«Τὰ πάντα ῥεῖ»

 

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου


Διακρίναμε τρεῖς βασικὲς ἔννοιες στὸ ἔργο τοῦ Ἡρακλείτου:  Πῦρ - Γίγνεσθαι - Λόγος.

Ἀναφερθήκαμε στὴν πρώτη, τὸ πῦρ. «Πῦρ ἀείζωον» τὸ ὀνόμαζε ὁ Ἡράκλειτος καὶ τὸ ταύτιζε μὲ τὸν ἴδιο τὸν κόσμο.

Τὸ πῦρ εἶναι, ὅπως πίστευε, ἡ κινητήριος δύναμις τοῦ παντός. Τὸ ἴδιο ὡς θερμικὴ ἐνέργεια βρίσκεται σὲ μία διαρκῆ κίνηση, ἐνῷ συγχρόνως θέτει καὶ τὸν κόσμο σὲ διαρκῆ κίνηση καὶ ροή.

Γίγνεσθαι

«Τὰ πάντα ῥεῖ, μηδέποτε κατὰ τ’ αὐτὸ μένειν»· ὅλα ρέουν (εἶναι ρευστά, ἀλλάζουν) καὶ τίποτε δὲν μένει τὸ ἴδιο.

Καὶ σ’ αὐτὸ τὸ ἄρθρο νὰ σημειώσουμε ὅτι τὰ ἀποσπάσματα ποὺ παραθέτουμε, εἶναι ἀπὸ τὴν συλλογὴ τοῦ Hermann Diels καὶ μπορεῖ νὰ τὰ βρεῖ ὁ ἀγαπητὸς ἀναγνώστης, μαζὶ μὲ ἄλλα πολλά, στὸν παρακάτω ἱστότοπο:
https://www.mikrosapoplous.gr/heracletus/heracletus0.html

Κανένα ἄλλο ἀπόφθεγμα δὲν ἔχει συνδεθεῖ τόσο μὲ τὸν μεγάλο στοχαστὴ τῆς Ἐφέσου, ὅσο τὸ παραπάνω, παρότι δὲν ἔχει βρεθεῖ σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ διασωθέντα ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου του. Τοῦ τὸ ἀποδίδει ὅμως ὁ Πλάτων στὸν Κρατύλο, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ μεταγενέστεροι, καθ' ὅτι συμπυκνώνει καίρια τὴν φιλοσοφική του σκέψη καὶ διαζωγραφεῖ τὴν καρδιὰ τῆς διδασκαλίας του.

Ὁ Ἡράκλειτος εἶναι ὁ φιλόσοφος τοῦ αἰωνίου γίγνεσθαι. Ὅλα γι’ αὐτόν, βρίσκονται σὲ ἀέναη κίνηση καὶ ροή. Τίποτε δὲν μένει σταθερό, τίποτε τὸ στατικὸ δὲν ὑπάρχει. Ἡ διαρκὴς ἐξέλιξη διέπει ὡς νόμος τὸ σύμπαν, ἀποτελεῖ τὸ θεμελιῶδες χαρακτηριστικὸ τῆς συνόλου πραγματικότητος. 

«Ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ», ἔλεγε· δηλαδὴ στὸ ἴδιο ποτάμι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ μπεῖ δυὸ φορὲς (τὰ ὕδατα θὰ ἔχουν παρέλθει).

Στὸ ἐπίκεντρο αὐτῆς τῆς κινήσεως βρίσκεται τὸ πῦρ, ὅπως εἴπαμε, καθ' ὅσον ἡ θερμότης εἶναι τὸ πρῶτο εὐκίνητο στοιχεῖο μέσα στὴν φύση. Περίσσευμα θερμότητος σημαίνει περίσσευμα κινήσεως. Καὶ περίσσευμα ψυχροῦ σημαίνει ἀκινησία καὶ θάνατο.

Εἶναι δὲ ἀντιθετικὴ ἡ κίνηση στὴν ὁποία θέτει τὸν κόσμο ἡ ἐνεργειακὴ δύναμη τοῦ πυρός· ἀντιθετικὸ γίγνεσθαι, τὸ ὁποῖο ἐκφράζεται ὡς ἀέναη πάλη ἀντιθέτων ἀρχῶν καὶ στοιχείων. Τὴν πραγματικότητα αὐτὴν ὁ Ἡράκλειτος ὀνομάζει «ἐναντιοδρομία» ἢ «ἐναντιοτροπία». «Πόλεμος πάντων πατήρ», συνήθιζε, ὅπως γνωρίζουμε, νὰ λέει (δὲν ἐννοοῦσε φυσικὰ τὶς ἀνθρώπινες μικρόνοες συγκρούσεις).

Σ’ αὐτὴν τὴν ἐξελικτικὴ ἀντιθετικὴ πορεία, ζωὴ καὶ θάνατος ἐναλλάσσονται. Ἡ φωτιὰ ζεῖ τὸν θάνατο τῆς γῆς καὶ ὁ ἀέρας τὸν θάνατο τῆς φωτιᾶς, τὸ νερὸ ζεῖ τὸν θάνατο τοῦ ἀέρα καὶ ἡ γῆ τὸν θάνατο τοῦ νεροῦ («ζῇ πῦρ τὸν γῆς θάνατον καὶ ἀὴρ ζῇ τὸν πυρὸς θάνατον, ὕδωρ ζῇ τὸν ἀέρος θάνατον, γῆ τὸν ὕδατος»). Τὰ ψυχρὰ θερμαίνονται, τὸ θερμὸ ψύχεται, τὸ ὑγρὸ ξηραίνεται, τὸ στεγνὸ νοτίζεται («τὰ ψυχρὰ θέρεται, θερμὸν ψύχεται, ὑγρὸν αὐαίνεται, καρφαλέον νοτίζεται»).

Ἀφοῦ εἶναι εἰδωλολάτρης, ἐντάσσει ἀναπόφευκτα καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιον τὸν θεὸ στὸ πλέγμα τῶν ἀντιθέσεων (ἡμέρα - νύχτα, χειμῶνας - καλοκαίρι, πόλεμος - εἰρήνη, κορεσμὸς - πεῖνα). Μέχρι καὶ ἀλλοίωση εἰσάγει στὴν θεότητα.

Ὅμως ἡ τόσο εἰδωλολατρικὴ αὐτὴ ἀντίληψη ἀποκτᾶ χαρακτῆρα ἐξόχως προφητικὸ (σκιώδη μέν, ἀλλ' ἐν ἀληθείᾳ προφητικό), ἐὰν ἀντικαταστήσουμε τὴν λέξη θεὸς μὲ ἐκείνην τῆς ἐνεργείας

Καὶ δὲν θὰ πρωτοτυπήσουμε κάνοντας κάτι τέτοιο. Γιὰ τοὺς μελετητὲς τοῦ φιλοσόφου μας ἡ ἀντικατάσταση τῆς λέξεως πῦρ μὲ τὴν λέξη ἐνέργεια ἀποτελεῖ ἐπινόηση μακρᾶς πνοῆς, πολύτιμο εὕρημα, τὸ ἑρμηνευτικό τους κλειδί. Ἀντικαθιστῶντας τὸ πῦρ μὲ τὴν ἐνέργεια, πολλὰ ἀπόρρητα τοῦ «σκοτεινοῦ» φιλοσόφου ἐφώτισαν, καὶ στὸ πεδίο τῆς ἐπιστήμης καὶ σὲ ἐκεῖνο τῆς φιλοσοφίας.

Ἐμεῖς θὰ κινηθοῦμε στὴν σφαῖρα τῆς θεολογίας, μηδόλως στ' ἀλήθεια καὶ ἐπ' οὐδενὶ ἁμαρτάνοντες.

Λέει λοιπὸν κάπου ὁ Ἐφέσιος ἀστὴρ τοῦ πνεύματος: «ὁ θεὸς [...] ἀλλοιοῦται δὲ ὅκωσπερ (πῦρ), ὁπόταν συμμιγῇ θυώμασιν, ὀνομάζεται καθ᾽ ἡδονὴν ἑκάστου»· ἤτοι ὁ θεὸς ἀλλοιώνεται (μεταβάλλεται, ἀλλάζει) ὅπως ἡ φωτιά, ποὺ ὅταν ἀναμιχθεῖ μὲ θυμιάματα, παίρνει ὄνομα κατὰ τὴν εὐωδία τοῦ καθενός. Θυμίαμα μὲ ἄρωμα τριαντάφυλλου καίει; Αὐτὸ τὸ ὄνομα θὰ λάβει καὶ ἡ φωτιά. Γαρδένια καίει; Ἔτσι κι ἐκείνη θὰ ὀνομαστεῖ. Μένει πάντα ἡ ἴδια, ὅμως διαφορετικὰ κάθε φορὰ ἀρωματίζεται καὶ διαφορετικὸ ὄνομα παίρνει.

Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς. Μοιράζεται δηλαδή, χωρὶς νὰ διαιρεῖται, σὲ διηρημένα ὄντα. Ἔτσι, σὲ ἄλλον λειτουργεῖ ὡς ἰαματικὴ ἐνέργεια, σὲ ἄλλον ὡς φωτιστική, σὲ ἄλλον ὡς σοφιστική, παρακλητικὴ (παρηγορητικὴ) κ.ο.κ. Εἶναι ὅπως μὲ τὸν ἥλιο. Μία εἶναι ἡ ἐνέργειά του, ὅμως ἐμεῖς τὴν ἀντιλαμβανόμαστε ὡς φῶς, ὡς θερμότητα, ὡς ἀκτινοβολία κ.ο.κ. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ ἄλλοτε μιλᾶμε γιὰ μία ἐνέργεια καὶ ἄλλοτε γιὰ πολλές, καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἡλίου καὶ σ’ ἐκείνην τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι διαρκὴς καὶ ἀκατάπαυστος λοιπὸν ἡ ἀλλοίωσις τῶν πάντων μέσῳ τῆς ἀπολύτου κινήσεως καὶ μεταβολῆς.

Ὅμως αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀδιάκοπη κίνηση, αὐτὴ ἡ ἀνειρήνευτη πάλη (πόλεμος) τῶν ἀντιθέτων γεννᾶ τὴν «καλλίστην ἁρμονίην» (ἁρμονία). Ἡ ἁρμονία δηλαδὴ καὶ ἡ ἑνότης τῶν πάντων γεννᾶται ἀπὸ τὴν σύνθεση ἀντιθετικῶν ἰσόρροπων ζευγῶν· οἱ ἀντιθέσεις συνθέτουν τὴν ἑνότητα. «Τὸ ἀντίξουν συμφέρον καὶ ἐκ τῶν διαφερόντων καλλίστην ἁρμονίην», ἔλεγε ὁ βαθύφρων Ἡράκλειτος· τὸ ἀντίθετο δηλαδὴ συγκλίνει, καὶ ἀπὸ τὶς διαφορὲς γεννιέται ἡ καλλίστη ἁρμονία. 

Χρησιμοποιοῦσε τὸ παράδειγμα τοῦ τόξου καὶ τῆς λύρας γιὰ νὰ δείξει ὅτι κάτι ποὺ ἔχει μέσα του ἀντίθετες τάσεις, μπορεῖ νὰ συμφωνεῖ ἐν ἑαυτῷ. Στὸ τόξο, ὅπως καὶ στὴν λύρα (εἶχε τοξοειδὲς σχῆμα τότε), ἔχουμε ἐξισορρόπηση ἀντιθέτων δυνάμεων (τάσεων), τῆς χορδῆς (χορδῶν) καὶ τοῦ ξύλου. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν συντελεῖται ἡ «παλίντροπος (ἢ παλίντονος) ἁρμονίη» («παλίντροπος ἁρμονίη ὅκωσπερ τόξου καὶ λύρης»).

Ἐγὼ θὰ πρόσθετα καὶ τὴν ἀντιθετικὴ κίνηση (τριβὴ) ποὺ δημιουργεῖται ἀνάμεσα στὸ δοξάρι καὶ τὴν χορδή. Παράγει μουσική.

Ἡ ἀέναος πάλη τῶν ἀντιθέτων εἶναι ἀθέατη, κρυφή. «Ἡ φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ» (ἀγαπᾶ νὰ κρύβεται). Πίσω ἀπὸ τὰ πράγματα, πίσω ἀπὸ τὰ φαινόμενα, τὶς ἐπιφανειακὲς συγκρούσεις καὶ τὴν ἀνισορροπία, μία κοσμικὴ λειτουργία κατεργάζεται τὶς συμπαντικὲς ἰσορροπίες καὶ τὴν «παλίντροπον ἁρμονίην». Ἡ κρυφὴ ἁρμονία εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴν φανερὴ («ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων»).

Τελικὰ τὸ σύνολο κυλᾶ σὰν ἕνας ποταμός, στὰ σπλάγχνα τοῦ ὁποίου συντελοῦνται διεργασίες ποικίλες καὶ ἄπειρες. Ἀλλὰ στὸ βάθος ὑπάρχει ἡ ἀπαρασάλευτος ταυτότης.

Γιὰ τὸν Ἡράκλειτο τὰ πράγματα ἐν τέλει δὲν εἶναι, γίνονται. Δὲν ὑφίστανται καθ’ ἑαυτά, ἀλλ' εἶναι ἀεὶ ἐν κινήσει. Μὲ τὴν κίνηση φαίνονται, καὶ συγχρόνως παύουν νὰ φαίνονται, εἶναι καὶ δὲν εἶναι, μεταβαίνουν ἀενάως ἀπὸ τὴν μία μορφὴ στὴν ἄλλη, αἴρονται διαρκῶς τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο.

Ὁ Ἀριστοτέλης ἔλεγε ὅτι οἱ προσωκρατικοὶ ἀγνοοῦσαν τὴν ἔννοια τῆς κινήσεως, καὶ τοὺς μέμφονταν γι' αὐτό. Δὲν θὰ μποροῦσε ἀσφαλῶς νὰ πεῖ τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸν Ἡράκλειτο. Ἐκεῖνος συνέλαβε καὶ εἰσήγαγε τὴν δυναμικὴ ἀρχὴ τοῦ γίγνεσθαι ἔναντι τῆς στατικῆς ἀρχῆς τοῦ εἶναι ποὺ εἶχαν εἰσαγάγει οἱ Μιλήσιοι. 

Τὶς δύο αὐτὲς ἀρχές, ποὺ φαίνονται ἀντίθετες καὶ ἀντικρουόμενες, μπορεῖ νὰ ἐναρμονίσει λειτουργικὰ ἡ χριστιανικὴ θεολογία, ποὺ γνωρίζει ἄριστα καὶ νὰ διακρίνει καὶ νὰ ἑνώνει. Διακρίνοντας ἐν προκειμένῳ τὸν κτίστη ἀπὸ τὴν κτίση, μπορεῖ καὶ ἑνώνει τὶς δύο διαστῶσες ἔννοιες καὶ ἀρχές, ἀποδίδοντας τὸ μὲν εἶναι στὸν Θεό, τὸ δὲ γίγνεσθαι στὴν κτίση. Ἡ ἀπαρασάλευτος ταυτότης τοῦ εἶναι ἀνήκει στὸν Θεό. Ἡ διαρκὴς κίνηση καὶ ροὴ (τὸ γίγνεσθαι) στὴν κτίση.

Ὁ Ἡράκλειτος πίστευε ὅτι ἡ κίνηση αὐτὴ εἶναι κυκλική. Λογικό, ἀφοῦ ἦταν εἰδωλολάτρης καὶ εἶχε τὴν πεποίθηση ὅτι ὁ κόσμος δὲν ἔχει ἀρχὴ καὶ τέλος (ἡ ἰδέα αὐτὴ ἐκφράζεται πολλὲς φορὲς μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ φιδιοῦ ποὺ δαγκώνει τὴν οὐρά του, εἰκόνα καθαρὰ εἰδωλολατρική).

Γιὰ ἐμᾶς ὅμως ποὺ γνωρίζουμε ὅτι ὁ κόσμος ἔχει ἀρχὴ (σήμερα τὸ γνωρίζουμε καὶ ἐπιστημονικῶς αὐτό· εἶναι γνωστὴ ἡ θεωρία τοῦ big bang), ἡ ἐξέλιξη εἶναι γραμμική· πιὸ καλὰ θὰ λέγαμε σπυροειδής· ἐξάπαντος ὄχι κυκλική. 

Ὑπάρχει ἐξέλιξη. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἀέναη, χωρὶς σταματημό. 

Ἀλλ' εἶναι λυπηρὸ ὁ μακρινὸς παπποῦς μας νὰ συνέλαβε πρὶν ἀπὸ 2.500 περίπου χρόνια τὴν μεγαλειώδη αὐτὴ ἰδέα τοῦ ἀεὶ γίγνεσθαι, καὶ σήμερα (ἀκόμη καὶ σήμερα, ἐν ἔτει 2023) πολλοὶ ἐκ τῶν χριστιανῶν νὰ ἔχουν ἀντιλήψεις στατικές· νὰ πιστεύουν, ἂς ποῦμε, ὅτι μετὰ τὴν Δευτέρα τοῦ Χριστοῦ Παρουσία τὰ πράγματα θὰ «κλειδώσουν» τρόπον τινά. Σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει ἐξέλιξη ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, ἀλλὰ ἀγκύλωση καὶ στασιμότης. 

Δὲν ὑπάρχει στασιμότης, ἀγαπητοί. Ἡ στασιμότης εἶναι νέκρα, ἀπραξία, θάνατος, καὶ ὁ Θεὸς ἔφτιαξε ζωή. Ἡ ζωὴ εἶναι κίνηση. Δὲν ὁρίζεται ἡ ζωή, δὲν ὑπάρχει ὁρισμὸς γι’ αὐτήν, ὅμως τὸ κύριο χαρακτηριστικό της εἶναι ἡ κίνηση. Κίνηση καὶ ζωὴ ταυτίζονται.

Ὁ Ἡράκλειτος ἔλεγε· «καὶ ὁ κυκεὼν διίσταται (μὴ) κινούμενος» (καὶ ὁ κυκεὼν διαλύεται ὅταν δὲν κινεῖται).
κυκεών ἦταν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ ποτὸ ἢ ζωμὸς ποικίλης πυκνότητος, ποὺ συνήθως παρασκευάζονταν μὲ κρασί, χοντροαλεσμένο κριθάρι, κατσικίσιο τυρί, ἐνίοτε καὶ μέλι ἢ ἀρωματικὰ φυτά. Ὀνομάζονταν κυκεὼν ἐκ τοῦ ὅτι ἔπρεπε διαρκῶς νὰ τὸ ἀνακινοῦν (ἀνακατεύουν)· κυκῶ (-άω) σημαίνει ἀνακατεύω. Γι’ αὐτὸ καὶ σήμερα, χρησιμοποιῶντας μεταφορικὰ τὴν λέξη, δηλώνουμε μὲ αὐτὴν ἕνα ἄτακτο σύμφυρμα ἀνομίων πραγμάτων, τὴν (ἀνα)ταραχή, τὴν ἀνακατωσούρα. Ὁ Ἡράκλειτος μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ κυκεῶνος παραπέμπει στὴν ἀνάδευση (ἀνακίνηση) τοῦ σύμπαντος, διὰ τῆς ὁποίας αὐτὸ συντηρεῖ τὴν ὁμοιομορφία του.

Σίγουρα πάντως κάθε τι ποὺ δὲν κινεῖται, πεθαίνει. Καὶ τὸ αὐτοκίνητό σου ἂν τὸ ἀφήσεις σὲ ἀκινησία, θὰ σκουριάσει καὶ θὰ ἀποσυντεθεῖ.

Πῶς λοιπὸν μπορεῖ ἕνας χριστιανὸς νὰ δίνει γιὰ τὸν Παράδεισο καὶ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ τὴν εἰκόνα μιᾶς ἀκινησίας, μιᾶς ἐπίπεδης (flat) κατάστασης, μιᾶς ρουτίνας ἐν τέλει;

Πῶς τότε οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴ βγάζουν ἀνέκδοτα σὰν κι αὐτό;

Πέθανε, λέει, κάποιος καὶ πῆγε στὸν ἄλλον κόσμο. Τοῦ ἔδειξαν πρῶτα τὴν κόλαση. Ἐκεῖ εἶδε κόσμο πολύ, γλέντια, χορούς, φαγοπότι, ξεφάντωμα. Τὸν πῆγαν καὶ στὸν παράδεισο. Εἶδε 5-6 γεροντάκια καθισμένα κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο. Καλά, λέει, στὴν κόλαση, γλέντια, τραγούδια, χορός, μουσική, μπουζούκια, κλαρίνα, βιολιά, χαμός, ἐδῶ τίποτα; Καὶ τί θὲς νὰ κάνουμε, τοῦ λένε· νὰ φέρουμε ὁλόκληρη ὀρχήστρα γιὰ 5 ἄτομα!

Τέτοια εἰκόνα δίνουμε μὲ τὶς πεπλανημένες ἀντιλήψεις μας. Ἄλλη ὅμως εἶναι ἡ ἀληθινή.

Ἡ πορεία μας δὲν ἔχει τέλος. Εἶναι ταξίδι αἰώνιο, ἀτελεύτητος τελειότης, πηγεμὸς ἀγήρατος, περίπατος ἄληκτος, πνοὴ καὶ φτερούγισμα ἐκστατικῆς ὁρμῆς, ἀμάχητη ἐρωτικὴ φορὰ πρὸς τὸ ἄπειρον κάλλος ποὺ καὶ κινεῖ τὰ πάντα. 

Ἀκινησία δὲν ὑπάρχει.

«Τὰ πάντα ῥεῖ»!

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Τὰ ἄρθρα δὲν εἶναι πραγματεῖες, ὥστε νὰ ἐξαντλοῦν ἕνα θέμα. Περισσότερο προβληματισμοὺς εἰσάγουν καὶ ἀφορμὲς γιὰ σκέψη καὶ διάλογο. Γι' αὐτὸ καὶ τὰ καλοπροαίρετα σχόλια εἶναι εὐπρόσδεκτα ἐδῶ, μᾶλλον δὲ καὶ ἐπιθυμητά. Εὐπρόσδεκτες ἐπίσης εἶναι καὶ οἱ ἐρωτήσεις. Ὁ δὲ διάλογος ἐνθαρρύνεται ὅλως ἰδιαιτέρως .

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Προσοχὴ στὰ ΑΜΗΝ τοῦ Facebook!

Ὁμοφυλοφιλία καὶ ὁμοφυλόφιλοι

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἱεροὶ κανόνες γιὰ τὴν ὁμοφυλοφιλία