Ἔρως

 

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου


Ὁ ποιητικὸς θρῦλος θέλει τὸν Ἔρωτα φτερωτὸ θεὸ ποὺ ἐξαπολύει τὰ βέλη του καὶ λαβώνει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων — δύσκολα ξεμπερδεύει ὁ λαβωθεὶς ἀπὸ τὸ ἀκατανίκητο τοῦτο βέλος.

Ἀλλ’ εἶναι ὄντως φτερωτός; Ναί!

Εἶναι θεός; Ὄχι!

Ἂν ἦταν θεός, ὅπως ἐξηγεῖ ἡ Διοτίμα (ἱέρεια τῆς Μαντινείας) στὸν Σωκράτη (Πλάτωνος Συμπόσιον 202d), θὰ ἦταν εὐδαίμων, ὅπως οἱ θεοί· θὰ εἶχε τὴν πληρότητα τῶν ἀγαθῶν ποὺ ἐκεῖνοι ἔχουν. Δὲν τὴν ἔχει ὅμως. Ποθεῖ τὰ ὡραῖα καὶ ἀγαθά, ἐπειδὴ ἀκριβῶς τοῦ λείπουν, τὰ στερεῖται. 

Ὁ Ἔρως οὔτε τέλειος εἶναι, οὔτε ἀγαθός, οὔτε τόσο ὄμορφος, ὅσο τὸν παρουσιάζουν, οὔτε σοφός, οὔτε ἀθάνατος.

Τότε τί; Εἶναι ἀτελὴς καὶ ἄσχημος καὶ ἀμαθὴς καὶ θνητός; Οὔτε!

Ἀλλά; Κάτι τὸ ἐνδιάμεσο. Μεταξὺ ἀτελείας καὶ τελειότητος — γι’ αὐτὸ καὶ τείνει πρὸς τὴν τελειότητα. Μεταξὺ ἀμαθείας καὶ σοφίας — γι’ αὐτὸ πάντα φιλόσοφος (φιλεῖ, ἤτοι ἀγαπᾶ τὴν σοφία), προσπαθεῖ νὰ πλουτίσει τὴν ἀμάθειά του. Εἶναι μεταξὺ ἀθανασίας καὶ θνητότητος — γι’ αὐτὸ ποθεῖ πάντα τὴν ἀθανασία.

Ὁ Ἔρως εἶναι γυιὸς τοῦ Πόρου (προσωποποίηση τῆς ἀφθονίας καὶ τοῦ πλούτου) καὶ τῆς Πενίας (πτωχεία). Συνελήφθη στὰ γενέθλια τῆς Ἀφροδίτης, γι’ αὐτὸ εἶναι πιστὸς ἀκόλουθος καὶ θεράπων (ὑπηρέτης) της. Εἶναι δὲ καὶ ἐραστὴς τῆς ὀμορφιᾶς, διότι καὶ ἡ Ἀφροδίτη εἶναι ὄμορφη. Ἀπὸ τὴν μητέρα του τὴν Πενία κληρονόμησε τὴν ἀνέχεια. Ἀπὸ τὴν μεριὰ τοῦ πατέρα του πῆρε τὴν γοητεία, τὴν ἐπινοητικότητα καὶ τὴν συνήθεια νὰ στήνει παγίδες στοὺς ὡραίους καὶ ἀρχοντικούς. Ὅταν ἀποκτήσει ὅλα τὰ καλά, πεθαίνει. Ξανάρχεται ὅμως στὴν ζωή, καὶ αὐτὸ τὸ χρωστᾶ στὴν ἀθάνατη φύση τοῦ πατέρα του.

Ὁ Σωκράτης, ἡ Διοτίμα καὶ ὁ Ἔρως
Δὲν εἶναι λοιπὸν θεὸς πρεσβύτατος μέγας ὁ Ἔρως, ὅπως θέλουν μεγαλειώδεις 
περὶ τούτου ὑμνολογικὲς διακηρύξεις. Ναί, ὑμνολογεῖται ὡς πηγὴ πάσης ἀρετῆς καὶ πάσης εὐδαιμονίας, ὅμως δὲν εἶναι. Δὲν εἶναι θεός. Ἀλλὰ δὲν εἶναι καὶ ἄνθρωπος. Τότε τί; «Δαίμων μέγας», θὰ πεῖ ὁ Πλάτων διὰ στόματος Διοτίμας στὸ Συμπόσιον (202e). Ἡ λέξη δαίμων δὲν εἶχε τότε τὴν σημερινὴ σημασία. Γιὰ τοὺς ἀρχαίους οἱ δαίμονες ἦσαν ὄντα μεταξὺ θεῶν καὶ ἀνθρώπων. Δι’ αὐτῶν ἔρχονταν σὲ ἐπικοινωνία ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ θεῖον, ὁ αἰσθητὸς μὲ τὸν νοητὸ κόσμο. Διότι «θεὸς ἀνθρώπῳ οὐ μείγνυται» (Συμπόσιον 202e)· ὁ θεὸς (τὸ θεῖον) δηλαδὴ δὲν συγχρωτίζεται μὲ τὸν ἄνθρωπο (τοὺς ἀνθρώπους γενικῶς). Αὐτὴ εἶναι μία ἀληθὴς εἰδωλολατρικὴ διαπίστωση. Ἡ ὑπέρβασή της ἔγινε ἐν Χριστῷ, στὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἑνώθηκαν (ἐμείχθησαν) Θεὸς καὶ ἄνθρωπος.

Πάντως ὁ εἰδωλολάτρης Πλάτων μὲ τὸν Ἔρωτα ὡς συνδετικὸ κρίκο ἑνώνει τὰ διεστῶτα, οὐρανὸ καὶ γῆ, θεὸ καὶ ἄνθρωπο, θνητὴ καὶ ἀθάνατη φύση, ἀρχέτυπο νοητὸ κόσμο καὶ αἰσθητό, ποὺ ἀποτελεῖ ἀντίγραφό του. Εἶναι ἔργο τοῦ Ἔρωτος αὐτὸ στὸ πλατωνικὸ σύστημα. 

Στὴν φυσική του διάσταση τώρα ὁ ἔρως εἶναι ἑλκτικὴ δύναμη πού, ὅπως θὰ ἔλεγε καὶ ὁ Ἀριστοτέλης, ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ κινήσεως τοῦ σύμπαντος κόσμου. Παντοῦ ὑπάρχει ὁ ἔρως. 

Στὸ ζωϊκὸ βασίλειο τὸν ἀντιλαμβανόμαστε ὡς ἐνστικτώδη ὁρμή. Τὸ ἴδιο ἰσχύει ἀφετηριακὰ καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ὁρμὴ αὐτὴ μπορεῖ νὰ διαχυθεῖ πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσιν. Ὡς φυσικὴ ἀνάγκη μπορεῖ νὰ ἱκανοποιηθεῖ μὲ χίλιους τρόπους, «κατὰ φύσιν» καὶ «παρὰ φύσιν»· μὲ ἄτομα τοῦ ἀντίθετου φύλου, μὲ ἄτομα τοῦ ἴδιου φύλου, μὲ παιδεραστία, μὲ κτηνοβασία, μὲ αὐτοερωτισμό, μὲ τεχνητοὺς καὶ ἄλλους τρόπους. 

Μπορεῖ ὅμως καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὴν «ὑπὲρ φύσιν» πορεία, μία μυσταγωγικὴ ἀνάβαση ποὺ περιγράφει μὲ περίτεχνο τρόπο στὸ Συμπόσιόν του ὁ Πλάτων χρησιμοποιῶντας τὴν εἰκόνα μιᾶς κλίμακος πέντε (κατ’ ἄλλους ἑπτὰ) ἀναβαθμῶν. 

Τὴν φυσικὴ ὁρμὴ κατευθύνει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ὡς βούλεται. Ἡνίοχον ὀνομάζει τὸν νοῦ στὸν Φαῖδρο ὁ θεῖος φιλόσοφος, οἱ δὲ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἡγεμόνα — πολλὲς φορὲς συμβαίνει νὰ μὴ κατευθύνει ὁ ἡγεμὼν νοῦς τὴν ὁρμή, ἀλλ’ ἡ ὁρμὴ τὸν νοῦ· καὶ εἶναι τραγικὸ ὅταν αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος τὸ ὀνομάζει ἐλευθερία.

Τὸ ταξίδι τοῦ ἔρωτος γιὰ τὸν Πλάτωνα ἀρχίζει ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ ἀόριστη φυσικὴ ὁρμὴ ἐπικεντρώνεται σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ ὡραῖα πρόσωπα¹, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἐλεύθερα ἐπιλέγει ὁ ἄνθρωπος — συνήθως ἐπιλέγει μὲ βάση τὸ ἐξωτερικὸ κάλλος, πρὸς αὐτὸ αὐθόρμητα στρέφεται, ὅπως τὸ ἡλιοτρόπιο πρὸς τὸν ἥλιο.

¹ «Ὡραῖα σώματα», θυμόσαστε, τὰ ὀνομάζει. Μὲ τὴν λέξη «σῶμα» ἐννοεῖ τὸν ὅλον ἄνθρωπο, ἀπὸ ἐξωτερικῆς ἀπόψεως — βλ. σχετικὴ ἀναφορὰ σὲ προηγούμενο ἄρθρο μας ἀκολουθῶντας τὸν σύνδεσμο: 
https://pdimtheodor.blogspot.com/2023/11/blog-post.html 

Αὐθόρμητα μοῦ ’ρχεται στὸν νοῦ ἐδῶ τὸ Ἐπίγραμμα τοῦ Ὀδ. Ἐλύτη, ποὺ τόσο περίτεχνα μελοποίησε ὁ Μ. Χατζιδάκις — περιέχεται στὸν δίσκο Μεγάλος Ἐρωτικός, ἕνα διαμάντι τῆς ἑλληνικῆς δισκογραφίας. Τὸ παραθέτω καὶ ὁ καθεὶς ἂς τὸ προσαρμόσει ὡς ἐμπνέεται στὸ νόημα τῶν παραπάνω. 

Πρὶν ἀπ’ τὰ μάτια μου ἤσουν φῶς
Πρὶν ἀπ’ τὸν Ἔρωτα ἔρωτας
Κι ὅταν σὲ πῆρε τὸ φιλὶ
Γυναῖκα!

Ἡ προσήλωση σὲ ἕνα πρόσωπο μπορεῖ νὰ βοηθήσει τὸν ἄνθρωπο νὰ πλουτίσει τὴν ψυχή του μὲ ὄμορφα καὶ εὐγενικὰ διανοήματα γι’ αὐτὸ (τὸ ἐρώμενο πρόσωπο).

Μέσῳ τῆς προσηλώσεως στὸ ἕνα μπορεῖ νὰ ἀναχθεῖ στὰ πολλά, νὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι ὄχι μόνον σὲ ἕνα ἢ δύο, ἀλλὰ σὲ πολλὰ σώματα μπορεῖ καὶ ὑπάρχει αὐτὸ τὸ ἐξωτερικὸ κάλλος ποὺ ἐκεῖνος ἠράσθη (ἐρωτεύθηκε) καὶ ἐθαύμασε. Καὶ ἔτσι νὰ πλατυνθεῖ ἡ ψυχή του καὶ νὰ μὴ ζημιωθεῖ ἀπὸ τὴν ἀποκλειστικὴ προσήλωση καὶ τὸν μονομερῆ θαυμασμό. Ἀπὸ τὴν θέαση τοῦ ἑνὸς δηλαδὴ νὰ ἀναχθεῖ στὴν θέαση τῶν πολλῶν καὶ νὰ ἀρχίσει νὰ ἀναζητεῖ τὸν κοινό τους λόγο, ἀντιλαμβανόμενος πὼς ὅλα τὰ σώματα μετέχουν στὴν ἰδέα τοῦ «καλοῦ» (ὡραίου). Ὅταν τὸ ἀντιληφθεῖ, θὰ γίνει ἐραστὴς ὅλων τῶν ὡραίων σωμάτων καταφρονῶντας καὶ θεωρῶντας μικροπρεπῆ τὸν ἔρωτα γιὰ ἕνα μόνο σῶμα. «Τοῦτο δ’ ἐννοήσαντα καταστῆναι πάντων τῶν καλῶν σωμάτων ἐραστὴν²» (Συμπόσιον 210b). 

² Ἂν ἐδῶ ἡ λέξη ἐραστὴς ἔχει σαρκικὴ χροιά, τότε ὁ Πλάτων ὠθεῖ πρὸς τὸν πανσεξουαλισμό!   

Δὲν ἀφορμᾶται ὅμως ὁ ἔρως μόνον ἀπὸ τὴν γενετήσια ὁρμή· μπορεῖ καὶ ἀπὸ τὸ συναίσθημα καὶ τὸ πνεῦμα. Γι’ αὐτὸ καὶ κατευθύνεται ὄχι μόνον πρὸς πρόσωπα, ἀλλὰ καὶ πρὸς ἀξίες, ἔννοιες, ἰδέες (δικαιοσύνη, ἀρετή, πατρίδα, οἰκογένεια).

Ὡς φαίνεται ὅμως, οἱ πολλοὶ — ἂν ὄχι οἱ περισσότεροι — δὲν ἔχουν τὴν διάθεση νὰ προχωρήσουν πέραν τοῦ σωματικοῦ ἔρωτος. Ἡ ἀνάβασις εἶναι ἐπίπονος.

Ὅσοι θέλουν πάντως, μποροῦν ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τοῦ αἰσθητοῦ νὰ ἀνέλθουν σ’ ἐκεῖνο τοῦ ψυχικοῦ κάλλους. Ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος ἀνακαλύπτει τὶς ὄμορφες ψυχές, τὶς ἀγαθὲς καὶ ἔντιμες σχέσεις, τὰ χρηστὰ ἤθη, τὰ λαμπρὰ ἔργα τοῦ πολιτισμοῦ. Αὐτὰ ἐρωτεύεται. Στὴν ἀρχὴ μπορεῖ νὰ προσηλωθεῖ στὸ ψυχικὸ κάλλος ἑνὸς μόνον ἀνθρώπου γιὰ τὸν ὁποῖον νιώθει μοναδικὸ θαυμασμό. Ὅπως μὲ τὰ σώματα, ἔτσι κι ἐδῶ θὰ μπορέσει, ἂν θέλει, νὰ ἀναχθεῖ ἀπὸ τὴν θέα τοῦ ἑνὸς στὴν θέα τῶν πολλῶν, νὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι τὸ κάλλος τῆς μιᾶς ψυχῆς ποὺ ἐκεῖνος θαυμάζει, ὑπάρχει καὶ σὲ ἄλλες ψυχές.

Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, τέλος, νὰ προβιβασθεῖ στὸ νοητὸ ἐπίπεδο, τὸ ἐπίπεδο τῆς γνώσεως τῶν αἰωνίων προτύπων (ἰδεῶν).

Στὴν κορυφὴ τῆς κλίμακος  «ἐξαίφνης» (ὅ.π. 210ε) θὰ τοῦ ἀποκαλυφθεῖ τὸ Ἀγαθόν, ἡ πηγὴ τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ὡραιότητος, ἡ ταυτότης τοῦ ὄντως ὄντος, τὸ κάλλος τὸ ἀπερίγραπτον, τὸ ἀναφὲς (ἄθικτον) καὶ ἀΐδιον (πάντα τὸ αὐτό), ποὺ οὔτε αὐξάνεται οὔτε ἐλαττοῦται, οὔτε γεννᾶται οὔτε πεθαίνει, οὔτε φθείρεται, οὔτε ἀπόλλυται, οὔτε ὑπόκειται στὶς κατηγορίες τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου· «ἀεὶ ὂν καὶ οὔτε γιγνόμενον οὔτε ἀπολλύμενον, οὔτε αὐξανόμενον οὔτε φθίνον» (ὅ.π. 211a).

Ὅλες οἱ ὀμορφιὲς ἔρχονται καὶ παρέρχονται. Ὑπάρχουν ὡς εἴδωλα τῆς πρώτης ἐκείνης ὑπέρτατης καὶ ἀναλλοίωτης· καὶ ὑπάρχουν κατὰ μέθεξιν μόνον, μετέχοντας δηλαδὴ σ’ ἐκείνη. Τὸ νοητὸν κάλλος ἀντίθετα δὲν χρειάζεται νὰ μετέχει σὲ κάτι ἄλλο γιὰ νὰ εἶναι καλό· εἶναι ἀπὸ τὴν φύση του. Ἀνήκει στὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν, ὅπου τὸ «καλὸν» (ὡραῖον) ταυτίζεται μὲ τὸ ἀγαθὸν («καλὸν κἀγαθόν»).

Ὁ ἔρως γιὰ τὸν Πλάτωνα εἶναι οὐρανοδρόμος. Δὲν εἶναι κάτι πεζό, ἐπιφανειακὸ καὶ ἐφήμερο. Δὲν εἶναι «κατακτήσεις» καὶ τέτοια. Ἐκφράσεις ὅπως «μεγάλος κατακτητής», «τῆς ἔκλεψε τὴν καρδιὰ» καὶ ἄλλες παρόμοιες ἐκφράζουν ἀντιλήψεις πολὺ ρηχές. 
Ὁ πλατωνικὸς ἔρως εἶναι ἀνάμνηση τῆς ἀρχαίας μακαριότητος. Ἡ ψυχὴ θυμᾶται καὶ δὲν ξεχνᾶ τὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν, τὴν ἀρχέγονη πατρίδα της. Εἶναι ἐρωτευμένη μὲ τὸ ἰδεατὸ ἀρχέτυπό της. Ὅσοι δὲν εἶναι, λογίζονται ὡς ἀνέραστοι. Οἱ «ἐρωτιάρες» ψυχὲς εἶναι αἰώνια ἐρωτευμένες. Μὲ τί; Μὲ τὰ πάντα· μὰ κυρίως μὲ τὸ ἀρχέτυπο, τὸ ἴνδαλμα. Μπορεῖ ἡ ἐρωτικὴ διάθεση νὰ ἐπενδύεται σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως, στὰ σώματα, στὶς ψυχές, στὶς ἀμέτρητες ὀμορφιές, στὴν τέχνη, στὴν ἐπιστήμη, παντοῦ· ὅμως ἡ ἐρωτικὴ ψυχὴ ποτὲ δὲν ξεχνᾶ τὴν ἀρχέτυπη εἰκόνα. Ὁ ἐρωτευμένος δὲν λησμονεῖ. Πάντα μπροστά του ἔχει τὴν μορφὴ τοῦ ἐρωμένου προσώπου. Ὅταν πάψει νὰ θυμᾶται, ἔχει πάψει καὶ νὰ εἶναι ἐρωτευμένος.

Τόσο ψηλὰ ἔχει τὸν ἔρωτα ὁ Πλάτων, ποὺ πιστεύει ὅτι ὅταν ἡ ψυχὴ φτερουγίσει στὰ κράσπεδα τοῦ νοητοῦ κόσμου, ἔχει κερδίσει τὴν ἀθανασία — τὸ νόημα κάθε ἔρωτος ἐν τέλει. Διότι σὲ κάθε του βῆμα ὁ ἔρως ποθεῖ τὴν ἀθανασία, τὴν ὁποία καὶ προσπαθεῖ νὰ πετύχει (καὶ πετυχαίνει ἐν μέρει) σὲ καθ' ἕνα ἀπὸ τὰ τρία ὑπαρξιακὰ ἐπίπεδα.

Στὸ αἰσθητό, μὲ τὸν φυσικὸ τόκο, τὴν κατὰ σάρκα γέννηση (τεκνογονία), διὰ τῆς ὁποίας διαιωνίζεται τὸ γένος.

Στὸ ψυχικό, μὲ τὴν ὑστεροφημία (ἀθανασία τοῦ ὀνόματος³), τὰ ἔργα, τὴν εὐδαιμονία ποὺ κληροδοτεῖ κανεὶς στοὺς ἀπογόνους.

³ Φωνάζουμε μερικὲς φορὲς «Ἀθάνατος!» γιὰ κάποιον ποὺ εἶναι σπουδαῖος.

Ὅμως ἡ τελειότης ταυτίζεται μὲ τὴν μετοχὴ στὴν ἀρχέτυπη ἀθανασία. Στὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν ἐπιστρέφοντας ἡ ψυχὴ κερδίζει τὴν ἀθανασία.

Οἱ ἀντιλήψεις αὐτὲς εἶναι ἐξάπαντος πολὺ γοητευτικές, περιέχουν δὲ καὶ ψήγματα ἀληθείας. Συγχρόνως ὅμως στοιχειοθετοῦν αὐταπάτες. Δὲν εἶναι ἀθανασία αὐτό.

Πρῶτον, τὸ νὰ διαιωνίζεται τὸ ἀνθρώπινο γένος διὰ τῆς τεκνογονίας συνιστᾶ μία μερική, ἂς τὸ ποῦμε ἔτσι, ἀθανασία. Μπορεῖ ἡ ἀνθρωπότης νὰ διαιωνίζεται (ποιός ξέρει μέχρι πότε), ἐγὼ πάντως πεθαίνω! Εἶναι ἐλλιπὴς αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ ἀθανασία.

Ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ ἀθανασία ποὺ συνδέεται μὲ τὴν ὑστεροφημία. Καλὸν εἶναι νὰ ζεῖ τὸ ὄνομά μου, ὡραία ἡ κληρονομιὰ γιὰ τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἐγγόνια μου, ὅμως μὲ μένα τί γίνεται; Ἐγὼ πῶς θὰ συνεχίσω νὰ ὑπάρχω ὡς ὁλοκληρωμένη ὕπαρξη;

Τέλος, καὶ ἡ πνευματικὴ ἀθανασία τοῦ Πλάτωνος δὲν διασώζει τὴν ἀκεραιότητα τοῦ εἶναι. Μιλάει γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς. Μὲ τὸ σῶμα ὅμως τί γίνεται; Ὁ Πλάτων καθόλου φυσικὰ δὲν νοιάζεται. Γι’ αὐτὸν τὸ σῶμα εἶναι φυλακή, «σῆμα» (τάφος) τῆς ψυχῆς· «καὶ γὰρ σῆμά τινές φασιν αὐτὸ εἶναι τῆς ψυχῆς, ὡς τεθαμμένης ἐν τῷ νῦν παρόντι» (Κρατύλος 400c· πρβλ. καὶ Φαίδωνα 62b). Ἡ ψυχὴ γιὰ τὸν Πλάτωνα — καὶ ὄχι γι' αὐτὸν μόνον  ἐλευθερώνεται ὅταν ἐγκαταλείπει τὸ σῶμα καὶ πετᾶ πρὸς τὸ μακρινὸ προγονικὸ λίκνο.

Γιὰ τοὺς ἀρχαίους ὁ ἄνθρωπος ἔχει σῶμα. Γιὰ μᾶς εἶναι σῶμα. Τὸ σῶμα δηλαδὴ ἀποτελεῖ μέρος τῆς ὑπάρξεώς μας. Δὲν μποροῦμε συνεπῶς νὰ δεχθοῦμε μίαν ἀθανασία ποὺ ἀναφέρεται μόνον στὴν ψυχή. Αὐτὸ εἶναι ἀναπηρία! — δυστυχῶς καὶ ἐκ τῶν χριστιανῶν πολλοὶ ἔχουν παρόμοιες ἀντιλήψεις, πιστεύουν δηλαδὴ ὅτι ἡ ψυχὴ θὰ σωθεῖ μόνη, χωρὶς τὸ σῶμα. 

Τὸ περὶ θανάτου ἐρώτημα δὲν εἶναι φιλοσοφικό, ἀλλὰ ὀντολογικό. Γι’ αὐτὸ καὶ κανεὶς ποτὲ φιλόσοφος δὲν μπόρεσε (οὔτε θὰ μποροῦσε) νὰ δώσει τὴν λύση του. Τὸ ἔλυσε μὲ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασή του ὁ ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς καὶ Κύριος τῆς δόξης Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ ἀθανασία ποὺ μᾶς χάρισε, εἶναι ἡ ἀληθινή· νὰ ζεῖς καὶ νὰ μὴ πεθαίνεις ποτέ. Νὰ ζεῖς δὲ ὡς ὁλοκληρωμένη ὕπαρξη — ψυχῇ τε καὶ σώματι.

Πόσο ἀξιοθαύμαστος ἐν τούτοις παραμένει ὁ ὑψιπέτης ἀετὸς τοῦ πνεύματος Πλάτων ὁ θεοβενθὴς καὶ οἱ ὑψιφερεῖς περὶ ἔρωτος στοχασμοί του! Γενικῶς γιὰ τοὺς ἀρχαίους ὁ ἔρως νοεῖται ὡς ὁρμὴ πρὸς κάτι ἀνώτερο. Οἱ πτέρυγές του εἶναι χρυσές. Ἡ δὲ ψυχὴ παρίσταται στὶς μυθολογικὲς παραδόσεις ὡς χρυσαλλίς. Προφανὴς ὁ συμβολισμός. Κουρνιασμένη στὸ καβούκι τοῦ σώματος ἡ ψυχὴ περιμένει τὸ ἀπόγαιο πέταγμά της. Ὁ ἔρως θὰ τῆς δώσει φτερά. Ὁ ἔρως δίνει φτερά. Προσοχὴ ὅμως! Μποροῦν νὰ σὲ πᾶνε ψηλὰ τὰ ἐρωτικὰ πετάγματα, μποροῦν ὅμως καὶ νὰ σὲ τσακίσουν σὲ ἀπόξενα βράχια, νὰ σὲ κάνουν σωστὸ ναυάγιο.

Ὁ ἔχων εἰς τὰ μύχια τῆς καρδίας του τὸν Θεόν.

Μακάριος ὁ ἀποφεύγων τὶς κακοτοπιές, πτερώνοντας νοῦ, ψυχὴ καὶ σῶμα μὲ τὶς ὁλόχρυσες πτέρυγες τοῦ οὐρανοδρόμου ἔρωτος!

(Συνεχίζεται)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Προσοχὴ στὰ ΑΜΗΝ τοῦ Facebook!

Ὁμοφυλοφιλία καὶ ὁμοφυλόφιλοι

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἱεροὶ κανόνες γιὰ τὴν ὁμοφυλοφιλία