Ἐραστὴς

 

π. Δημήτριος Ν. Θεοδωρόπουλος


Παραμένουμε (καὶ ἐπιμένουμε) στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Ὄχι μόνο γιὰ νὰ φωτίσουμε πτυχὲς τοῦ θέματός μας, ἀλλὰ καὶ πρὸς ἄρσιν παρεξηγήσεων ― κάποιοι ἔχουν βγάλει ὅλους τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες παιδεραστὲς καὶ ὁμοφυλόφιλους.

Πρὸς διασκέδασιν αὐτῶν τῶν παρεξηγήσεων καὶ παρερμηνειῶν εἶναι ἀπαραίτη ἡ ἀποσαφήνιση κάποιων ὅρων.

Ἐραστὴς

Στὰ κείμενα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας ἡ λέξη ἐραστὴς δὲν παραπέμπει πάντα στὴν σαρκικὴ μείξη. Ἡ ἔννοια τοῦ ἐραστοῦ ταυτίζονταν, στὸν χῶρο τῆς ἀγωγῆς κυρίως, μὲ αὐτὴν τοῦ φιλήτορος. Φιλήτωρ ἦταν ὁ διδάσκαλος ποὺ ἐπέλεγε τὸν ἔφηβο καὶ στὴν συνέχεια ἀνακοίνωνε τὴν ἀπόφασή του αὐτὴ στοὺς γονεῖς του. Ἡ λέξη προέρχεται ἀπὸ τὸ ἦτορ, ποὺ σημαίνει «καρδιά». Ἄρα φιλήτωρ εἶναι αὐτὸς ποὺ φιλεῖ, ἤτοι ἀγαπᾶ καρδιακά. Οἱ γονεῖς τοῦ νέου συμφωνοῦσαν μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ φιλήτορος ἢ ὄχι. 

Ὁ νέος ποὺ γι’ αὐτὸν δὲν θὰ βρισκόταν φιλήτωρ, αἰσθανόταν μεγάλη ντροπή. Σκοπὸς τῆς παιδαγωγικῆς σχέσεως ποὺ ἀναπτύσσονταν, ἦταν ἡ σωματική, ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ καλλιέργεια τοῦ νέου· νὰ παιδαγωγηθεῖ ὡς πολίτης, ὡς πολεμιστής, ὡς ἐπιστήμων, καλλιτέχνης, φιλόσοφος. Γενικώτερος σκοπὸς τῆς παιδείας ἦταν ἡ ἄσκηση τῆς ἀρετῆς· νὰ γίνει ὁ νέος «καλὸς κἀγαθός». Μὰ πάνω ἀπ’ ὅλα, θὰ μᾶς πεῖ ὁ θεῖος Πλάτων, σκοπὸς πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀνάβασις ἡ πνευματικὴ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν θεωρία (θέαση) τοῦ θείου φωτὸς (Συμπόσιον 210a-212c). Καὶ εἶναι τόσο χριστιανικὸ αὐτὸ ποὺ λέει! Μὲ μία προϋπόθεση βέβαια, ὅτι θὰ ἐννοήσουμε τὸ θεῖον φῶς ὡς ἄκτιστον, κάτι ποὺ ἐκεῖνος δὲν μποροῦσε φυσικὰ νὰ διανοηθεῖ, ὡς ζῶν πρὸ Χριστοῦ.

Ἡ σχέση μὲ τὸν διδάσκαλο (ἢ φιλήτορα ἢ ἐραστὴ) ὀνομάζονταν ἔρως· ὅμως δὲν εἶχε (σύμφωνα μὲ τὴν μονομερῆ ἀντίληψη κάποιων) σαρκικὸν χαρακτῆρα, παρὰ μόνον ὅταν ὑπῆρχαν παρεκτροπές, οἱ ὁποῖες καὶ τιμωροῦνταν ἀπὸ τὸν νόμο, ὅπως εἴπαμε. Ἦταν ἕνας παιδαγωγικὸς ἔρως, πνευματικός, καὶ μία φιλία ποὺ τὸ ἰδανικὸ ἦταν νὰ κρατήσει γιὰ πάντα. Ἀλλὰ καὶ ἂν (ἢ ὅταν) ἀκόμη συμπαρομαρτοῦσε τὸ σαρκικὸ στοιχεῖο, ἡ προοπτικὴ ἦταν ἡ ἴδια· πνευματικὴ ἐξάπαντος καὶ ὄχι ἡδονική.

Θὰ διαβάσουμε στὰ κείμενα ὅτι ὁ ἔρως αὐτὸς ξεκινοῦσε ἀπὸ τὰ γυμνὰ κορμιὰ τῶν νέων, ποὺ ἐμφανίζονταν στὰ γυμναστήρια (ἀπὸ τὸ γυμνὸς παράγεται ἡ λέξη γυμναστήριον). 

Ἀπὸ ἐδῶ ξεκινοῦν πολλὲς παρεξηγήσεις. Καὶ τοῦτο, διότι ἀγνοεῖται ἢ λησμονεῖται ἢ καὶ σκοπίμως παραθεωρεῖται τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ κάλλος τοῦ σώματος γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες κατόπτριζε ἐκεῖνο τῆς ψυχῆς, ἦταν ἔκφραση τῶν ψυχικῶν ἀρετῶν.

Καλὸν κἀγαθὸν 

Οἱ ἀρχαῖοι χρησιμοποιοῦσαν τὴν λέξη καλὸν γιὰ νὰ δηλώσουν τὸ κάλλος, τὴν ὡραιότητα· ἀλλὰ καὶ τὴν εὐπρέπεια, τὴν ἁρμονία, τὴν λαμπρότητα. Καλὸς δὲν ἦταν μόνον ὁ ὡραῖος, ὁ ἔχων τὸ ἐξωτερικὸν κάλλος, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ποὺ ἀντανακλοῦσε τὶς ἠθικὲς ἀρετές.

Βέβαια θὰ πρέπει νὰ διακρίνουμε τὸ καλὸν ἀπὸ τὸ ἀγαθόν, κάτι ποὺ δὲν εἶναι καὶ τόσο εὔκολο, καθὼς σὲ πολλὲς περιπτώσεις φαίνεται πὼς συμπίπτουν ὡς ἔννοιες. Τὸ ἀγαθὸν πάντως εἶναι κάτι βαθύτερο καὶ ἀναφέρεται κατ’ ἐξοχὴν στὰ πρόσωπα· ἀναφέρεται ὅμως καὶ στὰ πράγματα. Ἐπίσης, δὲν ἔχει κάτι τὸ ἐξωτερικό, ὅπως τὸ καλόν. Μὲ τὴν λέξη ἀγαθὸς οἱ ἀρχαῖοι ἐννοοῦσαν ὅ,τι καὶ ἐμεῖς σήμερα μὲ τὴν λέξη καλὸς ㅡ ἐξ οὗ καὶ ἡ σύγχυσις. Ἐννοοῦσαν ἀκόμη τὸν πρᾶο, τὸν εὐγενῆ, τὸν ἄξιο, τὸν ἱκανό, τὸν γενναῖο, τὸν ἀνδρεῖο, τὸν ἀκέραιο, τὸν ἠθικό. Ὁ Πλάτων συνέδεε τὸν ἔρωτα μὲ τὸ ἀγαθόν.

Ὁ φιλήτωρ λοιπὸν ἐπέλεγε μὲ αὐτὸ κυρίως τὸ κριτήριο τὸν ἔφηβο. Ἦταν σχεδὸν βέβαιος ὅτι τὸ σωματικό του κάλλος μαρτυροῦσε ἀψευδῶς τὰ ψυχικὰ χαρίσματα καὶ τὸ ἦθος του· ὅτι ἦταν γῆ ἀγαθή, τὴν ὁποίαν θὰ μποροῦσε νὰ καλλιεργήσει, ὥστε νὰ δώσει καρποὺς ἀρετῆς μέσα ἀπὸ τὴν σχέση τῆς μαθητείας ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἀναπτυχθεῖ. Ἡ καλλονὴ τοῦ σώματος δηλαδὴ γεννοῦσε τὸν ἔρωτα στὴν ψυχὴ τοῦ φιλήτορος. Ποιόν ἔρωτα ὅμως, τὸν αἰσθησιακό; Ὑποτίθεται ὅτι ὁ φιλήτωρ ἦταν «φτασμένος», εἶχε δηλαδὴ ἀνέλθει στὸν ὑψηλότερο ἀναβαθμὸ τῆς ἐρωτικῆς κλίμακος ποὺ περιγράφει ὁ Πλάτων στὸ Συμπόσιον. Ὁ ρόλος του ἦταν νὰ ἀνεβάσει ἐκεῖ καὶ τὸν νέον, ὄχι νὰ τὸν καθηλώσει στὸν κόσμο τῶν αἰσθήσεων.

Ὁ ἔρως συνδέεται πάντα μὲ τὴν σπορά, τὴν σύλληψη, τὴν κυοφορία καὶ τὸν τόκο (τοκετό). Ὅπως ἀκριβῶς στὸν φυσικὸ ἔρωτα ὁ ἐραστὴς (ἀνὴρ) σπείρει καὶ ἡ γυνὴ κυοφορεῖ καὶ τίκτει, ἔτσι καὶ στὸν ἔρωτα αὐτὸν ὁ ἐραστὴς (παιδαγωγὸς) σπείρει στὴν ψυχὴ τοῦ νέου καὶ ἐκεῖνος κυοφορεῖ τὸν σπόρο τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως, μὲ σκοπὸ τὸν «τόκον ἐν τῷ καλῷ» (Συμπόσιον 206b). Ὁ φιλήτωρ (ἐραστὴς) ὑποβάλλεται σὲ τόσο κόπο, ὑποβάλλει δὲ καὶ τὸν μαθητή του στὸν μόχθο τῆς ἐπίπονης ἀνάβασης, μὲ σκοπὸ τὴν πνευματικὴ τεκνογονία. Ὅ,τι καρπὸ δώσουν τὰ τέκνα του, θὰ εἶναι δικά του πνευματικὰ ἔκγονα. Οἱ ἐρωμένοι του (μαθητὲς) εἶναι πνευματικά του τέκνα. Γίνεται πολύτεκνος, καὶ ἀξίζει τὸν κόπο!

Ὅσοι δὲν μποροῦν ἢ δὲν θέλουν νὰ ἑρμηνεύσουν ἔτσι τὴν σχέση αὐτή, ἀλλὰ παραμένουν στὰ «σαρκικά», περιορίζουν μόνοι τὸν ὁρίζοντά τους.

Ἀναλογία τῆς σχέσεως φιλήτορος καὶ ἐφήβου θὰ βρεῖ κανεὶς στὴν σχέση τοῦ πνευματικοῦ πατρὸς (ἱερέως) μὲ τὰ πνευματικά του τέκνα. Καὶ αὐτὸς πολύτεκνος εἶναι. Καὶ μεγαλώνει τὰ παιδιά του μὲ κόπο πολὺ καὶ ἀγωνία. Καὶ στὴν σχέση αὐτὴ ὑπάρχει, μαζὶ μὲ τὸ πατρικό, καὶ τὸ ἐρωτικὸ στοιχεῖο. Εἶναι σχέση ποὺ ἀναπτύσσεται ἐν τῷ ἔρωτι τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν «τόκον ἐν τῷ καλῷ» ἀποζητοῦσα πάλιν. Ἂν δὲν εἶναι, δὲν ἀξίζει. Ἂν εἶναι μηχανιστική, νομικιστική, ἠθικιστικὴ καὶ εὐσεβιστική, δὲν ἀξίζει. Ἂν οἱ ἐν τῷ κόσμῳ ἀνέραστες σχέσεις εἶναι ἀπωθητικὲς καὶ ἀθέλγητρες, πόσῳ μᾶλλον ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ;

Στὸ ἐξωτερικὸ κάλλος λοιπὸν εἶχε τὴν ἀφετηρία της ἡ σχέση διδασκάλου καὶ μαθητοῦ· ἀπὸ ἐκεῖ ξεκινοῦσε ἡ πνευματικὴ ἀνάβασις. Εἴδαμε ὅτι καὶ ὁ μῦθος τοῦ Γανυμήδη αὐτὴν τὴν ἀλήθεια ἀπηχεῖ, σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνεία ποὺ δίνει ὁ Σωκράτης. Μέσα ἀπὸ τὸ σωματικὸ κάλλος ὁ Ζεὺς διέγνωσε τὸν στολισμὸ τῆς ψυχῆς.

Σῶμα

Ἡ λέξη σῶμα στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα σήμαινε καὶ τὸ πρόσωπο· τὸ πρόσωπο ὄχι μόνον ὡς ὄψη (face). Τὸ ὡραῖο σῶμα ἦταν καθρέφτης τῆς ψυχῆς τοῦ νέου, ἔκφρασή της· μία ὁρατὴ ψυχή, θὰ λέγαμε.

Ἔχει βαθιὰ φιλοσοφία τὸ πρᾶγμα αὐτό. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δὲν στράφηκαν καλλιτεχνικὰ τόσο πολὺ στὴν φύση, ὅσο στὸν ἄνθρωπο, στὸ ἀνθρώπινο σῶμα. Διεῖδαν ὅτι ὅλα τὰ κτίσματα «διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ», κατ’ ἐξοχὴν ὅμως ὁ ἄνθρωπος, ἡ κορωνὶς τῆς δημιουργίας. Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα λοιπόν, καὶ δὴ τὸ ὡραῖο, ἦταν γι’ αὐτοὺς σκηνὴ ἀποκαλύψεως τοῦ θείου κάλλους. Γι’ αὐτὸ φιλοτέχνησαν τὰ ἀπείρου ὡραιότητος ἐκεῖνα γλυπτὰ καὶ ἀγάλματα ㅡ καὶ ὄχι μόνον. Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ ἀφιέρωσαν στοὺς θεούς τους, γι’ αὐτὸ καὶ τὰ προσκυνοῦσαν· ἀποτελοῦσαν θέατρο δυναμικῆς φανέρωσης τῆς οὐρανίου ἐλλάμψεως. 

Ὅταν λοιπὸν ἔτσι ἐθεώρη τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ὁ ἀρχαῖος Ἕλλην, πῶς νὰ μὴν ἀναζητεῖ σ’ αὐτὸ τὴν ψυχικὴ ὡραιότητα; Δὲν ταύτιζε βέβαια ἀπόλυτα τὸ σωματικὸ μὲ τὸ ψυχικὸ κάλλος. Γνώριζε ὅτι εἶναι δυνατὸν μέσα σὲ ἕνα ὡραῖο σῶμα νὰ κατοικεῖ ἡ φαυλότης. Στὸ ἄσχημο πάντως σῶμα ποτὲ δὲν ἤλπιζε ὅτι θὰ βρεῖ μίαν ὡραία ψυχή. Αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ χωρέσει.

Τὸ χωροῦσε μόνον καὶ τὸ ἐγνώριζε ἐκεῖνος ποὺ εἶχε ἀναβεῖ τὴν κλίμακα, ἐκεῖνος ποὺ εἶχε γευθεῖ τὸν ψυχικὸ καὶ νοητὸ ἔρωτα, εἶχε ἀρθεῖ, μὲ ἄλλα λόγια, ἀπὸ τὸ αἰσθητὸ στὸ ψυχικὸ ἐπίπεδο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ σ' αὐτὸ τοῦ νοητοῦ κάλλους. Κοιτῶντας ἀπὸ ψηλὰ μποροῦσε πλέον νὰ διακρίνει καὶ νὰ ἐκτιμήσει τὰ ψυχικὰ χαρίσματα ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ δὲν ἦταν καὶ τόσο ὡραῖος στὸ σῶμα. Ὅταν κοιτᾶς ἀπὸ ψηλά, ἔχεις ἄλλη θέα, ἄλλον ὁρίζοντα, βλέπεις τὰ πάντα. Ἀπὸ κάτω δὲν μπορεῖς νὰ δεῖς καθαρὰ τὰ πάνω, δὲν μπορεῖς νὰ διακρίνεις τὴν ὀμορφιὰ ποὺ μπορεῖ νὰ κρύβεται σὲ κάτι ποὺ ἐξωτερικὰ δὲν φαίνεται καὶ τόσο ὄμορφο. Συμβαίνει πολλὲς φορὲς ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἀντικειμενικὰ δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ λέμε ὡραῖος, ὅταν ἀνοίξει τὸ στόμα του καὶ μιλήσει, νὰ γίνει τόσο ἀστραφερός, ἱλαρὸς καὶ ὄμορφος. Πολλὲς φορὲς κάποιοι ἐρωτεύτηκαν ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἐξωτερικὰ δὲν ἦταν τοῦ γούστου τους, εἶχε ὅμως ψυχικὰ καὶ πνευματικὰ χαρίσματα ποὺ τὸν ἔκαναν ὄμορφο. Γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς βέβαια ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ὄμορφοι ὡς εἰκόνες Θεοῦ. Δὲν περιμένουμε νὰ δοῦμε τὴν ὀμορφιὰ μέσα τους, τὴν φωτίζουμε μὲ τὴν δική μας ἀγάπη ποὺ τὰ κάνει ὅλα ὄμορφα.

Τὸ πρᾶγμα λοιπὸν ἔχει πνευματικὲς διαστάσεις καὶ δὲν περιορίζεται στὴν σάρκα, ὅπως κάποιοι ἀδαῶς ἢ καὶ τεχνηέντως ὑπονοοῦν. 

Διότι, πεῖτε μου, πῶς θὰ ἑρμηνεύσουμε τὴν φράση τοῦ Συμποσίου, «Σωκράτους ἐραστὴς ὢν ἐν τοῖς μάλιστα τῶν τότε» (173b); Ἀναφέρεται στὸν Ἀριστόδημο καὶ λέει ὅτι ἦταν ἐραστὴς τοῦ Σωκράτους. Τί ἐννοεῖ; Ἦταν ἐρωτικός του σύντροφος, ἀγαπητικός του; Οὐδεὶς ποτὲ τῶν φιλολόγων διενοήθη νὰ προσδώσει τέτοιο νόημα στὸν στίχο αὐτόν· ἀλλὰ μεταφράζουν κατὰ τὰ ἀκόλουθα παραδείγματα: «ἦταν θαυμαστὴς τοῦ Σωκράτους ἀπὸ τοὺς πιὸ ἐνθουσιώδεις τῆς ἐποχῆς»· ἢ «ὄντας ἐρωτευμένος μὲ τὸν Σωκράτη καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς πιὸ παθιασμένους τότε».  

Τὸ «ὄντας ἐρωτευμένος μὲ τὸν Σωκράτη» δὲν προσδίδει χροιὰ σαρκικοῦ ἔρωτος, ἀλλὰ θαυμασμό, ἀφοσίωση, ἀγάπη πρὸς τὸν διδάσκαλο. Καὶ σήμερα λέμε: «Εἶμαι ἐρωτευμένος μὲ τὸν Παπαδιαμάντη, τὸν Σεφέρη, τὸν Ἐλύτη κ.λπ.». 

Ἀλλοῦ διαβάζουμε ὅτι ὁ Σωκράτης ὑπῆρξε ἐραστὴς πολλῶν νέων. Σημαίνει κάτι αὐτό; Ἂν ὁ Σωκράτης τελικὰ εἶχε τόσους πολλοὺς ἐραστὲς καὶ ἄλλους τόσους ἐρωμένους ㅡ ὁπότε καὶ θὰ ἦταν αὐτὸ ποὺ σήμερα λέμε «ἀμφισεξουαλικός» ㅡ, θὰ ἔπρεπε «ἀπὸ φυλακῆς πρωΐας μέχρι νυκτὸς» νὰ συγκυλίεται. Ὄχι, βέβαια! Στὴν ἀγορὰ ξημεροβραδιάζονταν εἰς κοινὴν πάντων θέαν.

Ἂς μὴ προσπεράσουμε ὅμως ㅡ ἔχει τὴν ἀξία του ㅡ τὸ ὅτι καὶ ὁ διδάσκαλος καλοῦνταν ἐραστὴς καὶ ὁ μαθητής. Ποίου ἐραστής; Τοῦ ψυχικοῦ κάλλους. Ὁ μαθητὴς ἦταν ἐρωτευμένος μὲ τὸν διδάσκαλο καὶ ὁ διδάσκαλος μὲ τὸν μαθητή. Καὶ σήμερα πολλοὶ εἶναι ἐρωτευμένοι μὲ τὸν Πλάτωνα, τὸν Ἀριστοτέλη, τὸν Εὐριπίδη, τὸν Σοφοκλῆ καὶ ἄλλους πολλοὺς τῶν χρόνων ἐκείνων ㅡ καὶ ὄχι μόνον. Τί σημαίνει αὐτὸ; Σημαίνει ὅτι εἶναι ἐραστὲς τοῦ ἔργου τους· «ἐραστὴς τῆς τέχνης», λέμε, «τοῦ ἀθλητισμοῦ, τῆς ποίησης, τῆς σοφίας, τῆς ἀλήθειας, τοῦ πνεύματος».

Κοιτάξτε κάτι παρόμοιο στὸν στίχο 173b τοῦ Συμποσίου, ποὺ παραπάνω ἀναφέραμε. Γιὰ νὰ δηλώσει ὁ συγγραφεὺς ὅτι στὸ δεῖπνο ἦταν παρὼν καὶ ὁ Ἀριστόδημος, λέει: «παρεγεγόνει δ᾽ ἐν τῇ συνουσίᾳ». Σήμερα, ὅταν λέμε «συνουσία», ἐννοοῦμε καθαρὰ καὶ μόνον τὴν πλήρη σαρκικὴ μείξη· πολλὲς φορὲς ἀποφεύγεται μάλιστα ἡ χρήση τῆς λέξεως γιὰ λόγους συστολῆς, ἢ σεμνοτυφίας ἔστω. Τότε ὅμως μὲ αὐτὴν ἐννοοῦσαν τὸ συμπόσιο, τὴν συνεστίαση, τὸ δεῖπνο, τὸ σύνδειπνο, τὴν συνομιλία ἀκόμη καὶ ἄλλα παρόμοια (πρβλ. στίχ. 172a, 172b, 172c, 173a κ.ἄ. τοῦ Συμποσίου). Ἂν ἑρμηνεύσουμε ἀναχρονιστικῶς, προβάλλοντας δηλαδὴ τὴν σημερινὴ σημασία τῆς συνουσίας στὸ μακρινὸ ἐκεῖνο παρελθόν, θὰ ἐννοήσουμε ὅτι στὸ σπίτι τοῦ Ἀγάθωνος οἱ συνδαιτημόνες πῆγαν γιὰ νὰ συμμετάσχουν σὲ ὄργια!

Κάποιοι δυστυχῶς βλέπουν παντοῦ σαρκικὲς σχέσεις. Λὲς καὶ δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο αὐτὸν τίποτε ἄλλο. Ὁ ἔρως γι’ αὐτοὺς ἔχει μόνον αἰσθησιακὴ ἀξία. Γιὰ τὸν Πλάτωνα ὅμως εἶναι ὄχημα ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ ἀνεβάσει εἰς ὕψος μέγα, ἕως αὐτὴν τὴν σφαῖρα τοῦ θείου. Σὲ παίρνει στὰ φτερά του καὶ σὲ ὁδηγεῖ στὴν λαμπρότητα, σὲ κάνει μύστη τῆς θείας ἐλλάμψεως.

Μὴ τοῦ κόβουμε τὰ φτερὰ καὶ τὸν ἀφήνουμε νὰ κυλίεται στὴν χαμέρπεια!

(Συνεχίζεται)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Προσοχὴ στὰ ΑΜΗΝ τοῦ Facebook!

Ὁμοφυλοφιλία καὶ ὁμοφυλόφιλοι

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἱεροὶ κανόνες γιὰ τὴν ὁμοφυλοφιλία