Δόγμα καὶ δογματισμὸς
π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου
Πολλοὶ ἄνθρωποι ἀπορρίπτουν ἀβασάνιστα κάθε τι ποὺ ἀντιστέκεται στὴν λογική τους. Ὅ,τι δὲν συνάδει πρὸς τὸν ὀρθὸ λόγο (ὀρθολογισμὸς) τὸ ἀποβάλλουν χωρὶς δεύτερη σκέψη.
Καμαρώνουν μάλιστα καὶ καυχῶνται γιὰ τὴν ἄρνησή τους νὰ δεχθοῦν δόγματα καὶ μορφὲς ἢ λόγους αὐθεντίας, πάσης φύσεως.
Ἡ λέξη δόγμα εἶναι φορτισμένη ἀρνητικὰ γι’ αὐτούς. Τοὺς παραπέμπει στὸν δογματισμό, γιὰ νὰ μὴ ποῦμε κάτι ἀκόμη χειρότερο, στὸν σκοταδισμό.
Τοὺς φαίνεται πὼς πρόκειται γιὰ ἐπιβολὴ κάποιου νόμου ἢ γιὰ δοξασίες ἀκατανόητες, περιττὲς καὶ ἀνωφέλευτες.
Ὅμως τὸ δόγμα οὔτε νόμος ἐπιβλητικὸς εἶναι, οὔτε ἄπιαστη φιλοσοφία, οὔτε καταθλιπτικὴ ὑποχρέωση. Εἶναι ρῆμα ζωῆς.
Ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀποτελεῖ γι’ αὐτὴν καὶ τοὺς ποιμένες της ὅ,τι ἡ ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς γιὰ τὰ θεραπευτήρια καὶ τοὺς ἰατρούς.
Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον οἱ θεῖοι Πατέρες ὑπεραμύνθηκαν τῶν ὀρθῶν δογμάτων ἄχρι θανάτου. Ἐγνώριζαν ὅτι ὅπως χωρὶς σωστὴ ἰατρικὴ ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει θεραπεία καὶ ἴαση, ἔτσι καὶ χωρὶς ὀρθὴ δογματικὴ διδασκαλία δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει σωτηρία καὶ θέωση. Γι’ αὐτοὺς ὡρισμένως ἡ αἵρεση ἦταν κομπογιαννιτισμὸς καὶ οἱ αἱρετικοὶ κομπογιαννίτες.
Ὁ καθηγητὴς Χρ. Γιανναρᾶς ἔχει ἕνα πολὺ ὡραῖο παράδειγμα.
«Ἂς ὑποθέσουμε», λέει, «ὅτι ἐμφανίζεται κάποιος ποὺ ἰσχυρίζεται πὼς μητρικὴ ἀγάπη σημαίνει μιὰν ἄτεγκτη αὐστηρότητα καὶ ἄγριο καθημερινὸ ξυλοδαρμὸ τοῦ παιδιοῦ. Ὅλοι ὅσοι ἔχουμε διαφορετικὴ ἐμπειρία τῆς μητρικῆς ἀγάπης θὰ διαμαρτυρηθοῦμε γι’ αὐτὴ τὴ διαστρέβλωση καὶ θὰ τῆς ἀντιτάξουμε ἕναν ὁρισμὸ τῆς δικῆς μας ἐμπειρίας: Γιὰ μᾶς ἡ μητρικὴ ἀγάπη εἶναι στοργή, τρυφερότητα, φροντίδα, συνδυασμένα ὅλα αὐτὰ μὲ συνετὴ καὶ οἰκοδομητικὴ αὐστηρότητα.
Ὣς τὴ στιγμὴ ποὺ ἐμφανίστηκε ἡ παραποίηση τῆς ἀλήθειας γιὰ τὴ μητρικὴ ἀγάπη, δὲν εἶχε ὑπάρξει ἀνάγκη νὰ ὁρίσουμε τὴν ἐμπειρία μας. Ἡ μητρικὴ ἀγάπη ἦταν γιὰ ὅλους μας κάτι αὐτονόητο, μιὰ βιωματικὴ γνώση ἀντικειμενικὰ ἀπροσδιόριστη κι ὅμως κοινὰ κατανοητή. Ἡ ἀνάγκη τοῦ ὁρίου - ὁρισμοῦ εἶναι συνάρτηση τῆς ἀπειλῆς, νὰ ἀρχίσει νὰ θεωρεῖται μητρικὴ ἀγάπη κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὅλοι πιστεύουμε.
Αὐτὰ δηλαδὴ ποὺ ἐμεῖς σήμερα καλοῦμε δόγματα δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ οἱ ὅροι, τουτέστι τὰ ὅρια (σύνορα) ποὺ ἔθεσαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀνάμεσα στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν αἵρεση. Κάθε φορὰ ποὺ ἡ βιωματικὴ βεβαιότητα τῆς πίστεως ἔμοιαζε νὰ ἀπειλεῖται ἀπὸ τὰ φληναφήματα τῶν παντοεπῶν καὶ παντοπλανῶν αἱρετικῶν, οἱ θεῖοι Πατέρες ἔθεταν τὰ ὅρια.
Βέβαια, ἡ πίστη καὶ ἡ ἀλήθεια δὲν ὁριοθετοῦνται, ἁπλῶς σημαίνονται. Οὔτε ἀσφαλῶς ἐξαντλοῦνται στὴν δογματικὴ διατύπωσή τους, ὅσο σοφὴ καὶ ἂν εἶναι αὐτή· καὶ ὑπῆρξε ὄντως σοφή, προσφυής, θαυμαστή, καινοτόμος.
Ἔτσι ἂς κάνουμε κι ἐμεῖς. Ἂς προσεγγίζουμε μὲ ζῆλο καὶ ἀγάπη τὰ δόγματα τῆς πίστεώς μας, διότι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν προσεγγίζουμε καὶ τὴν ἀληθινὴ ζωὴ καὶ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι λάθος νὰ λέει κανείς, ἐμένα δὲν μὲ ἐνδιαφέρουν αὐτά, εἶναι γιὰ τοὺς θεολόγους.
Μὲ τὴν ἴδια λογικὴ θὰ πρέπει νὰ ἀφήσουμε τὴν γλῶσσα στοὺς φιλολόγους.
Μὲ τὴν ἴδια λογικὴ θὰ πρέπει ἁπλῶς νὰ ὁμιλοῦμε καὶ νὰ μὴν μελετοῦμε τὴν γλῶσσα μας.
Ὄχι! Θὰ τὰ κάνουμε καὶ τὰ δύο. Καὶ θὰ ὁμιλοῦμε καὶ θὰ μελετοῦμε τὴν γλῶσσα ποὺ μᾶς δόθηκε.
Καὶ θὰ ζοῦμε τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ θὰ μελετοῦμε τὴν θεολογία της.
Μᾶς ἐνδιαφέρει πρῶτα ὁ τρόπος ζωῆς. Μᾶς ἐνδιαφέρει ὅμως καὶ ὁ τρόπος σκέψης.
Δὲν εἶναι ἀποκλειστική, ἀλλὰ ἀμφίδρομη ἡ σχέση τους.
Ἡ ζωὴ βεβαιώνει τὸ δόγμα καὶ τὸ δόγμα φανερώνει τὴν ζωή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τὰ ἄρθρα δὲν εἶναι πραγματεῖες, ὥστε νὰ ἐξαντλοῦν ἕνα θέμα. Περισσότερο προβληματισμοὺς εἰσάγουν καὶ ἀφορμὲς γιὰ σκέψη καὶ διάλογο. Γι' αὐτὸ καὶ τὰ καλοπροαίρετα σχόλια εἶναι εὐπρόσδεκτα ἐδῶ, μᾶλλον δὲ καὶ ἐπιθυμητά. Εὐπρόσδεκτες ἐπίσης εἶναι καὶ οἱ ἐρωτήσεις. Ὁ δὲ διάλογος ἐνθαρρύνεται ὅλως ἰδιαιτέρως .