Ἡ ὁμοφυλοφιλία κατὰ τοὺς νεωτέρους χρόνους

 

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου


Συνεχίζουμε τὴν σειρὰ τῶν ἄρθρων μας περὶ ὁμοφυλοφιλίας καὶ ὁμοφυλοφίλων.

Τὸ ζήτημα στὶς ἡμέρες μας ἔχει λάβει πρωτοφανεῖς διαστάσεις. Πρὶν ἀπὸ τέσσερις ἑβδομάδες περίπου «ἡ Ἑλλάδα ἔγινε ἡ πρώτη ὀρθόδοξη χώρα ποὺ νομιμοποίησε τοὺς γάμους ὁμοφύλων» [1], ὅπως ἔγραψε ἡ γνωστὴ γερμανικὴ ἐφημερίδα Guardian, ἔχοντας τὴν εἴδηση αὐτὴ ὡς πρῶτο της θέμα.

[1] Πάλι εἶναι ἀνάγκη νὰ ποῦμε ὅτι ἡ λέξη ὁμόφυλος σημαίνει ἐκεῖνον ποὺ ἀνήκει στὴν ἴδια φυλή, στὸ ἴδιο γένος μὲ κάποιον ἄλλον (ὁμοῦ φυλή). Συνώνυμες λέξεις: ὁμοεθνής, ὁμογενής. Ἀντώνυμες: ἀλλόφυλος, ἀλλοεθνής, ἀλλογενής. Παρομοίως ἡ λέξη ὁμοφυλία σημαίνει τὴν ταυτότητα τῆς φυλῆς. Ἡ λέξη ὁμοφυλόφιλος ὅμως σημαίνει ἐκεῖνον ποὺ ἕλκεται ἀπὸ τὸ ἴδιο φῦλο (ὁμοῦ φῦλον + φίλος). Παρομοίως ἡ λέξη ὁμοφυλοφιλία σημαίνει τὴν ἕλξη ἀπὸ τὸ ἴδιο φῦλο. Θέλουν προσοχὴ αὐτά!

Μέχρι στιγμῆς ἔχουμε δεῖ ποιές ἦταν οἱ ἀντιλήψεις περὶ τοῦ φαινομένου τῆς ὁμοφυλοφιλίας κατὰ τὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχὴ καὶ ποιές ἐπεκράτησαν ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνες μετὰ Χριστόν.

Τώρα θὰ ἔλθουμε στοὺς νεωτέρους χρόνους καὶ στὴν σύγχρονη πραγματικότητα τῶν μεγάλων ἀλλαγῶν, ἀνατροπῶν μᾶλλον.

Παρότι τὸ ἱστορικὸ συνεχὲς δὲν ἐπιτρέπει χρονικὲς ὁριοθετήσεις τῶν φαινομένων καὶ δὴ τῶν ψυχοκοινωνικῶν, δὲν θὰ σφάλλαμε ἂν τοποθετούσαμε τὴν ἀλλαγὴ κατεύθυνσης τῶν ἀντιλήψεων περὶ ὁμοφυλοφιλίας στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος. 

Θὰ λέγαμε ὅτι ἀπὸ τότε ἡ ὁμοφυλοφιλία ἀρχίζει νὰ ἐγκαθιδρύει ταυτότητα. Ὅλα αὐτὰ βέβαια συμβαίνουν στὸν δυτικὸ κόσμο, στὸν ὁποῖον καὶ ἀναφερόμαστε.

Ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ αὐτῆς τῆς μεταβολῆς εἶναι ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀτόμου νὰ ζήσει χωρὶς θεσμικοὺς περιορισμούς. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς νεωτερικότητος αὐτό, ἀλλὰ καὶ τῆς μετανεωτερικότητος.

Τί σημαίνουν οἱ δύο αὐτοὶ ὅροι ποὺ μόλις χρησιμοποίησα καὶ ποὺ συχνὰ συναντοῦμε στὰ διαβάσματά μας πλέον; Ἂς σταθοῦμε λίγο σ’ αὐτούς, διότι εἶναι δηλωτικοὶ τοῦ κοινωνικοῦ καὶ πολιτισμικοῦ περιβάλλοντος μέσα στὸ ὁποῖο ἔλαβαν χώρα οἱ ἀλλαγὲς στὶς ὁποῖες ἀναφερόμαστε — καὶ γιὰ νὰ ἑρμηνεύσουμε τὶς κοινωνικὲς ἀλλαγές, θὰ πρέπει νὰ γνωρίζουμε τὸ περιβάλλον μέσα στὸ ὁποῖο αὐτὲς συντελοῦνται. Τὰ ὅσα ἀνατρεπτικὰ ἔχουν συμβεῖ στὶς ἡμέρες μας σὲ σχέση μὲ τὴν ὁμοφυλοφιλία δὲν μποροῦν νὰ ἑρμηνευθοῦν ἀνεξάρτητα καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ περιβάλλον τους. Τί εἶναι λοιπὸν ἡ νεωτερικότητα καὶ τί ἡ μετανεωτερικότητα;

Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἀποσαφηνισθοῦν οἱ δύο ὅροι. Γενικῶς ἡ ἀποσαφήνιση κοινωνιολογικῶν (καὶ φιλοσοφικῶν) ὅρων δὲν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση. Δὲν δίνουν ὅλοι οἱ μελετητὲς τὴν ἴδια ἑρμηνεία. Παρ’ ὅλα αὐτά, πάντα ὑπάρχουν κάποια κύρια χαρακτηριστικὰ πρὸς τὰ ὁποῖα συγκλίνουν καὶ στὰ ὁποῖα συναντῶνται οἱ διάφορες ἀπόψεις.

Νεωτερικότητα
(Μοντερνισμὸς – Modern Times)

Ὁ ὅρος νεωτερικότητα χρησιμοποιεῖται στὴν γραμματεία τῶν τελευταίων αἰώνων προκειμένου νὰ δηλωθεῖ:

α) Ἡ ἱστορικὴ περιόδος ἀπὸ τὸν 17ο αἰῶνα ἕως τὶς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 20οῦ αἰῶνος.

β) Τὸ σύνολο τῶν ἀντιλήψεων καὶ ἰδεῶν ποὺ κυριάρχησαν κατὰ τὴν περίοδο αὐτήν.

Οἱ ἀπαρχὲς τῆς νεωτερικότητος ἀναζητοῦνται κατὰ κύριον λόγο στὸν Διαφωτισμό, ὁ ὁποῖος καὶ διαμόρφωσε τὰ ποιοτικὰ  χαρακτηριστικά της. Ἡ νεωτερικότης συνδέεται μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ ἐπανάσταση (16ος αἰ.), τὴν βιομηχανικὴ ἐπανάσταση (18ος αἰ.), τὴν ἀστικὴ κοινωνία, τὸ σύστημα τοῦ καπιταλισμοῦ, τὰ ἐθνικὰ κράτη ποὺ δημιουργήθηκαν μετὰ τὴν γαλλικὴ ἐπανάσταση (1789), τὴν σύγχρονη κοινοβουλευτικὴ δημοκρατία, τὴν ἀνάπτυξη τῆς τεχνολογίας, τὴν μετανάστευση, τὴν ἐμφάνιση καὶ πολλαπλασιασμὸ τῶν πολυεθνικῶν ἑταιρειῶν κ.ἄ. 

Ἡ Εὐρώπη (ἡ Δύση γενικώτερα) κατὰ τοὺς νεωτερικοὺς χρόνους ἔγινε τὸ κέντρο τοῦ κόσμου. Μέσῳ τῆς ἀποικιοκρατίας (ἄρχισε ἀπὸ τὸν 15ο αἰ.), τῆς ἄσκησης βίας πρωτοφανοῦς ὠμότητος, τοῦ δουλεμπορίου καὶ τοῦ ἀνεπίσχετου ἰμπεριαλισμοῦ ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς διαδόθηκε παντοῦ καὶ κατέστη κυρίαρχος. Κάθε τι τὸ μὴ εὐρωπαϊκὸ ἐθεωρήθη κατώτερο, παρακατιανό, σκουριασμένο, πρωτόγονο, ἀναχρονιστικό, παρακμιακό, γερασμένο, ὀπισθοδρομικό, ἀφιλοπρόοδο, ἀπαρχαιωμένο.

Κυρίαρχη συνθήκη τῆς νεωτερικότητος ἀποτέλεσε ὁ ὀρθὸς λόγος. Ὡς μόνο ὄργανο γιὰ τὴν εὕρεση τῆς ἀλήθειας ἀναγνωρίσθηκε ἡ ἀνθρώπινη λογική. Στὸν ἀνθρώπινο νοῦ ἀποδόθηκαν δυνάμεις ἀπεριόριστες. Σύμφωνα μὲ τὸ νεωτερικὸ πνεῦμα κανένα σημεῖο τοῦ ἐπιστητοῦ δὲν μπορεῖ νὰ μείνει ἀνερμήνευτο ἀπὸ τὸν νοῦ, ὁ ὁποῖος γι’ αὐτὸ καὶ θὰ πρέπει νὰ ἀποδεσμευθεῖ ἀπὸ πάσης φύσεως αὐθεντίες καὶ δογματικὲς ἀγκυλώσεις. Ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὶς διανοητικὲς ἰκανότητες τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐπιτρέπει τὴν προσήλωση σὲ παραδοσιακοὺς τρόπους σκέψεως. Τίποτε δὲν πρέπει νὰ ἐπιβάλλεται ἔξωθεν.

Ἐκκίνηση γιὰ τὴν πρόοδο στὴν γνώση θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀμφισβήτηση καὶ ἡ ἀπόλυτη ἀμφιβολία. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ γνώση δὲν θὰ πρέπει νὰ θεωρεῖται δεδομένη, ἀλλὰ νὰ διατυπώνεται ὡς ὑπόθεση. Ἂν θέλουμε νὰ φθάσουμε στὴν ἀπόλυτη βεβαιότητα, θὰ πρέπει νὰ ξεκινήσουμε ἀπὸ τὴν ἀπόλυτη ἀμφιβολία. Ἐὰν ἡ γνώση περὶ τῆς ἀληθείας ἑνὸς πράγματος δὲν εἶναι ἐμφανής, ἐὰν δὲν εἴμαστε ἀπολύτως βέβαιοι γι' αὐτήν, δὲν θὰ πρέπει νὰ τὸ δεχόμαστε ὡς ἀληθινὸ — εἶναι ἡ ὀρθολογιστικὴ περὶ ἀληθείας ἀντίληψη. 

Κατὰ τὴν πρώιμη νεωτερικότητα ὁ Descartes [2] ταύτισε τὴν ἀμφιβολία μὲ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη στὴν περίφημη φράση του cogito ergo sum, «σκέπτομαι, ἄρα ὑπάρχω».

[2] Ὁ René Descartes (Ρενὲ Ντεκάρτ), λατινικὰ Renatus Cartesius, γνωστὸς καὶ μὲ τὸ ἐξελληνισμένο ὄνομα Ρενᾶτος Καρτέσιος, ἦταν Γάλλος φιλόσοφος, μαθηματικὸς καὶ φυσιοδίφης (1596-1650). 

René Descartes (1596-1650)
«Ἀμφιβάλλω, ἄρα ὑπάρχω», θέλει νὰ πεῖ. Ἀμφιβάλλω γιὰ τὰ πάντα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ἀμφιβάλλω. Τὸ ὅτι ἀμφιβάλλω ἀποδεικνύει ὅτι ὑπάρχω· διότι ἀλλιῶς πῶς θὰ ἀμφέβαλα; Τίποτε πιὸ βέβαιο καὶ πιὸ ἀσφαλὲς ἀπὸ αὐτὸ δὲν ἰσχύει γιὰ τὸν Descartes. Μπορῶ νὰ ἀμφισβητήσω τὰ πάντα, τὴν κατ’ αἴσθησιν ἀντίληψη, ἂς ποῦμε, τὶς ἀναμνήσεις μου, τὶς ἔννοιες, ὅμως δὲν μπορῶ νὰ ἀμφισβητήσω τὸ ὅτι εἶμαι αὐτὸς ποὺ ἀντιλαμβάνεται, ἀναμιμνήσκεται, νοεῖ. Ὑπάρχω λοιπὸν ὡς ἀμφιβάλλον ἐγώ, ὡς νοοῦν ὑποκείμενον (νόησις), ὡς συνείδησις. 

Σύμφωνα μὲ τὴν νεωτερικὴ ἀντίληψη ἡ ἀμφιβολία, ἡ κριτικὴ σκέψη καὶ ἡ ἀποκήρυξη κάθε αὐθεντίας ἐλευθερώνει τὸν λογισμὸ καὶ ἀνοίγει τὸν δρόμο γιὰ τὴν αὐτονομία. Ἡ αὐτονομία καὶ ἡ αὐτοδιάθεση τοῦ ὑποκειμένου ἀποτέλεσαν θεμελιώδεις ἀρχὲς τῆς νεωτερικότητος. Ὁ σκεπτόμενος ἄνθρωπος ὑπάρχει ὅπως ὁ Θεὸς καὶ ἄρα μπορεῖ ὅπως ἐκεῖνος νὰ ἔχει αὐτονομία.

Στὸ ἴδιο πνεῦμα θὰ κινηθεῖ ἀργότερα καὶ ὁ Nietzsche [3], ἕνας ἀκόμη ἐκφραστὴς τῆς νεωτερικῆς σκέψης, τὴν ὁποία καὶ γενναίως πριμοδότησε μὲ τὸν νεοανθρωπισμό του («Ὑπεράνθρωπος»), τὸν μηδενισμὸ τῶν ὑπερτάτων ἀξιῶν, τὴν ἰδέα τῆς θέλησης γιὰ δύναμη (the will to power, γερμ. der wille zur macht). Ἀποκηρύσσοντας κάθε πίστη σὲ δεδομένη ἀλήθεια, ἔλεγε: «Ἂν ἐπιδιώκεις τὴν ψυχικὴ ἡρεμία, πίστευε· ἂν θέλεις νὰ εἶσαι ἀπόστολος τῆς ἀλήθειας, ἀναζήτησέ την».

[3] Friedrich Wilhelm Nietzsche (Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε), ἐξελληνισμένο ὄνομα Φρειδερῖκος Γουλιέλμος Νίτσε. Γερμανὸς φιλόλογος καὶ φιλόσοφος (1844-1900).

Κατὰ τοὺς νεωτερικοὺς χρόνους ἡ γνώση ἔγινε αὐτοσκοπός. Δόθηκε μεγάλο βάρος στὴν παροχὴ τῆς ἐκπαίδευσης, σκοπὸς τῆς ὁποίας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴν μόρφωση καὶ καλλιέργεια τοῦ ἀνθρώπου μέσῳ τῆς γνώσεως, τῆς μόνης ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν καθολικὴ χειραφέτηση, νὰ ἐπιφέρει τὴν διαρκῆ πρόοδο καὶ εὐδαιμονία. Λέξεις ὅπως πρόοδος, προοδευτικός, ἐκσυγχρονισμὸς καὶ ἄλλες παρόμοιες «φορέθηκαν» πολὺ κατὰ τοὺς χρόνους  αὐτούς.

Ἡ νεωτερικότης ὀξέως ἀντιδιαστελλόμενη πρὸς τὴν προνεωτερικότητα, τὸν μεσαίωνα καὶ τὴν ἀρχαιότητα, ἐπιχείρησε τὴν ἀποκοπὴ ἀπὸ τὶς ρίζες καὶ τὸ παρελθόν. Προκειμένου νὰ ἀποφύγει τὴν παραδοσιοκρατία, τὴν ἀρχαιολατρία, τὴν ἀπολιθοποίηση (μουσειοποίηση) τῆς παραδόσεως, πέρασε στὸ ἄλλο ἄκρο.

Ἐκ παραλλήλου ὅμως διετύπωσε θεωρίες ποὺ διεκδίκησαν οἰκουμενικὴ ἰσχὺ καὶ ἤγειραν ἀξιώσεις ἀπόλυτης αὐθεντίας (παράδειγμα ὁ μαρξισμός). Προσπάθησε νὰ προσφέρει μία καθολικὴ ἑρμηνεία τοῦ κόσμου μέσῳ «μεγάλων ἀφηγήσεων» (grand narratives), κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Γάλλου φιλοσόφου καὶ κοινωνιολόγου Jean François Lyotard (Ζὰν Φρανσουὰ Λυοτάρ,  1924-1998).

Ἀποθέωσε τὴν ἐπιστήμη. Πίστευσε ὅτι μέσῳ τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως θὰ ἐπέλθει ἡ πρόοδος, ἡ εὐημερία, ἡ ἀπόλυτη ἐλευθερία. Ὅμως αὐτὲς δὲν ἦλθαν. Τὶς πρόφθασαν οἱ πρωτοφανεῖς οἰκολογικὲς καταστροφὲς καὶ οἱ μεγάλες ἀπογοητεύσεις.  

Τὴν αὐτονομία καὶ αὐτοδιάθεση, ποὺ τόσο ψηλὰ τοποθέτησε στὴν ἀτζέντα της, προσπάθησε νὰ πετύχει μέσα ἀπὸ τὴν ὑποταγὴ τοῦ ἄλλου. Καὶ φάνηκε αὐτὸ ὄχι μόνο στὴν περίπτωση τῆς ἀποικιοκρατίας, στὸ δουλεμπόριο καὶ στὰ ἄλλα κακά, ἀλλὰ καὶ στὰ ὅσα φρικιαστικὰ συντελέσθηκαν κατὰ τοὺς δύο παγκοσμίους πολέμους, τοὺς ὁποίους μὲ τὴν σειρά του διαδέχθηκε ὁ λεγόμενος ψυχρὸς πόλεμος ὡς διαρκὴς καὶ ἀνελέητη ἰσορροπία τρόμου. 

Οἱ μεγάλες ἀφηγήσεις κατέρρευσαν μὲ τὸν πλέον παταγώδη τρόπο. Οἱ προσδοκίες τοῦ Διαφωτισμοῦ διαψεύσθηκαν. Ἔλαβαν χώρα γεγονότα ἐξ ὁλοκλήρου ἀντίθετα πρὸς τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἰδέες ποὺ διετύπωσαν οἱ θιασῶτες του. Οἱ φιλόδοξες θεωρίες κατέληξαν σὲ ὁλοκληρωτικὰ καθεστῶτα, ἐκδιώξεις, στρατόπεδα συγκεντρώσεων, κολαστήρια, φρίκη, θάνατο. 

Ὅλα αὐτὰ δημιούργησαν κλίμα ἀνασφάλειας, φόβο, ἀπογοήτευση. Ἐν τέλει ὁδήγησαν στὴν μεγάλη σύγχυση, ἡ ὁποία εἶναι, κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη, καὶ τὸ «κερασάκι στὴν τούρτα» τῆς νεωτερικότητος, ἀναπόφευκτη κατάληξή της.

Ἡ νεωτερικότης λοιπὸν ἀπέτυχε. Ἔσπειρε μεγάλες ἐλπίδες, ἀλλὰ θέρισε ἐφιαλτικὲς καταστροφές. Γι’ αὐτὸ καὶ προκάλεσε ἔντονη ἀντίδραση, ἡ ὁποία ἐκδηλώθηκε κυρίως κατὰ τὶς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 20ου αἰῶνος.

Ἡ ἀντίδραση αὐτὴ καὶ ἡ ἀναζήτηση νέων μοντέλων σκέψης στοιχειοθετεῖ (περιγράφει καλύτερα) μίαν ἄλλη κοινωνικὴ δυναμικὴ ποὺ ὀνομάζουμε μετανεωτερικότητα. Περὶ αὐτῆς θὰ κάνουμε λόγο στὸ ἑπόμενο ἄρθρο μας. 

Πρὶν τελειώσουμε ὅμως, θὰ πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ νεωτερικότητα κατὰ τὸ πλεῖστον αὐτῆς μέρος ἀποτελεῖ ὑπόθεση τῶν δυτικῶν κοινωνιῶν, οἱ ὁποῖες καὶ τὴν γέννησαν. Ὁ ὑπόλοιπος κόσμος προσέλαβε τὶς ἰδέες της καὶ δέχθηκε τὶς ἐπιπτώσεις της μέσῳ τῆς παγκοσμιοποίησης κυρίως.

Στὶς ἰσλαμικὲς χῶρες, γιὰ παράδειγμα, δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο νὰ ἐπέλθει ρήξη μὲ τὸ παραδοσιακό, ὅπως συνέβη στὴν Δύση. Ἀλλὰ καὶ στὶς ἄλλες μὴ δυτικὲς παραδόσεις δὲν νοεῖται ἀποστασιοποίηση ἀπὸ τὸ κοινῶς ἀποδεκτό, τὴν συλλογικὴ συνείδηση, τὶς ρυθμιστικὲς ἀρχὲς σκέψης καὶ συμπεριφορᾶς.

Εἶναι φαινόμενο τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου δηλαδὴ ἡ νεωτερικότης. Καὶ βρίσκει τὴν ἐξήγησή του στὴν ἐλευθερία ποὺ προσφέρει ὁ χριστιανισμός.

Θὰ πρέπει ὅμως νὰ σημειώσουμε καὶ κάτι ἀκόμη. Ὅλα αὐτὰ ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν δυτικὴ χριστιανικὴ Εὐρώπη, ἡ ὁποία βιώνει μία ἐκδοχὴ τοῦ χριστιανισμοῦ διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴν τῆς καθ’ ἡμᾶς ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς. 

Καὶ ἡ διαφοροποίηση δὲν ξεκινάει ἀπὸ τὸ σχίσμα τοῦ 1054 [4], ὅπως θὰ νόμιζε ἴσως κανείς.

[4] Τὸ σχίσμα τοῦ 1054 εἶναι τὸ τρίτο (ὀνομάσθηκε ὁριστικό). Προηγήθηκαν δύο ἀκόμη:  α) τὸ «ἀκακιανὸν» (ἐπὶ Πατριάρχου Ἀκακίου, 484-519, ὄχι καὶ τόσο γνωστὸ) καὶ  β) τὸ «φωτίειον» (ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, 867-879/880).

Ξεκινάει ἀπὸ πολὺ νωρίτερα. Ἤδη ἀπὸ τὸν 3ο αἰῶνα ὑπάρχει ἀποξένωση Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς. Ἀπὸ τὸν ἑπόμενο αἰῶνα θὰ ἀρχίσει ἡ ὁριστικὴ ἀπόκλιση. Ἡ Δύση δὲν μπόρεσε ποτὲ νὰ παρακολουθήσει τὶς θεολογικὲς καὶ φιλοσοφικὲς τομὲς τῶν Μεγάλων Ἑλλήνων Καππαδοκῶν Πατέρων (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης, Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου).

Ἀκολούθησε δικό της δρόμο θεμελιώνοντας τὴν σκέψη της πάνω σ’ ἐκείνη τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου (354-430) καὶ θεολογικὰ καὶ φιλοσοφικά. Ἡ αὐγουστίνεια σκέψη διαπερνᾶ τὴν ραχοκοκαλιὰ κάθε θεολογικοῦ καὶ φιλοσοφικοῦ ἑσπερίου συστήματος. Θεολογία καὶ φιλοσοφία στὴν Δύση διαλέγονται ἀτέρμονα σὲ μία ἐναγώνια προσπάθεια νὰ ὑπερβοῦν τὸ ἀδιέξοδο στὸ ὁποῖο ἔχουν περιέλθει, ἀδιέξοδο τὸ ὁποῖο ἐπετάθη δραματικὰ μετὰ τὴν Μεταρρύθμιση (Διαμαρτύρηση - Protestatio) τοῦ 16ου αἰῶνος καὶ τὸν χωρισμὸ τῶν δυτικῶν χριστιανῶν σὲ Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ Προτεστάντες.

Δυστυχῶς στὴν μεταξύ τους διελκυστίνδα καὶ τὸ ἀδιέξοδο αὐτὸ ἔχουμε ἐγκλωβισθεῖ καὶ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀνυποψίαστοι γιὰ τὸν πλοῦτο ποὺ κουβαλᾶμε καὶ τὸ χρέος νὰ τὸν μεταλαμπαδεύσουμε ὡς λυτρωτικὸ δῶρο στὴν ἀνθρωπότητα.

Οἱ Νεοέλληνες ἔχουμε ἀποδώσει ἐντελῶς ἄκριτα ἀστοχίες καὶ ἀδιέξοδα τῆς δυτικῆς θεολογικῆς σκέψης στὴν ὀρθόδοξη παράδοση. 

Ἕνα παράδειγμα εἶναι ἡ περίφημη «σύγκρουση ἐπιστήμης καὶ θρησκείας». Πρόκειται γιὰ «ἁμάρτημα» καὶ ἀδιέξοδο τῆς δυτικῆς θεολογικῆς ἀντίληψης. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δὲν εἶχε ποτὲ τέτοιο πρόβλημα — τέτοιου εἴδους προβλήματα γενικῶς. Τὰ ἔχει ξεκαθαρισμένα αὐτὰ στὴν βάση ἐμπνευσμένων ἀρχῶν καὶ διακρίσεων. Κι ὅμως! Πόσοι τὸ γνωρίζουν αὐτό; Πόσοι διακρίνουν ἀνάμεσα στὶς δύο παραδόσεις καὶ δὲν τὰ βάζουν ὅλα στὸ ἴδιο τσουβάλι;

Νὰ πῶ καὶ ἕνα ἀκόμη παράδειγμα. Ὅταν ὁ Μὰρξ [5] ἔλεγε ὅτι «ἡ θρησκεία εἶναι τὸ ὅπιον τοῦ λαοῦ», ποιά θρησκεία ἀκριβῶς εἶχε κατὰ νοῦ; Θὰ ἔλεγε τὸ ἴδιο ἂν ἦταν ὀρθόδοξος χριστιανός; Δὲν γνωρίζω. Ἁπλῶς ἐρωτῶ.

[5] Karl Heinrich Marx (Κὰρλ Χάινριχ Μάρξ, 1818-1883). Γερμανὸς φιλόσοφος, κοινωνιολόγος, οἰκονομολόγος, θεμελιωτὴς τοῦ κομμουνισμοῦ.‎‎

Ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος βρέθηκε στὸ κουκούλι ἑνὸς ἀποπνικτικοῦ χριστιανισμοῦ. Οἱ ὁλοκληρωτικὲς πρακτικὲς τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας (Ἱερὰ Ἐξέταση κ.λπ.) φίμωσαν τὴν φωνὴ κάθε σκεπτόμενου ἀνθρώπου. Ἡ περίφημη φράση τοῦ Γαλιλαίου (1564-1642) e pur si muove, «καὶ ὅμως κινεῖται!» ἀπηχεῖ τὴν ἀπεγνωσμένη κραυγὴ μιᾶς ἁλυσοδεμένης ἀλήθειας.

Δὲν μποροῦσε ἀλλιῶς νὰ κινηθεῖ ὁ σκεπτόμενος ἄνθρωπος στὴν Δύση. Ἔπρεπε νὰ ἐπαναστατήσει. «Ὁ γὰρ τῆς ἀληθείας λόγος οὐ δέδεται»: δὲν δένεται ἡ ἀλήθεια (Β΄ Τιμ. β΄ 9).

Ὅσο ὅμως καὶ ἂν προσπάθησε ἡ εὐρωπαϊκὴ διανόηση, ὅσες φιλότιμες προσπάθειες καὶ ἂν ἔκαναν οἱ δυτικοὶ θεολόγοι καὶ φιλόσοφοι, ὅσες ἀλήθειες καὶ ἂν εἶπαν, δὲν μπόρεσαν ποτὲ νὰ ἀπεμπλακοῦν ἀπὸ τὶς προϋποθέσεις καὶ ἀρχὲς τῆς δυτικῆς λογοκρατούμενης σκέψης. Λίγοι ἦταν αὐτοὶ ποὺ ἄνοιξαν παράθυρο στὸν καθαρὸ καὶ ἀμόλυντο ἀέρα τῆς ὀρθόδοξης θεολογικῆς παράδοσης. Σήμερα γίνονται ὅλο καὶ περισσότεροι. Οἱ πολλοὶ ὅμως ἔμειναν στὸ ἀδιέξοδο, στὴν ἀπόγνωση, ἡ ὁποία ἐκφράζεται παντοιοτρόπως, κυρίως δὲ μέσῳ τῆς τέχνης.

Ὅλα αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικὰ δὲν ἀνακυκλώθηκαν στὰ στενὰ δυτικοευρωπαϊκὰ ὅρια. Ἁπλώθηκαν καὶ σκέπασαν ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ὁ πολιτισμὸς τοῦ ἰσχυροῦ ἀργὰ ἢ γρήγορα ἐπιβάλλεται.

(Συνεχίζεται)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Προσοχὴ στὰ ΑΜΗΝ τοῦ Facebook!

Ὁμοφυλοφιλία καὶ ὁμοφυλόφιλοι

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἱεροὶ κανόνες γιὰ τὴν ὁμοφυλοφιλία