Ἡ ὁμοφυλοφιλία στὴν Καινὴ Διαθήκη

 

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου


Εἴδαμε πῶς ἀντιμετώπιζε τὸ φαινόμενο τῆς ὁμοφυλοφιλίας ὁ ἀρχαῖος κόσμος. Ὄχι παντοῦ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, οὔτε ἔχοντας πάντοτε τὴν ἴδια στάση ἀπέναντί του. Ἄλλοτε αὐστηρά, ἄλλοτε πιὸ αὐστηρὰ ἀκόμη, ἄλλοτε πιὸ χαλαρὰ κ.ο.κ.

Τώρα ἂς δοῦμε πῶς τὸ ἀντιμετώπισε ὁ μετὰ Χριστὸν κόσμος, ὁ χριστιανικός, ὁ κόσμος τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἄλλως εἰπεῖν.

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δὲν ἔκανε ποτὲ ἰδιαίτερο λόγο γιὰ τὸ θέμα αὐτό, γεγονὸς τὸ ὁποῖο χρησιμοποιοῦν κάποιοι ὡς δικαιολογία. Νά, λένε, πουθενὰ ὁ Χριστὸς δὲν καταδικάζει τὴν ὁμοφυλοφιλία, πουθενὰ δὲν μίλησε γι’ αὐτήν.

Τὸ ἐν λόγῳ φαινόμενο ὅμως ἦταν αὐτονοήτως καταδικαστέο ἐκείνη τὴν ἐποχὴ καὶ ἰδιαίτερα στὶς τάξεις τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ. Τί νὰ πεῖ ὁ Κύριος; Καὶ γιὰ ἄλλα πράγματα δὲν εἶπε. Εἶπε τίποτε γιὰ τὴν κτηνοβασία, λόγου χάριν, ἢ τὴν αἱμομιξία καὶ τόσα ἄλλα; Δὲν στέκει λοιπὸν αὐτὸ ὡς ἐπιχείρημα.

Καινὴ Διαθήκη ἐπίσης δὲν εἶναι μόνον τὰ τέσσερα εὐαγγέλια, ὅπου καὶ οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου. Εἶναι καὶ τὰ ὑπόλοιπα 23 βιβλία της (Κανὼν Καινῆς Διαθήκης), ἀλλὰ καὶ ἡ λοιπὴ ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση, ἡ ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία.

Καὶ ἀκόμη, ἂς μὴ ξεχνοῦμε ὅτι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι σπόρος. Ὁ δὲ σπόρος καλλιεργεῖται καὶ βλαστάνει, αὐξάνεται καὶ γίνεται ὁλόκληρο δένδρο. Οἱ ρίζες, ὁ κορμός, τὰ κλαδιά, τὰ φύλλα, τὰ ἄνθη καὶ οἱ καρποὶ αὐτοῦ τοῦ δένδρου εἶναι ἀκριβῶς ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων ἀποστόλων, τῶν θεοφόρων πατέρων καὶ τῶν λοιπῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας. Ζωογόνοι χυμοὶ αὐτοῦ τοῦ δένδρου εἶναι οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ὅσα διαβάζουμε στὴν Καινὴ Διαθήκη εἶναι καρπὸς ἁγιοπνευματικός, Θεοῦ σοφία καὶ δύναμις. Τὸ Πνεῦμα ἐνέπνευσε τοὺς ἱεροὺς συγγραφεῖς. 

Ὅμως δὲν εἶναι μόνον ἡ Καινὴ Διαθήκη. Ὑπάρχει καὶ ἡ πατερικὴ παράδοση· καὶ αὐτὴ εἶναι καρπὸς ἁγιοπνευματικῆς καλλιέργειας. Ἡ Ἐκκλησία μάλιστα ἔχει σφραγίσει μὲ τὸ κῦρος της τὰ αὐθεντικὰ κείμενα αὐτῆς τῆς παραδόσεως. Ἐν τέλει, μία καὶ ἀδιαίρετη εἶναι ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὸν σπόρο μέχρι τοὺς καρπούς.

Γι' αὐτό, ἂς μὴ ψάχνουμε μεμονωμένως στὶς γραμμὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης γιὰ ἐπισταμένες ἀναφορὲς στὸ ζήτημα τῆς ὁμοφυλοφιλίας. Ὁ ὅρος αὐτὸς ἄλλωστε δὲν ὑπῆρχε τότε, ἔχουμε πεῖ, πλάσθηκε τὸν 19ο αἰῶνα. 

Ὁ Κύριος μᾶς θυμίζει μόνο μέσα στὶς γραμμὲς τῶν ἱερῶν εὐαγγελίων ὅτι ὁ Θεὸς ἐποίησεν «ἀπ’ ἀρχῆς ἄρσεν καὶ θῆλυ»· δὲν ἔφτιαξε καὶ κάποιο τρίτο φῦλο (βλ. Ματθ. ιθ΄ 4. Μάρκ. ι΄ 6).

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος πάλι σὲ τρεῖς ἐπιστολές του ἀναφέρεται στὸ θέμα αὐτὸ ἐντάσσοντάς το στὸ γενικώτερο πλαίσιο τῆς ἁμαρτίας καὶ εἰδικώτερα σ’ ἐκεῖνο τῆς πορνείας. Ρητῶς δὲ καὶ κατηγορηματικῶς τὸ συνδέει μὲ τὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας.  

Τέλος, σχετικὴ νύξη κάνει ὁ ἀπόστολος Ἰούδας στὴν ἐπιστολή του.

Ἂς δοῦμε αὐτὲς τὶς τέσσερεις ἀποστολικὲς ἀναφορές.

Ρωμαίους α΄ 18-32

Ἡ πρώτη ἀπαντᾶ στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. 

Γνωρίζοντας βαθιὰ ὁ θεῖος ἀπόστολος ὅτι ἀπευθύνεται σὲ πρώην εἰδωλολάτρες, κατοίκους μιᾶς πόλεως ποὺ ὑπῆρξε βασίλειον τῆς ἐξαχρειώσεως, κάνει ἐξ ἀρχῆς λόγο γιὰ τὰ ἀτιμωτικὰ πάθη τῆς εἰδωλολατρίας.

Θεωρεῖ ὅτι καὶ οἱ εἰδωλολάτρες (οἱ σοφοὶ μάλιστα ἐξ αὐτῶν) θὰ ἔπρεπε νὰ λατρεύουν τὸν ἀληθινὸ Θεό, τοῦ ὁποίου τὴν δύναμη, τὴν σοφία καὶ τὸ κάλλος μπορεῖ ὁ καθεὶς ν’ ἀντιληφθεῖ ἀτενίζοντας τὸ μεγαλεῖο τῶν ὑπ’ αὐτοῦ γενομένων κτισμάτων. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ἔνιωσαν βαθιὰ μέσα τους τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ ἀντικρίζοντας τὸ κάλλος τῶν κτισμάτων του. Πρῶτος καὶ καλύτερος ὁ προπάτωρ Ἀβραάμ. Εἰδωλολάτρης ἦταν, δὲν γνώριζε τὸν ἀληθινὸ Θεό, ὅμως αἰσθάνθηκε τὸ μεγαλεῖο του, καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς τοῦ ἀπεκαλύφθη. Ὅταν κανεὶς εἶναι γνήσιος καὶ ἀληθὴς ἐραστὴς τοῦ φυσικοῦ κάλλους, μπορεῖ νὰ ὁδηγηθεῖ καὶ στὸ ὑπέρτατον κάλλος, ποὺ εἶναι ὁ Θεός. 

Στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του ὁ Παῦλος ἐπισημαίνει ὅτι ὅση περὶ Θεοῦ γνώση μποροῦσε νὰ ἀποκτήσει μὲ τὴν πεπερασμένη δύναμη τοῦ νοῦ του ὁ ἄνθρωπος, τοῦ τὴν φανέρωσε ὁ Θεός· καὶ τοῦ τὴν φανέρωσε μέσῳ τῶν κτισμάτων. «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα. Ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ ἐρεύγεται ῥῆμα, καὶ νὺξ νυκτὶ ἀναγγέλλει γνῶσιν» (Ψάλμ. ιη΄ 2-3). Ὅλα τὰ δημιουργήματα «διηγοῦνται» (διαβοοῦν) τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.

Συνεπῶς, εἶναι ἀναπολόγητοι ὅσοι δὲν θέλουν νὰ δοῦν διὰ τῆς διανοίας των τὴν ἄπειρη τελειότητα τοῦ Θεοῦ μέσῳ πάντων τῶν ὑπ’ αὐτοῦ ἐν σοφίᾳ ποιηθέντων· «τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται» (Ρωμ. α΄ 20).

Καὶ εἶναι ἀναπολόγητοι, λέει ὁ Παῦλος, διότι ἐνῶ γνώρισαν τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὰ θαυμάσια τῆς δημιουργίας του, δὲν τὸν ἐδόξασαν γιὰ τὶς ἄπειρες τελειότητές του, οὔτε τὸν εὐχαρίστησαν γιὰ τὶς τόσες εὐεργεσίες του, ἀλλὰ σκοτίσθηκε ἡ διάνοιά τους ἐξ αἰτίας τῶν ματαίων, ψευδῶν καὶ πεπλανημένων συλλογισμῶν τους, οἱ ὁποῖοι καὶ τοὺς κατέδειξαν μωροὺς καὶ ἀνοήτους, παρότι ἰσχυρίζονται σφόδρα πὼς εἶναι σοφοί. Αὐτοὶ ἀντήλλαξαν τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ μὲ τὰ ποικιλώνυμα ἀγάλματα, τὰ εἰκονίζοντα φθαρτοὺς ἀνθρώπους καὶ πετεινὰ καὶ τετράποδα τῆς γῆς καὶ ἑρπετά. «Ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα», γιὰ νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὸ ὡραῖο τροπάριο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀντικατέστησαν, ἄλλως εἰπεῖν, τὸν ἀληθινὸ Θεὸ μὲ τοὺς ψευδεῖς θεοὺς τῶν εἰδώλων.

Ὅλα αὐτά, λέει, εἶναι ἡ αἰτία ποὺ ἀπέσυρε ὁ Θεὸς τὴν χάρη του ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς καὶ τοὺς ἄφησε νὰ παραδοθοῦν μὲ τὶς αἰσχρὲς ἐπιθυμίες τῶν καρδιῶν τους στὴν ἀκαθαρσία, ὥστε νὰ ἀτιμάζονται τὰ σώματά τους ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους. Ἐπέτρεψε νὰ παραδοθοῦν «εἰς πάθη ἀτιμίας» (ἀτιμωτικὰ πάθη).

Διότι, συνεχίζει, καὶ οἱ γυναῖκες τους ἄλλαξαν τὴν φυσικὴ σχέση καὶ χρήση εἰς τὴν παρὰ φύσιν καὶ ἐξευτελίσθηκαν μὲ ἀκατανόμαστες ἀσέλγειες.

Κατὰ τὸν ὅμοιο δὲ ἀκριβῶς τρόπο καὶ οἱ ἄρρενες ἄφησαν τὴν φυσικὴ σχέση καὶ χρήση τῆς γυναῖκας καὶ «ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους» (κατακάηκαν ἀπὸ φλόγα ἀκράτητης ἐπιθυμίας μεταξύ τους), «ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι» (πράττοντας ἀρσενικοὶ μὲ ἀρσενικοὺς ἄσχημες καὶ ἄτιμες πράξεις) καὶ λαμβάνοντας τὸν μισθό, ποὺ τοὺς ἄξιζε γιὰ τὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας τους, ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους.

Καὶ ὅπως ἀκριβῶς δὲν ἔκριναν καλὸ καὶ δὲν θέλησαν νὰ κατέχουν τὴν πλήρη καὶ ἀληθῆ γνώση τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἐγκατέλειψε ὁ Θεὸς καὶ παραδόθηκαν «εἰς ἀδόκιμον νοῦν» (νοῦν ἀνίκανο νὰ διακρίνει τὸ ἀληθὲς καὶ τὸ ὀρθόν), μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πράττουν «τὰ μὴ καθήκοντα», δηλαδὴ τὰ ἀπρεπῆ καὶ ἀνήθικα.

Καὶ τελειώνοντας, σημειώνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔχουν κυριευθεῖ ἀπὸ κάθε εἶδος ἁμαρτίας καὶ μολονότι γνώρισαν καλὰ ὅτι ὅσοι πράττουν τέτοια ἔργα εἶναι ἄξιοι θανάτου, ὄχι μόνο τὰ πράττουν, «ἀλλὰ καὶ συνευδοκοῦσι τοῖς πράσσουσι» (ἐπιδοκιμάζουν ἐκείνους ποὺ τὰ πράττουν), δείχνοντας τοιουτοτρόπως ὅτι ὄχι ἀπὸ ἀδυναμία, ἀλλὰ ἀπὸ βαθιὰ διαφθορὰ τῆς ψυχῆς τους τρέχουν πρὸς τὸ κακό.

Ὅλα αὐτά, ὅπως σημειώσαμε καὶ στὴν ἐπικεφαλίδα τῆς ἑνότητος, μπορεῖ νὰ τὰ διαβάσει κανεὶς στὸ α΄ κεφάλαιο τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, στίχ. 18-32. Τοὺς ἐν λόγῳ στίχους παρέθεσα χάριν εὐκολίας μεταφρασμένους, ἐκτὸς ὀλίγων ἐξαιρέσεων.

Α΄ Κορινθίους ϛ΄ 9-20.

Τὴν δεύτερη ἀναφορά του ὁ θεῖος Παῦλος κάνει στὸ ϛ΄ (ἕκτο) κεφάλαιο τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς του, στίχ. 9-20. 

Ἐδῶ ἀναφέρεται καὶ ἡ λέξη ἀρσενοκοίτης, γιὰ τὴν ὁποία μιλήσαμε στὸ προηγούμενο ἄρθρο μας, καθὼς καὶ ἡ λέξη μαλακός, ἡ ὁποία ἐν ἀρνητικῇ σημασίᾳ δηλώνει, σύμφωνα μὲ τὰ λεξικά μας, τὸν μαλθακό, τὸν παραιτημένο, τὸν παραμελημένο, τὸν λιπόψυχο, τὸν δειλό· ἐπὶ αἰσχρᾶς δὲ πράξεως τὸν κίναιδο, τὸν ἐκτεθηλυμμένο (ἐκθηλυσμένο), τὸν γυναικώδη, τὸν θηλυπρεπῆ. Ὁ Παῦλος ἐδῶ χρησιμοποιεῖ τὴν λέξη μὲ τὴν σημασία τοῦ «παθητικοῦ» ὁμοφυλόφιλου, σύμφωνα μὲ τοὺς ἑρμηνευτές. Γιὰ τὸν Θεοφύλακτο Βουλγαρίας οἱ μαλακοὶ εἶναι «αἰσχροπαθοῦντες», οἱ δὲ ἀρσενοκοῖται («ἐνεργητικοὶ») «αἰσχροποιοῦντες». Γιὰ τὸν Ὠριγένη μαλακοὶ εἶναι οἱ μολυσμένοι «γυναικείῳ μολυσμῷ», οἱ ἐκδιδόντες τὰ σώματα αὐτῶν σὲ γυναικεῖα πάθη.

Συγκεκριμένα ὁ Παῦλος γράφει: «Μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι» (στίχ. 9-10). Οἱ τοιοῦτοι (οἱ τὰ τοιαῦτα πράττοντες) δηλαδὴ κατ’ οὐδένα λόγον θὰ κληρονομήσουν βασιλείαν Θεοῦ· ἐκτὸς ἂν μετανοήσουν, ἐννοεῖται.

Θυμίζει στοὺς Κορινθίους πὼς κάποτε ἦταν καὶ αὐτοὶ εἰδωλολάτρες, τώρα ὅμως λούσθηκαν, καθαρίσθηκαν ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα, ἁγιάσθηκαν διὰ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, δὲν πρέπει νὰ συνεχίσουν δεικνύοντας τὴν ἴδια διαγωγή.

«Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει», τοὺς λέει· «πάντα μοι ἔξεστιν ἀλλ’ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος» (στίχ. 12). Ὅλα δηλαδὴ ἔχω τὴν ἐξουσία νὰ τὰ κάνω, δὲν συμφέρουν ὅμως ὅλα. Ὅλα εἶναι στὴν ἐξουσία μου, ἀλλ’ ἐγὼ δὲν θὰ ἐξουσιασθῶ καὶ δὲν θὰ γίνω δοῦλος σὲ τίποτε. 

Πρὶν τελειώσει, λέει γιὰ τὸ σῶμα μας κάτι ποὺ εὔκολα ξεχνοῦμε: «Τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι» (στίχ. 13)· ἤτοι τὸ σῶμα δὲν ἔχει γίνει γιὰ τὴν πορνεία, ἀλλὰ γιὰ τὸν Κύριο, γιὰ νὰ τοῦ ἀνήκει ὡς μέλος του. Καὶ ὁ Κύριος πάλι εἶναι γιὰ τὸ σῶμα, γιὰ νὰ κατοικεῖ ἐν αὐτῷ καὶ νὰ τὸ ἁγιάζει. Δὲν λέμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα Χριστοῦ καὶ ἐμεῖς μέλη αὐτοῦ τοῦ σώματος; Ἆρα; Θὰ κάνω τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ μέλη πόρνης; Μὴ γένοιτο! Δὲν εἴδατε ὅτι ἐκεῖνος ποὺ προσκολλᾶται πρὸς τὴν πόρνη εἶναι ἕνα σῶμα μὲ αὐτήν; Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ προσκολλᾶται στὸν Κύριο, γίνεται ἕνα πνεῦμα μὲ αὐτόν. Κάθε ἁμάρτημα ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος, «ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν», δὲν βλάπτει δηλαδὴ τόσο ἄμεσα καὶ κατ’ εὐθεῖαν τὸ σῶμα. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ πορνεύει, ἁμαρτάνει στὸ ἴδιο του τὸ σῶμα, τὸ βεβηλώνει — καὶ συντελεῖ στὴν διάλυση τῆς οἰκογενείας, προσθέτει ἕνας ἑρμηνευτής.

Κάποιοι πιστεύουν ὅτι αὐτὰ ποὺ λέει ἐδῶ ὁ Παῦλος, δὲν γειτνιάζουν καθόλου τυχαῖα μὲ τὴν ἀναφορὰ στὸν αἱμομίκτη, ποὺ κάνει στὸ προηγούμενο ἀκριβῶς κεφάλαιο (πέμπτο) τῆς ἐπιστολῆς. Αὐτό, λένε, σημαίνει τὴν ἀπροϋπόθετη καταδίκη τῆς ὁμοφυλοφιλίας (βλ. π. Βασιλείου Θερμοῦ, ἕλξη καὶ πάθος, ἐκδ. ἐν πλῷ, Ἀθῆναι 2016, σ. 301). Μὴ ξεχνοῦμε ὅτι κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ στὰ σχετικὰ χωρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: ἡ ὁμοφυλοφιλία ἀναφέρεται στὴν ἴδια ἀκριβῶς συνάφεια μὲ τὴν κτηνοβασία, τὴν αἱμομιξία καὶ ἄλλα παρεμφερῆ ἁμαρτήματα.

Θυμίζει, τέλος, ὁ Παῦλος ὅτι τὸ σῶμα μας εἶναι ναὸς τοῦ ἁγίου Πνέυματος. Βεβηλώνει κανεὶς ἕναν ναό; Ἄλλο τόσο δὲν πρέπει νὰ βεβηλώνει (μὲ οἱονδήποτε τρόπο) καὶ τὸ σῶμα του. Ἐξαγορασθήκαμε μὲ τὸν ἀτίμητο αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἂς δοξάζουμε τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸ πνεῦμα καὶ μὲ τὸ σῶμα.

Καὶ αὐτῆς τῆς ἑνότητος παρέθεσα τοὺς στίχους μεταφρασμένους ἢ καὶ ὑπομνηματισμένους.

Α΄ Τιμ. α΄ 7-10

Ἡ τρίτη καὶ τελευταία ἀναφορὰ τοῦ ἀποστόλου Παύλου στὴν ὁμοφυλοφιλία (μὲ τὴν λέξη ἀρσενοκοίτης πάλι) ἀπαντᾶ στὸ Α΄ Τιμ. α΄ 10.

Στὴν σχετικὴ ἑνότητα ὁ ἀπόστολος ἀναφέρεται στοὺς ψευδοδιδασκάλους, οἱ ὁποῖοι μιλοῦσαν γιὰ τὸν νόμο, χωρὶς ὅμως νὰ κατανοοῦν ὅτι ὁ σκοπὸς τοῦ νόμου εἶναι νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο στὸν Χριστό· καὶ ὅτι αὐτὸς (ὁ νόμος) δὲν εἶναι ἀναγκαῖος γιὰ τοὺς δικαίους, ἀλλὰ γιὰ τοὺς «ἀνόμους καὶ ἀνυποτάκτους, τοὺς ἀσεβεῖς, τοὺς ἁμαρτωλούς, τοὺς ἀνοσίους, βεβήλους, πατροκτόνους, μητροκτόνους, ἀνδροφθόνους (φονεῖς), πόρνους, ἀρσενοκοῖτες, δουλεμπόρους, ψεῦτες, ἐπίορκους καὶ γενικώτερα ἐκείνους ποὺ κάνουν ὅσα ἀντιστρατεύονται στὴν ὑγιᾶ διδασκαλία».

Ἰούδα 7

Ἂς ἀναφέρουμε, τέλος, καὶ τὸν 7ο στίχο τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Ἰούδα (τελευταία ἀπὸ τὶς καθολικὲς ἐπιστολές), ὁ ὁποῖος παραπέμπει στὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα, καθὼς καὶ τὶς γύρω ἀπὸ αὐτὰ πόλεις, οἱ ὁποῖες κάηκαν ὁλοσχερῶς ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς «ἐκπορνεύσασαι καὶ ἀπελθοῦσαι ὀπίσω σαρκὸς ἑτέρας». Οἱ ἑρμηνευτὲς ἐδῶ κάνουν λόγο γιὰ ἐκτροπὴ σὲ παρὰ φύσιν ἀσέλγειες. Ἡ παράδοση γενικῶς θέλει ὡς κύρια αἰτία τῆς καταστροφῆς τῶν Σοδόμων καὶ τῶν γύρω πόλεων τὴν ὁμοφυλοφιλία, ἡ ὁποία ὡς ἐκ τούτου ὀνομάζεται καὶ σοδομισμός, οἱ δὲ ὁμοφυλόφιλοι σοδομῖται, ὡς εἶναι γνωστόν. Περὶ αὐτοῦ ὅμως θὰ ὁμιλήσουμε ἐκτενέστερα σὲ ἄλλο σημεῖο.

*

Στὸ ἑπόμενο ἄρθρο μας θὰ δοῦμε πῶς ἑρμηνεύει τὰ παραπάνω ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση.

(Συνεχίζεται)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Προσοχὴ στὰ ΑΜΗΝ τοῦ Facebook!

Ὁμοφυλοφιλία καὶ ὁμοφυλόφιλοι

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἱεροὶ κανόνες γιὰ τὴν ὁμοφυλοφιλία