Ἡράκλειτος ὁ Ἐφέσιος καὶ τὸ πῦρ τῆς Κρίσεως

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου


Ὅταν ὁ Εὐριπίδης ἔδωσε στὸν Σωκράτη τὸ σύγγγραμα τοῦ Ἡρακλείτου καὶ τὸν ρώτησε «ποιά εἶναι ἡ γνώμη σου;» ἐκεῖνος ἀπήντησε: «ὅσα κατάλαβα εἶναι σπουδαῖα· νομίζω ὅτι τὸ ἴδιο σπουδαῖα θὰ εἶναι καὶ ὅσα δὲν κατάλαβα· ὡστόσο, χρειάζονται κάποιον κολυμβητὴ ἀπὸ τὴν Δῆλο». Δηλαδὴ γιὰ νὰ διεισδύσεις στὸ βάθος τῆς φιλοσοφικῆς σκέψεως αὐτοῦ τοῦ βιβλίου καὶ νὰ μὴ πνιγεῖς, θὰ πρέπει νὰ εἶσαι δήλιος κολυμβητὴς - ἦταν ξακουστοὶ οἱ κολυμβητὲς τῆς Δήλου, θεωροῦνταν οἱ πλέον δεινοὶ καὶ ἔμπειροι.

Ὁ Ἡράκλειτος ὡς φιλόσοφος ὀνομάσθηκε «σκοτεινός». Ὁ σατιρικὸς ποιητὴς τοῦ 3ου αἰ. π.Χ. Τίμων ὁ Φλιάσιος τὸν ἀπεκάλεσε «αἰνικτὴν» (αἰνικτὴς αἰνικτὴρ εἶναι αὐτὸς ποὺ μιλάει αἰνιγματωδῶς, δι’ ὑπαινιγμῶν). Τὸ ἔργο καὶ ἡ σκέψη τοῦ μεγάλου μας φιλοσόφου προσφέρουν δυνατότητες γιὰ πολλὲς ἀναγνώσεις. Ἔτσι, ὁ καθένας τὸν ἑρμνήνευσε κατὰ τὸ δοκοῦν. Πολλοὶ τὸν κατέκριναν. Ἄλλοι τὸν ὕμνησαν. Ἄλλοι τὸν εἶπαν ἄθεο, ἄλλοι τὸν εἶδαν ὡς προφήτη. Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης τὸν ἀποκαλεῖ ἅγιο στὸ ποίημά του «Τῆς Ἐφέσου» (ἀπὸ τὴν συλλογὴ Δεξιὰ τῆς Λύπης). 

Τὸ ὄνομα Ἡράκλειτος σημαίνει τὴν δόξα τῆς Ἥρας: Ἥρα + κλειτὸς (κλειτὸς εἶναι ὁ ἔνδοξος). Γεννήθηκε στὴν Ἔφεσο τῆς Ἰωνίας μεταξὺ τῶν ἐτῶν  544-535 π.Χ. καὶ ἔζησε ὅλα τὰ χρόνια τῆς ζωῆς του (60 τὸ σύνολον) ἐκεῖ. Ὑπῆρξε γόνος ἱερατικῆς οἰκογενείας μὲ καταβολὲς βασιλικές. Ὁ ἴδιος ὅμως ἀρνήθηκε κάθε κληρονομικὸ προνόμιο καὶ τὶς ὅποιες ἀξιώσεις γιὰ ἀνώτατες θέσεις. Ἀρνήθηκε ἀκόμη καὶ πρόσκληση τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Δαρείου νὰ μεταβεῖ στὴν αὐλή του προκειμένου ὁ βασιλιὰς νὰ ἀκούσει τὴν διδασκαλία του ἀπὸ κοντά. Ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὴν φαυλότητα τῶν συμπολιτῶν του ἀποτραβήχτηκε σὲ μέρη ἐρημικά, ὅπου τρέφονταν μὲ ἄγρια βότανα. 

Τὸ ὑπὸ τὸν τίτλον Περὶ φύσεως μοναδικὸ σύγγραμμά του τὸ ἀφιέρωσε στὸν ναὸ τῆς Ἀρτέμιδος, ποὺ ὑπῆρξε, ὡς γνωστόν, ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ θαύματα τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Στὸ βιβλίο αὐτὸ συμπτύσσεται μὲ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὸ τρόπο ἡ φιλοσοφική του σκέψη, στὴν ὁποία διακρίνουμε τρεῖς βασικὲς ἔννοιες:

Πῦρ - Γίγνεσθαι - Λόγος.

Πῦρ ἀείζωον

Στὴν ἐρώτηση «τί εἶναι ὁ κόσμος;» ὁ Ἡράκλειτος ἀπαντᾶ: «πῦρ ἀείζωον» (ἀείζωον εἶναι τὸ ἀεὶ ζῶν, αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ ζεῖ πάντα, τὸ αἰώνιο [ἀεὶ + ζωή]). «Τὰ δὲ πάντα οἰακίζει Κεραυνός», ἔλεγε, ἤτοι ὅλα τὰ κυβερνᾶ ὁ Κεραυνός.

Τὰ ἀποσπάσματα ποὺ χρησιμοποιοῦνται ἐδῶ εἶναι ἀπὸ τὴν συλλογὴ τοῦ Hermann Diels καὶ μπορεῖ νὰ τὰ βρεῖ ὁ ἀγαπητὸς ἀναγνώστης, μαζὶ μὲ ἄλλα πολλά, στὸν παρακάτω ἱστότοπο: 

Ὡς γνήσιος εἰδωλολάτρης ὁ Ἡράκλειτος πίστευε ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἀδημιούργητος καὶ αἰώνιος, ἀθάνατος: «κόσμον τόνδε, τὸν αὐτὸν ἁπάντων, οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ᾽ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ ἀείζωον ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα» (αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο, τὸν ἴδιο γιὰ ὅλους, οὔτε κανεὶς θεὸς οὔτε ἄνθρωπος τὸν ἔπλασε, ἀλλ’ ἦταν ἀπὸ πάντα καὶ εἶναι καὶ θὰ εἶναι αἰώνια ζωντανὴ φωτιά, ποὺ ἀνάβει καὶ σβήνει μὲ μέτρο). Κάποιοι στηριζόμενοι σὲ αὐτὸ τὸ χωρίο θεώρησαν τὸν Ἡράκλειτο ὡς πρόγονο τοῦ διαλεκτικοῦ ὑλισμοῦ - παντελῶς ἄστοχη ἑρμηνεία.

Γιὰ τὸν Ἡράκλειτο λοιπὸν ἡ πρωταρχικὴ οὐσία τοῦ κόσμου εἶναι τὸ ἀείζωον πῦρ, ἡ ζωντανὴ φωτιά, ποὺ ἀνάβει καὶ σβήνει διαρκῶς. Εἶναι, θὰ λέγαμε, ἡ κοσμολογικὴ σταθερὰ τοῦ φιλοσόφου μας αὐτή, ἡ ἴδια ἡ θεότης, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ σύμβολο τῆς ἀενάου μεταβολῆς. Ἕνα κομμάτι τῆς θεϊκῆς αὐτῆς φωτιᾶς εἶναι καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσο καθαρώτερη εἶναι ἡ φωτιά, τόσο τελειότερη ἡ ψυχή.

Φυσικὰ δὲν μποροῦμε νὰ συμφωνήσουμε μὲ αὐτά. Ὡστόσο τὸ πῦρ ἀποτελεῖ καὶ στὴν δική μας χριστιανικὴ παράδοση παράστατη προσφυεστάτη καὶ προσφιλεστάτη. Ὁ Θεὸς εἶναι «πῦρ καταναλίσκον». Ἡ λέξη θεὸς ἄλλωστε συνδέεται μὲ τὸ σανσκριτικὸ deva, ποὺ σημαίνει τὸ φῶς, τὴν ἡμέρα, τὴν λάμψη. Ἀπὸ ἐκεῖ προέρχεται καὶ ἡ λατινικὴ deus, ποὺ σημαίνει τὸν Δία (ὁ Ζεύς, τοῦ Διός). Γιὰ τὸν Πλάτωνα βέβαια ἡ λέξη προέρχεται ἀπὸ τὸ θέω, ποὺ σημαίνει τρέχω, ρέω (ρήματα πολὺ σχετικὰ πρὸς τὴν φιλοσοφία τοῦ Ἡρακλείτου), γνώμη ποὺ ἀσπάσθηκαν καὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τὶς δύο σημασίες συνδέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ὁποῖος δέχεται τὴν πλατωνικὴ ἑρμηνεία, ὡστόσο προσθέτει καὶ τὴν ἄποψη ὅτι ἡ λέξη θεὸς μπορεῖ νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα αἴθω, ποὺ σημαίνει ἀνάβω, καίω, λάμπω. Ἄλλωστε τὸ θέω μὲ τὴν ἔννοια τοῦ τρέχω καὶ τὸ θέω μὲ τὴν ἔννοια τοῦ καίω καὶ λάμπω δὲν ἀπέχουν πολύ· ἡ ταχύτης οὕτως ἢ ἄλλως προσδίδει θερμότητα καὶ λάμψη· ἐκεῖνο ποὺ τρέχει μὲ τὴν πιὸ μεγάλη ταχύτητα, τὸ ὀνομάζουμε φῶς. Ὁ Ἐμπεδοκλῆς θὰ πεῖ ἀργότερα ὅτι τὸ φῶς εἶναι κίνηση.

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ. Ἀνέφερα πιὸ πάνω τὰ ρήματα θέω καὶ αἴθω. Πιὸ σωστὸ θὰ ἦταν νὰ πῶ θέειν καὶ αἴθειν, νὰ τὰ ἐκφέρω δηλαδὴ στὴν ἀπαρεμφατική τους μορφή, ποὺ δὲν φανερώνει πρόσωπο καὶ ἀριθμό. Τὸ ἀπαρέμφατο εἶναι κάτι ποὺ δυστυχῶς ἀφαιρέσαμε ἀπὸ τὴν γλῶσσα μας. Τώρα τελευταῖα κάτι πάει νὰ γίνει· λέμε καὶ κανένα «ἐπιχειρεῖν», γιὰ παράδειγμα. Τὸ ἀπαρέμφατο, ὅπως καὶ ἡ μετοχή, ποὺ εἶναι οἱ δύο ὀνομαστικοὶ τύποι τοῦ ρήματος, ἀποτελοῦν πολὺ χρήσιμα ἐργαλεῖα τῆς γλώσσας. Τὸ ρῆμα σχηματίζει μαζὶ μὲ τὶς 4 ἐγκλίσεις του (ὁριστικὴ - ὑποτακτικὴ - εὐκτικὴ - προστακτικὴ) καὶ τοὺς δύο αὐτοὺς ὀνομαστικοὺς τύπους. Πιὸ συγκεκριμένα τὸ ἀπαρέμφατο  εἶναι ἀφηρημένο ρηματικὸ οὐσιαστικὸ ἄκλιτο, ποὺ σχηματίζεται ἀπὸ τὸ θέμα τοῦ ρήματος καὶ φανερώνει συγχρόνως διάθεση καὶ χρόνο. Ἐκεῖνο ποὺ δὲν φανερώνει, ἤτοι παρεμφαίνει (καὶ γι’ αὐτὸ λέγεται ἀπαρέμφατο) εἶναι ὡρισμένο πρόσωπο καὶ ἀριθμό. Ἡ λέξη ἀ π α ρ έ μ φ α τ ο εἶναι τετρασύνθετος: -παρὰ-ἐν-φαίνειν = δὲν παρεμφαίνει, ἤτοι φανερώνει (πρόσωπο καὶ ἀριθμό). «Ψιλὰ γράμματα», θὰ πεῖ κανείς. Ἐδῶ ποὺ φτάσαμε, ναί.

Ἁπλοποιῶντας (πολὺ) τὴν σκέψη τοῦ Ἡρακλείτου, θὰ λέγαμε ὅτι αὐτὸς στὴν θέση τοῦ ὕδατος ὡς κοσμογονικοῦ δομικοῦ στοιχείου (Θαλῆς) ἢ τοῦ ἀέρος (Ἀναξιμένης) θέτει τὸ πῦρ. Τὸ πῦρ, τὸ ὁποῖο περισσότερο ἐννοοῦσε ὡς ἐνέργεια (καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἔρχεται πολὺ κοντὰ στὶς ἀπόψεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης), ἀποτελεῖ γιὰ τὸν μεγάλο Ἐφέσιο τὴν κινητήρια δύναμη τοῦ παντός. 

Ὁ κόσμος ὑφίσταται ἐπειδὴ τὸ πῦρ διαρκῶς μεταλλάσσεται σὲ ἀέρα, ὕδωρ, γῆ, καὶ τἀνάπαλιν (κυκλικὴ τροχιά). Τὰ πάντα προέρχονται ἀπὸ τὴν μετατροπὴ (ἀραίωση - πύκνωση) αὐτῆς τῆς θερμικῆς ἐνεργείας (τῆς «ἀνάσας», ὅπως τὴν ἀποκαλοῦσε), ποὺ ἀποτελεῖ τὸ πιὸ δραστικὸ καὶ ἐνεργητικὸ κοσμολογικὸ στοιχεῖο. 

Μπορεῖ νὰ φαίνεται ὅτι γύρω μας κυριαρχοῦν οἱ μεγάλες κοσμικὲς δυνάμεις τοῦ ὕδατος, τῆς γῆς, τοῦ ἀέρος, ὅμως τὸ πῦρ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἐμψυχώνει καὶ φωτίζει τὰ πάντα. Τὸ πῦρ θέτει τὸν κόσμο σὲ κίνηση, δημιουργεῖ τὸ γίγνεσθαι. Ἀπὸ αὐτὸ προέρχονται τὰ πάντα καὶ ἀπὸ τὰ πάντα αὐτὸ («καὶ ἐκ πάντων ἓν καὶ ἐξ ἑνὸς πάντα»). Ἔχουμε καὶ στὸν Ἡράκλειτο τὸν ἐπιμερισμὸ τοῦ Ἑνὸς σὲ πολλὰ καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ πολλαπλοῦ στὸ πρωταρχικὸ Ἕν. Τὸ συνταίριασμα ἑνότητος καὶ πολλαπλότητος ἀποτελεῖ κοινὸ τόπο σὲ ὅλους τοὺς φιλοσόφους μας ㅡ παρ’ ὅλες τὶς διαφορές τους.

Ἀξίζει ἐπίσης νὰ σημειώσουμε ὅτι καὶ τὸ πῦρ τοῦ Ἡρακλείτου καὶ τὸ ὕδωρ τοῦ Θαλῆ καὶ ὁ ἀὴρ τοῦ Ἀναξιμένους καὶ τὸ ἄπειρον τοῦ Ἀναξιμάνδρου, στὰ ὁποῖα μέχρι στιγμῆς ἔχουμε ἀναφερθεῖ, δὲν εἶναι οὔτε ὑλικὲς οὔτε λογικὲς ἢ ἰδεατὲς ἀρχές. Τί ἀκριβῶς εἶναι κανεὶς δὲν γνωρίζει. Ἐγὼ δὲ ταπεινὰ φρονῶ ὅτι καὶ οἱ ἴδιοι οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι δὲν θέλησαν νὰ τὶς προσδιορίσουν ἐπακριβῶς, διότι στὴν ἔρευνά τους διεπίστωναν ὅτι ψηλαφίζουν ἕνα ἀνεξιχνίαστο μυστήριο. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν δημιουργία τῶν πάντων, ποὺ δίνει τὸ εἶναι καὶ τὸ γίγνεσθαι σὲ ὅλα τὰ ὄντα, ποὺ μοιάζει νὰ ταυτίζεται μὲ αὐτά, ἀλλὰ συγχρόνως νὰ μὴν ἔχει οὐσιαστικὴ σχέση μαζί τους, ποὺ ἐν τέλει εἶναι τὰ πάντα καὶ τίποτε (ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ὄντα, ἐννοῶ). Παρομοίως καὶ τὸ ἡρακλείτειον πῦρ εἶναι τὰ πάντα καὶ τίποτε ἀπ’ ὅλα.

*

Στὸ ἑπόμενο ἄρθρο μας θὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν σύλληψη τῆς ἰδέας τοῦ γίγνεσθαι ἀπὸ τὸν μέγα σοφὸ τῆς Ἐφέσου.

Ἐπὶ τοῦ παρόντος θὰ τελειώσουμε μὲ δύο ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου του, τὰ ὁποῖα ἀπαντοῦν σὲ συγγράμματα τοῦ Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως καὶ τοῦ ἁγίου Ἱππολύτου Ρώμης ἀντιστοίχως.

«Λήσεται μὲν γὰρ ἴσως τὸ αἰσθητὸν φῶς τις, τὸ δὲ νοητὸν ἀδύνατον ἐστιν, ἢ ὣς φησιν Ἡράκλειτος· τὸ μὴ δῦνόν ποτε πῶς ἂν τις λάθοι;»

Θὰ ξεφύγει ἴσως κανεὶς ἀπὸ τὸ αἰσθητὸ φῶς, ἀλλ’ εἶναι ἀδύνατον νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸ νοητό. Ἤ, ὅπως λέει ὁ Ἡράκλειτος, πῶς νὰ κρυφτεῖ κανεὶς ἀπ' αὐτὸ (τὸ φῶς) ποὺ δὲν δύει ποτέ;

«Πάντα γὰρ τὸ πῦρ ἐπελθὸν κρινεῖ καὶ καταλήψεται».

Ὅταν ἔλθει τὸ πῦρ, θὰ κρίνει καὶ θὰ καταλάβει τὰ πάντα.

Πόσο μοιάζει τὸ τελευταῖο χωρίο μὲ αὐτὸ ποὺ ψάλλουμε κατὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία: «πυρὶ γὰρ δοκιμάσει τὰ σύμπαντα»!

Καὶ ἂς ἀνατρέξουμε γιὰ τὴν κατανόησή του στὸ γ΄ κεφάλαιο τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς τοῦ ἀπ. Παύλου, καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὴν περικοπὴ ποὺ διαβάζουμε στὴν ἐκκλησία (στίχ. 9-17).

Ἐκεῖ λοιπὸν τονίζει ὁ ἀπόστολος ὅτι ὁ καθένας ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας θὰ πρέπει νὰ κοιτάζει τὸ δικό του ἔργο καὶ νὰ μὴν ἀνακατεύεται εἰς τὰ τῶν ἄλλων. Ἐμένα, λέει, μοῦ δόθηκε ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ θεμελιώνω Ἐκκλησίες μεταξὺ τῶν ἐθνῶν. Πάνω σ' αὐτὸ τὸ θεμέλιο μποροῦν τώρα νὰ ἔλθουν ὅσοι θέλουν καὶ νὰ κτίσουν. Ἀλλ' ὁ καθένας ἀπ' τοὺς κτίστες ἂς προσέχει πῶς οἰκοδομεῖ πάνω του. Δὲν ἔχει πλέον αὐτὸς δουλειὰ μὲ τὸ θεμέλιο· ἂς ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ κτίσιμο. Καὶ ἂς προσέχει τί κτίζει, μὲ τί ὑλικά. Ἂν αὐτὰ ποὺ κτίζει εἶναι μὲ χρυσό, ἀσήμι καὶ πολυτίμους λίθους, ὅταν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως ἔλθει δραστικὴ σὰν τὴν φωτιὰ ἡ θεία ἐνέργεια (δικαιοσύνη), θὰ ἀντέξουν καὶ θὰ λαμπυρίσουν ἀκόμη περισσότερο. Ἂν ὅμως ἔκτισε μὲ σανίδες καὶ καλάμια καὶ ἄχυρο, δὲν θὰ ἀντέξουν, θὰ κατακαοῦν, ὡς εὔφλεκτα ὑλικά.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάτι χειρότερο. Ἔχει νὰ κάνει μὲ αὐτοὺς ποὺ ἀντὶ νὰ κτίζουν, ἔστω καὶ μὲ ἄχυρο, γκρεμίζουν. Αὐτοὺς ποὺ ἀπεργάζονται τὰ σχίσματα καὶ τοὺς φατριασμοὺς μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἢ διδάσκουν πλανεμένα. Αὐτοὶ θὰ καταστραφοῦν (οἱ ἀμετανόητοι, ἐννοεῖται). Οἱ κτίζοντες μὲ ἀχυρένια ὑλικὰ θὰ σωθοῦν, μόλις καὶ μετὰ βίας ἔστω, διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου, ὅπως λέμε. Οἱ ἄλλοι ὅμως θὰ καταστραφοῦν, θὰ κατακαοῦν.

Ἂς προσέχουμε λοιπὸν τὶς διαιρέσεις καὶ τὰ σχίσματα κυρίως, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι λίγοι αὐτοὶ ποὺ ἀπεργάζονται ἠθελημένα ἢ ἀθέλητα στὶς μέρες μας.

Ἂς προχωροῦμε μὲ ταπείνωση. Χωρὶς νὰ ἀνακατευόμαστε στὸ ἔργο τῶν ἄλλων. Ἂς δεχόμαστε μὲ ὑπομονὴ τὶς ταπεινωτικὲς δοκιμασίες. Ὁ ταπεινὸς δὲν ἔχει τίποτε νὰ φοβηθεῖ, «ὅτι ἐν πυρὶ δοκιμάζεται χρυσὸς καὶ ἄνθρωποι δεκτοὶ ἐν καμίνῳ ταπεινώσεως», ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ σοφιολογικὴ γραμματεία τῶν παλαιῶν χρόνων (Σοφία Σειρὰχ β΄ 5).

Ὅπως ὁ χρυσὸς μὲ τὴν φωτιὰ καθαρίζεται καὶ γίνεται δόκιμος καὶ γνήσιος, ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρωποι γἰνονται δεκτοὶ καὶ εὐάρεστοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μέσα στὴν κάμινο τῶν δοκιμασιῶν καὶ τῆς ταπεινώσεως.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Προσοχὴ στὰ ΑΜΗΝ τοῦ Facebook!

Ὁμοφυλοφιλία καὶ ὁμοφυλόφιλοι

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἱεροὶ κανόνες γιὰ τὴν ὁμοφυλοφιλία