπο) ἵδρυσε τὸν ἐκ τοῦ ὀνόματός του καλούμενο ζωροαστρισμό, ὁ ὁποῖος εἰσάγει δυαρχικὴ ἑρμηνεία τοῦ κόσμου: δύο θεοί, ἕνας ἀγαθὸς καὶ ἕνας κακός, ἀντιμάχονται. 

Εἶναι σίγουρο ὅτι ἡ φιλοσοφία τῶν λαῶν ποὺ παραπάνω ἀναφέραμε, ἐπηρέασαν μέχρι ἑνὸς σημείου καὶ τὴν δυτικὴ φιλοσοφικὴ σκέψη. Δὲν εἶναι λίγοι οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι ποὺ ταξίδευσαν σ’ ἐκεῖνα τὰ μέρη καὶ ἔγιναν κοινωνοὶ τοῦ πνεύματος καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τους.

Ἐν τέλει ὅμως φαίνεται πὼς ἡ φιλοσοφία ὡς ὀρθολογιστικὴ σκέψη ἀναπτύχθηκε τὸ πρῶτον ἐπὶ ἑλληνικοῦ ἐδάφους. Εἶναι ὡς αὐτοτελὴς πνευματικὴ λειτουργία δημιούργημα τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος καὶ ξεκίνησε ἀπὸ τὰ δυτικὰ παράλια τῆς Μ. Ἀσίας.

Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη δὲν εἶναι ἔτσι, ἐμᾶς μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ ἡ μελέτη, ἔστω καὶ ἀκροθιγής, τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, διότι αὐτὴ εἶναι ποὺ προετοίμασε τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὰ ἔθνη (εἰδωλολατρικοὺς λαούς). Εἶναι τυχαῖο ἆραγε ὅτι τὸ χριστιανικὸ κήρυγμα ἔγινε ἀποδεκτὸ ἀπὸ τοὺς λαοὺς ἐκείνους ποὺ ἦσαν κοινωνοὶ καὶ μέτοχοι τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς φιλοσοφίας;

Στὸν ἑβραϊκὸ κόσμο ὁ χριστιανισμὸς δὲν ἔγινε ἀποδεκτὸς (σὲ ἐθνικὸ τοὐλάχιστον ἐπίπεδο), παρ΄ ὅτι ὁ λαὸς ἐκεῖ εἶχε προετοιμασθεῖ μὲ τὸν καλύτερο τρόπο γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτόν, μὲ τρόπο δηλαδὴ ἀνώτερο καὶ ἀμεσώτερο ἀπὸ ἐκεῖνον τῆς φιλοσοφίας. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἦταν παιδαγωγὸς (ὁδηγοῦσε) εἰς Χριστόν· κι ὅμως, τοὺς Ἑβραίους δὲν τοὺς ὁδήγησε ἐκεῖ, καὶ δὲν φταίει φυσικὰ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη.

Ἐπίσης δὲν ἔγινε ἀποδεκτὸς ὁ χριστιανισμὸς καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνατολικοὺς λαοὺς ποὺ παραπάνω ἀναφέραμε. Δὲν ξέρω τί φταίει, καὶ δὲν εἶναι αὐτὸ τὸ θέμα μας. Ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία καὶ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ, εἶναι ὅτι ὁ χριστιανισμὸς τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία χρησιμοποίησε ὡς ὄχημα γιὰ τὴν διάδοσή του καὶ στὸν ἑλληνιστικὸ κόσμο εὐδοκίμησε. Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς τὴν μελέτη αὐτῆς τῆς φιλοσοφίας προλέγουμε. 

Και ἤδη ἀναφερθήκαμε στὴν ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τῶν τριῶν ἀρχαιοτέρων ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους, οἱ ὁποῖοι εἶναι γνωστοὶ λόγῳ τῆς καταγωγῆς τους ὡς οἱ τρεῖς Μιλήσιοι: Θαλῆς, Ἀναξίμανδρος, Ἀναξιμένης.

Ἀκολουθῶντας αὐστηρὰ τὴν χρονολογικὴ σειρὰ θὰ μιλήσουμε στὴν συνέχεια γιὰ ἕναν ἄλλον Ἴωνα, τὸν Ξενοφάνη (570-480 π.Χ.). Ὁ Ξενοφάνης γεννήθηκε στὴν Κολοφῶνα τῆς Ἰωνίας (Μ. Ἀσία). Ὅταν τὸ 545 οἱ Πέρσες κατέλαβαν τὴν πόλη του, ἀναγκάσθηκε νὰ ἐκπατριστεῖ. Περιπλανήθηκε ἐπὶ δεκαετίες στὸν εὐρύτερο ἑλληνικὸ χῶρο καὶ τέλος ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἐλέα τῆς Κάτω Ἰταλίας. Ἦταν στὴν οὐσία ἕνας περιοδεύων ποιητὴς καὶ ἀοιδός, ἕνας ταξιδευτὴς ραψωδός. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅ,τι ἔγραψε εἶναι σὲ ἔμμετρη μορφή. Σώζονται δὲ ἐκτεταμένα ἀποσπάσματα τῶν ἔργων του, πρᾶγμα σπάνιο γιὰ προσωκρατικὸ φιλόσοφο, ἀφοῦ, ὡς γνωστόν, τὰ περισσότερα ἔργα τῶν φιλοσόφων αὐτῶν τὰ γνωρίζουμε ἀπὸ παραθέματα σὲ ἔργα ἄλλων συγγραφέων, ὅπως τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Ἀριστοτέλους κ.ἄ. Ὡς ἐκ τῆς ἐγκαταστάσεώς του στὴν Ἐλέα πολλοὶ - μεταξὺ αὐτῶν ὁ Πλάτων καὶ ὁ Ἀριστοτέλης - ἀποδίδουν στὸν Κολοφώνιο φιλόσοφο τὴν ἵδρυση τῆς λεγομένης ἐλεατικῆς σχολῆς. Τὸν θεωροῦν ἐπίσης διδάσκαλο τοῦ Παρμενίδη. Καὶ οἱ δύο αὐτὲς ἀπόψεις ἀμφισβητοῦνται ἔντονα. 

Ὁ Ξενοφάνης πρῶτος ἄσκησε κριτικὴ στὴν πολυθεΐα καὶ τὸν θρησκευτικὸ ἀνθρωπομορφισμό, τὴν ἀφέλεια τῶν ἀνθρώπων νὰ φτιάχνουν θεοὺς καθ’ ὁμοίωσιν δική τους. Οἱ Αἰθίοπες, ἔλεγε, φτιάχνουν τοὺς θεούς τους «σιμοὺς μέλανάς τε» (πλατύρρινους καὶ μελαμψούς), οἱ Θρᾶκες «γλαυκοὺς καὶ πυρροὺς» (γαλανομάτηδες καὶ κοκκινόξανθους), ὅπως δηλαδὴ εἶναι οἱ ἴδιοι. Καὶ τὰ ἄλογα, συνέχιζε σκωπτικῶς, ἂν μποροῦσαν νὰ ζωγραφίσουν, θὰ ἔκαναν τοὺς θεοὺς μὲ μορφὴ ἀλόγου, οἱ λέοντες μὲ μορφὴ λέοντος κ.ο.κ. 

Ὁ Ξενοφάνης δὲν μποροῦσε νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν ἀπόδοση ἀνθρωπίνων χαρακτηριστικῶν στοὺς θεούς, πολλῷ δὲ μᾶλλον ἀνθρωπίνων παθῶν καὶ ἀδυναμιῶν, σὲ ὑπερθετικὸ μάλιστα βαθμό· «κλέπτειν, μοιχεύειν τε καὶ ἀλλήλους ἀπατεύειν», ὅτι κλέβουν δηλαδή, μοιχεύουν καὶ ἐξαπατοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Οἱ θεοὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μικρόψυχοι, ζηλιάρηδες καὶ ἐκδικητικοί. 

Θεωρεῖ ἐπίσης ἀδύνατη τὴν ἱεραρχία στοὺς θεούς, τὴν διάκρισή τους σὲ ἀνώτερους καὶ κατώτερους. Εἶναι παράλογο, λέει, νὰ πιστεύουμε ὅτι ἕνας θεὸς μπορεῖ νὰ ὑπηρετεῖ κάποιον ἄλλον. 

Ὁ Ξενοφάνης πρῶτος εἰσήγαγε τὴν ἔννοια τοῦ «ἑνός». Εἶναι ὁ πρῶτος «ἑνίσας» κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη, ὁ πρῶτος δηλαδὴ ποὺ ἔθεσε ὡς ἀξίωμα τὴν ἑνότητα, τὴν μοναδικότητα. Ὡς γνήσιος Ἴων, συνεχιστὴς τῶν τριῶν Μιλησίων φιλοσόφων, ἐντοπίζει πίσω ἀπὸ τὴν πολλαπλότητα τῶν φαινομένων τὸ ἀκίνητο, τὸ ἀμετάβλητο καὶ αἰώνιο. Γίνεται ἔτσι πρόδρομος τοῦ Ἀριστοτέλους ποὺ μίλησε γιὰ τὸ «ἀκίνητον κινοῦν»· καὶ βέβαια ψηλαφίζει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν καὶ τὸν Θεὸ τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας.

Γιὰ τὸν Ξενοφάνη ὁ θεὸς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἕνας. Εἶναι ἀγέννητος, διότι τὸ τέλειο δὲν μπορεῖ νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ τὸ ἀτελές. Εἶναι ἄναρχος καὶ αἰώνιος, ἀμετάβλητος, λογικὸς καὶ παντοδύναμος, κυβερνήτης τῶν πάντων. Δὲν ἔχει ὅρια ὅπως τὰ ἐννοοῦν οἱ ἄνθρωποι. Δὲν ὁμοιάζει πρὸς τοὺς ἀνθρώπους οὔτε ὡς πρὸς τὴν μορφὴ οὔτε ὡς πρὸς τὸν νοῦ. Ἔχει βέβαια κάτι σὰν σῶμα (ἡ ἐντελῶς ἀσώματη ὕπαρξη ἦταν ἀδιανόητη γιὰ τοὺς ἀρχαίους), ὅμως δὲν εἶναι σὰν τοὺς ἀνθρώπους. Εἶναι ὅλος νοῦς, ὅλος ὄμμα, ὅλος οὖς· ὅλος νοεῖ, ὅλος ὁρᾶ, ὅλος ἀκούει. Χωρὶς κόπο, μὲ μόνη τὴν δύναμη τοῦ νοῦ καὶ τῆς σκέψης του σείει τὰ πάντα. 

Ὅ ἴδιος παραμένει σὲ ἕνα τόπο. Εἶναι «ἀκίνητη» θεότης. Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ μεταναστεύει ἀπὸ τόπο σὲ τόπο γιὰ νὰ ἐπιβάλλει τὴν θέλησή του. Παραμένει ἀκίνητος καὶ καθ’ ἑαυτὸν γαλήνιος. Εἶναι πανταχοῦ παρών· ὄχι βέβαια μὲ τὴν χριστιανικὴ ἔννοια, πανταχοῦ παρὼν δηλαδὴ κατὰ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές του καὶ ὅλος ἀπὼν κατὰ τὴν οὐσία του. 

Πολλοὶ θέλησαν νὰ δοῦν στὸ πρόσωπο τοῦ Ξενοφάνους τὸν πρῶτο μονοθεϊστὴ Ἕλληνα φιλόσοφο. Ὡστόσο, τὸ ζήτημα δὲν εἶναι τόσο ἁπλό. Ὁ Ξενοφάνης ξεχώριζε ἕναν θεὸ «μέγιστο» μεταξὺ τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων. Τί εἶναι γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς οἱ ἄλλοι θεοί, δὲν γνωρίζουμε. Ἴσως νὰ εἶναι προσωποποιημένες φυσικὲς δυνάμεις. Οἱ ἀρχαῖοι ἔβλεπαν παντοῦ θεούς. Ἐκεῖνο ποὺ ἔβλεπαν βέβαια ἦταν ἡ πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ὅμως δὲν μποροῦσαν νὰ ἐννοήσουν παρὰ μόνον εἰδωλολατρικῶς.

Δὲν θὰ μπορούσαμε λοιπὸν εὔκολα νὰ χαρακτηρίσουμε τὸν Ξενοφάνη ὡς μονοθεϊστή. Εἶναι ὅμως βέβαιο ὅτι ἔδωσε καίρια ὤθηση πρὸς τὸν μονοθεϊσμό. Ὕψωσε σὲ μία πρωτόγνωρη γιὰ τὴν ἐποχή του σφαῖρα τὴν σύλληψη περὶ θείας φύσεως. Ἀρνήθηκε ὅτι μπορεῖ νὰ εἶναι θεότης τὸ οὐράνιο τόξο, γιὰ παράδειγμα, ἢ ὁ ἥλιος καὶ ἄλλα φυσικὰ σώματα ἢ φαινόμενα. 

Ὁ Ξενοφάνης ἐπηρέασε ὅλους σχεδὸν τοὺς μετέπειτα φιλοσόφους, ὅπως τὸν Ἡράκλειτο, τὸν Πλάτωνα (φαίνονται οἱ ἐπιρροές του στὴν «Πολιτεία»), τὸν Ἀριστοτέλη κ.ἄ. Ἔκανε δὲ πολλοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἄνδρες, ὅπως τὸν Κλήμεντα τὸν Ἀλεξανδρέα (2ος-3ος αἰ.), νὰ τὸν θαυμάζουν γιὰ τὴν πρωτοπόρο σκέψη του, νὰ τὸν θεωροῦν ἐκπρόσωπο τοῦ μονοθεϊσμοῦ καὶ νὰ ἀναγνωρίζουν σ’ αὐτὸν τὰ πρῶτα βήματα ἄρνησης τῆς εἰδωλολατρίας.

Ἂν ὁ Θαλῆς ἔθεσε στὴν κορυφὴ τῆς πυραμίδος τῶν ὄντων τὸ ὕδωρ, ὁ Ἀναξίμανδρος τὸ ἄπειρον καὶ ὁ Ἀναξιμένης τὸν ἀέρα, ὁ Ξενοφάνης ἑρμήνευσε τὴν πολλαπλότητα καὶ πολυπλοκότητα τοῦ κόσμου συλλαμβάνοντας τὴν περὶ τοῦ ἑνὸς θεοῦ ἰδέα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Προσοχὴ στὰ ΑΜΗΝ τοῦ Facebook!

Ὁμοφυλοφιλία καὶ ὁμοφυλόφιλοι

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἱεροὶ κανόνες γιὰ τὴν ὁμοφυλοφιλία