Ὁ ὅρος ὁμοφυλοφιλία (Homosexualität)

 

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου


Μὲ τὸ παρὸν κείμενο θὰ κλείσουμε τὸ κεφάλαιο περὶ ὁμοφυλοφιλίας στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα.

Ἐπιμείναμε σ’ αὐτό, διότι ἔπρεπε νὰ διευκρινισθοῦν κάποιοι ὅροι πρὸς ἀποφυγὴν παρεξηγήσεων καὶ παρερμηνειῶν.

Ὅπως εἴδαμε, ἡ ὁμοφυλοφιλία κατὰ τοὺς ἀρχαίους χρόνους συναρτᾶται ἄμεσα πρὸς τὴν παιδεραστία — ὑπὸ αὐτὸν τὸν ὅρον εἶναι γνωστὴ κυρίως ἡ ὁμοερωτικὴ σχέση κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη· γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀναφορές μας σχετίζονταν περισσότερο μὲ αὐτήν. 

Ἄλλωστε, ὁ ὅρος ὁμοφυλοφιλία δὲν ἀπαντᾶ στὴν ἀρχαιοεληνικὴ γραμματεία. Εἶναι ὅρος νεώτερος (19ος αἰ.) καὶ ἀποδίδει τὸν γερμανικὸ Homosexualität (ἀγγλ. homosexuality). Τὸ πρῶτο συνθετικὸ τῆς λέξεως βέβαια εἶναι ἑλληνικὸ (homo, ἀπὸ τὸ ἐπίθετο ὁμός, ποὺ σημαίνει «ὁ ἴδιος, κοινός, ἑνωμένος»· ἀπὸ ἐκεῖ καὶ τὸ ὁμοῦ, ποὺ σημαίνει «ἀπὸ κοινοῦ, μαζί»). Τὸ δεύτερο συνθετικὸ ἀποδίδει τὴν λέξη sex (φῦλον). Ἔτσι, μὲ τὴν προσθήκη τοῦ λεξικοῦ ἐπιθέματος φιλία στὸ τέλος, παρήχθη ἡ ὁμοφυλοφιλία καὶ ἐξ αὐτῆς τὸ οὐσιαστικὸ ὁμοφυλόφιλος. Κάποιοι συγχέουν τὶς λέξεις ὁμοφυλοφιλία καὶ ὁμοφυλία. Ἡ δεύτερη σημαίνει τὴν ταυτότητα τῆς φυλῆς (κοινὴ καταγωγή), καὶ ὑπῆρχε στὴν ἀρχαία γλῶσσα.

Οἱ ἀρχαῖοι γιὰ τὴν ὁμοφυλοφιλία εἶχαν ἄλλες λέξεις, ποὺ καλὰ θὰ ἔκαναν κάποιοι νὰ μὴ προκαλοῦν νὰ τὶς ἀκούσουν. Κάτι τέτοιο ἔπαθε ὁ Βρετανὸς ἀκαδημαϊκὸς K. J. Doner, ὁ ὁποῖος στὸ βιβλίο του Greek Homosexuality («Ἡ ἑλληνικὴ ὁμοφυλοφιλία») θέλοντας νὰ ἰσχυροποιήσει τὴν θέση ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δὲν εἶχαν «ταμποὺ» ὡς πρὸς τὸ θέμα αὐτό, ἐπεσήμανε τὴν ἀπουσία τῶν λέξεων ὁμοφυλόφιλος ἢ ἑτερόφιλος. «Πῆγε ὅμως γιὰ μαλλὶ καὶ βγῆκε κουρεμένος» κατὰ τὴν λαϊκὴ ρήση. Τοῦ ἐπεσήμαναν οἱ ἀντιγνωμοῦντες ὅτι στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα γιὰ τοὺς ὁμοφυλόφιλους χρησιμοποιοῦνταν οἱ λέξεις κίναιδος, καταπύγων καὶ ἀρσενοκοίτης.

Κίναιδος

Κίναιδος εἶναι αὐτὸς ποὺ κινεῖ τῆν αἰδὼ (ντροπή). Ἦταν δὲ ἡ Αἰδὼς θεότης καὶ ὅποιος τὴν προκαλοῦσε ἀντίκριζε τὸ σκληρὸ πρόσωπο τῆς Νέμεσης.

Αἴσωπος ὁ μέγας μυθοποιὸς

Ὑπάρχει καὶ μῦθος  τοῦ Αἰσώπου σχετικός, ποὺ ἔχει τὸν τίτλο: «Ζεὺς καὶ αἰσχύνη». Αἰσχύνη εἶναι ἡ αἰδώς· ἐξ οὗ καὶ ἀναίσχυντος, αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ντροπὴ πάνω του, κοινῶς ξεδιάντροπος. Ἡ ντροπὴ ἦταν ἀρετὴ γιὰ τοὺς ἀρχαίους — καὶ γιὰ μᾶς μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια· γιὰ τώρα δὲν ξέρω.

Παραθέτω τὸν μῦθο αὐτόν, καὶ ζητῶ συγγνώμη ἂν σὲ κάποιους φανεῖ ἀπρεπής. Λέει λοιπὸν ὁ Αἴσωπος ὅτι ὁ Ζεύς, ὅταν ἔπλασε τοὺς ἀνθρώπους, ἔθεσε εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς μέσα τους ὅλες τὶς ψυχικὲς διαθέσεις, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ντροπή, τὴν μόνη ποὺ λησμόνησε. Βρέθηκε τότε σὲ ἀμηχανία καὶ σκεφτόταν «πόθεν αὐτὴν εἰσαγάγῃ» (ἀπὸ ποῦ νὰ τὴν εἰσαγάγει στὸν ἄνθρωπο). Ἐν τέλει «ἐκέλευσεν αὐτὴν διὰ τοῦ ἀρχοῦ εἰσελθεῖν». Ἡ λέξη ἀρχὸς στὴν ἀρχαία γλῶσσα σήμαινε τὸν ὁδηγὸ (πρώτη σημασία), ἀλλὰ καὶ τὸ «ὀρθὸν ἔντερον» (δεύτερη σημασία τῆς λέξεως). Καταλαβαίνετε λοιπὸν ἀπὸ ποῦ παρήγγειλε ὁ Ζεὺς τὴν ντροπὴ νὰ εἰσέλθει εἰς τὸν ἄνθρωπο.

Στὴν ἀρχὴ ἐκείνη ἔγινε ἔξω φρενῶν καὶ ἀντέδρασε θεωρῶντας προσβλητικὸ τὸ κέλευσμα. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ πατὴρ τῶν θεῶν τὴν πίεσε πάρα πολύ, στὸ τέλος δέχθηκε, ἀλλ’ ὑπὸ ἕνα ὅρον: «Ἂν ἕτερόν μοι ἐπεισέλθῃ, εὐθὺς ἐξελεύσομαι»· ἂν ὁτιδήποτε ἄλλο εἰσχωρήσει ἀπὸ ἐκεῖ, ἐγὼ ἀμέσως θὰ βγῶ καὶ θὰ φύγω! 

Καὶ καταλήγει ὁ σοφὸς μυθολόγος: «Ἀπὸ τούτου καὶ συνέβη πάντας τοὺς πόρνους ἀναισχύντους εἶναι»· γι’ αὐτὸν τὸν λόγο δηλαδὴ συνέβη ἀπὸ τότε νὰ εἶναι ὅλοι οἱ πόρνοι καὶ ἀσελγεῖς ξεδιάντροποι. «Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς ἄνδρα μάχλον»· αὐτὸν τὸν μῦθο ταιριάζει νὰ τὸν χρησιμοποιεῖ κανεὶς γιὰ ἄνθρωπον μάχλον — μάχλος σύμφωνα μὲ τὸ λεξικὸ τῶν Liddel & Scott εἶναι ὁ ἀκόλαστος, ὁ αἰσχρός, ὁ ἀσελγής, ὁ λάγνος· ὁ ἐκτεθηλυμμένος ἀνὴρ ἐπίσης, δηλαδὴ ὁ ἐκθηλυσμένος (θηλυπρεπής). Κιναιδεία στὸ ἴδιο λεξικὸ εἶναι ἡ παρὰ φύσιν ἀσέλγεια.

Αὐτὴν τὴν λέξη λοιπὸν χρησιμοποιοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι καὶ ἦταν πολὺ βαριά· ὄχι ἁπλῶς ὑβριστική, ἀλλὰ κάτι παραπάνω, κάτι σὰν τὸ «καταραμένος». Μιὰ ἁπλῆ ματιὰ στὰ λεξικά μας δεικνύει τοῦ λόγου τὸ ἀληθές. Τὸ ἴδιο μαρτυροῦν καὶ ἀρχαῖα κείμενα.

Στὸν περίφημο πλατωνικὸ διάλογο Γοργίας, γιὰ παράδειγμα, ὁ Σωκράτης, θέλοντας νὰ ἀποδείξει ὅτι ἡ ἡδονὴ δὲν ταυτίζεται μὲ τὸ ἀγαθόν, ρωτάει μεταξὺ ἄλλων τὸν συνομιλητή του Καλλικλῆ: «Ὁ τῶν κιναίδων βίος, οὗτος οὐ δεινὸς καὶ αἰσχρὸς καὶ ἄθλιος; ἢ τούτους τολμήσεις λέγειν εὐδαίμονας εἶναι, ἐὰν ἀφθόνως ἔχωσιν ὧν δέονται;» (494e). Δηλαδή, ἡ ζωὴ τῶν κιναίδων δὲν εἶναι δεινή, αἰσχρὴ καὶ ἄθλια; Ἢ θὰ τολμήσεις νὰ πεῖς ὅτι αὐτοὶ εἶναι εὐτυχισμένοι ἐὰν ἔχουν σὲ ἀφθονία ὅσα τοὺς χρειάζονται; Καὶ ὁ συνομιλητής του ἀπαντᾶ: «Οὐκ αἰσχύνῃ εἰς τοιαῦτα ἄγων, ὦ Σώκρατες, τοὺς λόγους;» Δὲν ντρέπεσαι, τοῦ λέει, Σωκράτη, νὰ ὁδηγεῖς σὲ τέτοια πράγματα τὴν κουβέντα; Ἔνιωθαν δηλαδὴ συστολὴ ἀκόμη καὶ νὰ ὁμιλοῦν περὶ αὐτῶν τῶν θεμάτων· ναί, διότι ἡ κιναιδεία ἐθεωρεῖτο κατάρα.

Γι’ αὐτὸ καὶ στὸν Διογένη τὸν Λαέρτιο διαβάζουμε: «Κακοὶ κακῶς δ’ ἀπόλοιντο οἱ κίναιδοι» (Φιλοσόφων Βίων καὶ Δογμάτων Συναγωγή, Β΄ 76).

Ὁ Σωκράτης, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ξενοφὼν στὰ Ἀπομνημονεύματά του (1,2,29), ὅταν ἀντελήφθη ὅτι ὁ Κριτίας ἔνιωθε τέτοιου εἴδους ἕλξη πρὸς τὸν Εὐθύδημο, τὸν ἐπετίμησε λέγοντας ὅτι εἶναι ἀνάρμοστο γιὰ ἕναν ἄνδρα καλὸν κἀγαθὸν νὰ ζητιανεύει κάτι τέτοιο, ποὺ κάθε ἄλλο παρὰ ἀγαθὸ εἶναι. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Κριτίας δὲν τὸν ἄκουσε, ὁ Σωκράτης παρουσίᾳ τοῦ Εὐθυμήδου καὶ πολλῶν ἄλλων εἶπε: «Μοῦ φαίνεται ὅτι ὁ Κριτίας ὑποφέρει ἀπὸ κάτι ποὺ παθαίνουν οἱ χοῖροι· διότι νιώθει τὴν ἐπιθυμία νὰ τρίβεται πάνω στὸν Εὐθύδημο, ὅπως ἀκριβῶς τρίβονται τὰ χοιρίδια στὶς πέτρες».

Ἔλεγε δὲ ὅτι δὲν εἶναι εὔκολο νὰ σωφρονεῖ κανεὶς ὅταν ἐμπλέκεται σὲ τέτοιου εἴδους ἀφροδίσιες σχέσεις (ὅ.π. 1,3,8).

Καταπύγων

Μὲ τὴν λέξη καταπύγων (< κατὰ + πυγὴ «πρωκτός, γλουτοί, ὀπίσθια») οἱ ἀρχαῖοι ἐννοοῦσαν τὸν «παθητικὸ» ὁμοφυλόφιλο. Ὁ καταπύγων ἀντιμετωπίζονταν μετὰ βδελυγμίας στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ τιμωροῦνταν. Σὲ μία πέρα ὣς πέρα ἀνδροκρατούμενη κοινωνία ἦταν πολὺ ταπεινωνικὸ γιὰ ἕναν ἄνδρα νὰ παίρνει τὴν θέση τῆς γυναῖκας κατὰ τὴν ἐρωτικὴ πράξη, ὡσὰν νὰ ἦταν σκεῦος ἡδονῆς¹.

¹ Ἀκόμη καὶ σήμερα ποὺ ἔχει ἀλλάξει ἡ κοινωνικὴ θέση τῆς γυναῖκας, θεωρεῖται ἐν πολλοῖς κυριαρχικὴ ἡ θέση τοῦ ἄνδρα κατὰ τὴν ἐρωτικὴ πράξη — θέση ἐξουσίας. Ρίξτε μιὰ ματιὰ στὸ λεξιλόγιό μας γύρω ἀπὸ αὐτὰ τὰ ζητήματα (καὶ δὴ στὸ χύδην) καὶ θὰ διαπιστώσετε ὅτι οἱ περισσότερες λέξεις εἶναι εὐτελιστικὲς γιὰ τὴν «πάσχουσα» κατὰ τὴν ἐρωτικὴ συνεύρεση γυναῖκα, ἐξυψωτικὲς δὲ γιὰ τὸν «ἐνεργοῦντα» ἄνδρα. Χρησιμοποιοῦνται οἱ λέξεις αὐτὲς σὲ περιπτώσεις ἀντιπαλότητος καὶ σὲ χώρους ὅπως ὁ ἀθλητισμός, ὡς ἐκφράσεις ἰσχύος, ἐπιθετικότητος, ἀπειλῆς, ἐκφοβισμοῦ. Ἀκόμη καὶ σήμερα θεωρεῖται μαγκιὰ τὸ νὰ ἔχει κανεὶς πολλὲς ἐρωμένες, ἐνῶ ἐκπόρνευση τὸ νὰ ἔχει μία γυναῖκα πολλοὺς ἐραστές. Παλιὰ ἦταν πολὺ χειρότερα. Τὸν 4ο αἰῶνα ὁ νόμος ὀνόμαζε μοιχεία τὴν συζυγικὴ ἀπάτη ἐκ μέρους τῆς γυναικός, κάπως ἀλλιῶς ὅμως τὴν ἐκ μέρους τοῦ ἄνδρα. Γι' αὐτὸ ἀντιδρᾶ μὲ σφοδρότητα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, λέγων· «Δὲν συμφωνῶ, ἄνδρες γάρ εἰσιν οἱ νομοθετοῦντες»· οἱ ἄνδρες δηλαδὴ φτιάχνουν τοὺς νόμους κομμένους καὶ ραμμένους στὰ μέτρα τους.

Τὸ θέμα αὐτὸ συνδέεται ἄμεσα πρὸς τὴν ὁμοφυλοφιλία καὶ τὴν ἀντιμετώπισή της. Ἂν οἱ γονεῖς μάθουν ὅτι ἡ κόρη τους εἶναι ὁμοφυλόφιλη, δὲν θὰ ταραχθοῦν τόσο ὅσο ἂν μάθουν ὅτι εἶναι ὁ γυιός τους.    

Ἀρσενοκοίτης

Μὲ τὴν λέξη ἀρσενοκοίτης (< ἄρσην, -ενος + κοίτη «κλίνη») ἐννοοῦσαν τὸν «ἐνεργητικὸ» ὁμοφυλόφιλο. Χρησιμοποιεῖτο ὅμως καὶ γενικώτερα. Συνώνυμες λέξεις (ὅπως καταγράφονται στὰ λεξικά μας) εἶναι οἱ ἀρρενοκοίτης («ὁ μετὰ ἀρρένων αἰσχρουργῶν, ὁ ἄρρενι συνουσιαζόμενος, ὁ ἐπὶ ἀρρένων άσελγῶν»), ἀρρενομανής, ἀρρενομανία («ἐπὶ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν»), ἀρρενομίκτης, ἀρρενομιξία, ἀρρενοφθορία («ἡ διαφθορὰ τῶν ἀρρένων, ἡ αἰσχρουργία μετ’ ἀρρένων»), ἀρρενοφθόρος, ἀρρενοφθορῶ, ἀρρενόφιλος («ὁ φιλῶν τοὺς ἄρρενας, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ συνάπτειν κακοήθεις ἐρωτικὰς σχέσεις μετ’ ἀρρένων»). 

Δὲν τοῦ βγῆκε σὲ καλὸ λοιπὸν τοῦ κ. Doner ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ἡ ἀπουσία τῶν λέξεων ὁμοφυλόφιλος καὶ ἑτερόφιλος ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία ἀποτελεῖ ἀπόδειξη ἀνυπαρξίας οἱουδήποτε «ταμποὺ» ὡς πρὸς τὸ θέμα αὐτό. 

Δὲν βγῆκε ἐπίσης σὲ καλὸ ἡ σπουδὴ κάποιων νὰ κραδαίνουν ὡς σημαία ὁρισμένα λόγια ποὺ βάζει στὸ στόμα τοῦ Ἀριστοφάνη ὁ Πλάτων στὸ Συμπόσιόν του. Βρῆκαν ἄνθρωπο! Ὁ ὑπὲρ πάντας ἀθυρόστομος κωμικὸς στὶς Νεφέλες του, στὶς Θεσμοφοριάζουσες καὶ ἀλλοῦ χρησιμοποιεῖ κατὰ κόρον λέξεις ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ οἱ λεξικογράφοι σημειώνουν στὰ σχετικὰ λήμματα ὅτι «ἀποφεύγονται σὲ τυπικὲς μορφὲς ἐπικοινωνίας», λέξεις δηλαδὴ ἀγοραῖες, χύδην, ὠμές, περιπαικτικές, χλευαστικές, ἄκρως μειωτικές· τόσο, ποὺ ἐκείνη τὴν ὁποία χρησιμοποίησε τὸ βράδυ τῶν πρόσφατων δημοτικῶν ἐκλογῶν γνωστὸς ἀνὰ τὸ πανελλήνιον τοπικὸς ἄρχων, καὶ προκάλεσε τόσο μεγάλο ντόρο, νὰ φαντάζει πολὺ chic (σὶκ) — ἀπὸ συστολὴ δὲν θὰ ἀναφέρω κάποια ἀπὸ αὐτὲς τὶς λέξεις. Ἡ ἀρχαία κωμωδία πάντως (κυρίως ἡ ἀττικὴ) εἶναι πλούσια σὲ ἀτάκες ἄκρως περιπαικτικές, ἰδιαίτερα γιὰ τὸν «παθητικὸ» ὁμοφυλόφιλο.

Παρόμοιες βέβαια συναντᾶ κανεὶς στὰ λεξικὰ τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας. Πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ὑβριστικὲς καὶ ἐξόχως βαριές, ἀπαξιωτικές. Σήμερα ἡ λέξη gay (γκέϊ) ἀποφορτίζει κάπως τὸ πρᾶγμα.

Ἂς ρίξουμε ὅμως τελειώνοντας καὶ μία ματιὰ στὴν νομοθεσία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης σχετικὰ μὲ τὸ φαινόμενο τῆς ὁμοφυλοφιλίας. Ἤδη ἔχουμε κάνει ἀρκετὲς ἀναφορές.

Νόμοι

Σόλων ὁ σοφὸς νομοθέτης

Ὁ σοφὸς νομοθέτης τῶν Ἀθηναίων Σόλων (εἷς ἐκ τῶν ἑπτὰ σοφῶν τῆς ἀρχαιότητος) προβλέπει: «Ἐάν τις Ἀθηναῖος ἑταιρήσῃ, μὴ ἐξέστω αὐτῷ τῶν ἐννέα ἀρχόντων γενέσθαι, μηδ’ ἱερωσύνην ἱεράσασθαι, μηδὲ συνδικῆσαι τῷ δήμῳ, μηδὲ ἀρχὴν ἀρχέτω μηδεμίαν, μήτε ἔνδημον μήτε ὑπερόριον, μήτε κληρωτὴν μήτε χειροτονητήν, μηδ’ ἐπὶ κηρυκείαν ἀποστελλέσθω, μηδὲ γνώμην λεγέτω, μηδ’ εἰς τὰ δημοτελῆ ἱερὰ εἰσίτω, μηδ’ ἐν ταῖς κοιναῖς στεφανηφορίαις στεφανούσθω, μηδ’ ἐντὸς τῶν τῆς ἀγορᾶς περιῤῥαντηρίων πορευέσθω. ἐὰν δέ τις παρὰ ταῦτα ποιῇ, καταγνωσθέντος αὐτοῦ ἑταιρεῖν, θανάτῳ ζημιούσθω» (Σόλωνος Νόμοι, Βιβλίον Ε΄, κεφ. 5, ἄρθρον 332).

Ἐδῶ ὁ νομοθέτης ἀποκλείει ρητῶς τὸν «ἑταιρήσαντα»² ἀπὸ κάθε δημόσιο ἀξίωμα, κοσμικὸ ἢ ἱερατικό. Τοῦ ἀπαγορεύει τὴν συμμετοχὴ σὲ δημόσιες ἐκδηλώσεις, ἀκόμη  καὶ τὴν εἴσοδο στοὺς δημόσιους ναούς. Ὅποιος μάλιστα τολμοῦσε νὰ παραβεῖ τὶς διατάξεις αὐτές, τιμωροῦνταν μὲ θάνατο. 

² Ἑταιρήσας (ἑταιρέω-ῶ) εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐκδίδεται ὅπως οἱ ἑταῖρες (ἡ ἑταίρα διακρίνεται ἀπὸ τὴν πόρνη καὶ τὴν παλλακίδα). Στὸ λεξικὸ τῶν  Liddell & Scott (λῆμμα ἑταιρέω) διαβάζουμε ὅτι ὁ πασχητιῶν ἑταιρεῖ καὶ πορνεύεται, «ἀλλ’ ἑταιρεῖ μὲν ὑπὸ ἐραστοῦ, πορνεύεται δὲ ὑπὸ τοῦ τυχόντος». Πασχητιῶν κατὰ τὸ ἴδιο λεξικὸ εἶναι «ὁ διατεθειμένος νὰ πάθει ἢ νὰ ἐνεργήσει μῖξιν παρὰ φύσιν». Ὑπάρχει καὶ ἡ λέξη πασχητιασμός, ποὺ σημαίνει «τὸ πάθος τοῦ πασχητιῶντος, δηλαδὴ τοῦ κιναίδου». Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἔχει ἕναν ἐραστή, ἐταιρεῖ. Ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ συγκυλινδεῖται μετὰ τοῦ τυχόντος, πορνεύεται.

Ἐπίσης ὁ νόμος ἀπαγόρευε αὐστηρὰ (ἐνίοτε ἐπὶ ποινῇ θανάτου) στοὺς ἐνήλικες νὰ εἰσέρχονται σὲ κοινόχρηστους χώρους νέων, ὅπως τὰ σχολεῖα, τὰ γυμναστήρια κ.ἄ. Ἐξαιροῦνταν μόνον οἱ γονεῖς, τὰ ἀδέλφια του κ.λπ. Ἡ ἀσέλγεια εἰς βάρος παιδιοῦ, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ ὤθηση σὲ ἀσέλγεια, τιμωροῦνταν μὲ θάνατο αὐθημερόν.

Στὸ ἔργο τοῦ Πλάτωνος Νόμοι, ποὺ εἶναι τῆς ὥριμης ἡλικίας τοῦ φιλοσόφου καὶ θεωρεῖται τὸ ἀρτιότερο ἔργο του, κατακρίνονται ἀναφανδὸν οἱ ὁμοφυλοφιλικὲς σχέσεις. Ἀφήνει δὲ νὰ ἐννοηθεῖ ὁ φιλόσοφος ὅτι ὑπῆρχε καὶ κατὰ τοὺς προϊστορικοὺς χρόνους νόμος ποὺ ἀπαγόρευε τὶς σχέσεις αὐτές.

Στὸ Η΄ Βιβλίο τοῦ ἴδιου ἔργου (Νόμοι 841d) μιλάει γιὰ σεβασμὸ πρὸς τοὺς θεοὺς καὶ ἐπιθυμία ὄχι τῶν ὡραίων σωμάτων, ἀλλὰ τῶν πραγματικὰ ὡραίων τρόπων τῆς ψυχῆς. Τὸ ἰδανικὸ γιὰ τὸν Πλάτωνα ἦταν νὰ μὴν ἀγγίζει κανεὶς κανένα ἀπολύτως πρόσωπο, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν νόμιμη γυναῖκα του. Καὶ νὰ μὴν σπέρνει ἀθέμιτα καὶ νόθα σπέρματα σὲ παλλακίδες, μήτε  ἄ γ ο ν α  σὲ ἀρσενικούς, ἐνάντια στὴν φύση. Θὰ μπορούσαμε, λέει, νὰ ἀπαγορεύσουμε ἐξ ὁλοκλήρου τὶς σχέσεις μεταξὺ ἀρσενικῶν καὶ ἐπίσης νὰ ἀποκλείσουμε ἀπὸ ὁποιαδήποτε τιμὴ ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἔλθει σὲ ἐρωτικὴ ἐπαφὴ μὲ γυναῖκα ἄλλην ἀπὸ ἐκείνη ποὺ εἰσῆλθε στὸ σπίτι του μὲ τὸ θέλημα τῶν θεῶν καὶ γάμους ἱερούς.

Παράνομη πράξη θεωρεῖ τὴν ὁμοφυλοφιλία καὶ ὁ Λυσίας.

Καὶ ἀναρωτιέται κανείς· Μέσα σὲ ἕνα τέτοιο δρακόντειο νομικὸ πλαίσιο πῶς μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα παράδεισος τῆς ὁμοφυλοφιλίας καὶ τῆς παιδεραστίας;

Θέσεις φιλοσόφων

Ὁ Ἀριστοτέλης στὸ Η΄ βιβλίο (κεφ. 5) τοῦ ἔργου του Ἠθικὰ Νικομάχεια, ὅπου κάνει λόγο γιὰ φύση καὶ ἕξη (συνήθεια), ἀφοῦ ἀναφερθεῖ στὶς θηριώδεις, ὅπως τὶς ὀνομάζει, ἕξεις, συνεχίζει μὲ τὰ ἑξῆς: «Αἳ δὲ νοσηματώδεις ἢ ἐξ ἔθους, οἷον τριχῶν τίλσεις καὶ ὀνύχων τρώξεις, ἔτι δ᾽ ἀνθράκων καὶ γῆς, πρὸς δὲ τούτοις ἡ τῶν ἀφροδισίων τοῖς ἄρρεσιν...». Κάποιες ἕξεις, λέει, εἶναι ἀποτέλεσμα νοσηρῶν καταστάσεων ἢ συνήθειας, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, τὸ νὰ μαδάει κανεὶς τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς του, νὰ τρώει τὰ νύχια του, νὰ τρώει κάρβουνα ἢ χῶμα, ἢ ἐπίσης νὰ ἔχει ἐρωτικὲς ἐπαφὲς μὲ ἀγόρια. 

Ὁ Πλούταρχος εἰς Τὰ παλαιὰ τῶν Λακεδαιμονίων ἐπιτηδεύματα [7] ἀναφέρει ὅτι ὁ δεσμὸς μεταξὺ τῶν νέων ἦταν ψυχικός, ὄχι σαρκικός. Ἐκεῖνος ποὺ θὰ κατηγοροῦνταν ὅτι πλησίασε ἕνα παιδὶ πρὸς ἀσέλγεια, ἐλογίζετο πλέον «ἄτιμος διὰ βίου».

Στὸν Ἐρωτικόν του [23] πάλι θεωρεῖ τὴν «πρὸς ἄρρεν᾽ ἄρρενος» (“of male to male”) «ὁμιλίαν» (σχέσεις μεταξὺ ἀνδρῶν) «ἀκρασίαν καὶ ἐπιπήδησιν»· καὶ λέει πὼς τὶς σχέσεις αὐτὲς ἐξεργάζεται ἡ ὕβρις καὶ ὄχι ἡ Κύπρις (Ἀφροδίτη). Τοὺς «παθητικοὺς» μάλιστα ὁμοφυλόφιλους «τοὺς ἡδομένους τῷ πάσχειν», ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀποκαλεῖ, θὰ πρέπει νὰ τοὺς θεωροῦμε ὡς «τὸ χείριστον γένος κακίας» καὶ νὰ μὴν ἀπονέμουμε σ’ αὐτοὺς μερίδιο ἐπιστοσύνης οὔτε ντροπῆς οὔτε φιλίας. Καὶ συμπληρώνει: «Ἀλλ’ ὅπως σωστὰ λέει ὁ Σοφοκλῆς, ὅσοι δὲν ἔχουν τέτοιους φίλους χαίρονται· καὶ ὅσοι ἔχουν, εὔχονται νὰ γλυτώσουν ἀπὸ δαύτους».

Τὸν γάμο ὁ Πλούταρχος θέτει ὑψηλότερα ἀπὸ τὴν φιλία — ποὺ εἶναι μορφὴ ἔρωτος καὶ αὐτὴ μεταξὺ δύο ἀνδρῶν.

Ὁ ἴδιος πάλι (Βίοι παράλληλοι, Πελοπίδας 18) ἀναφέρει τὰ ἑξῆς γιὰ τὰ 150 ζεύγη «ἐραστῶν καὶ ἐρωμένων» τοῦ Ἱεροῦ Λόχου τῶν Θηβῶν, ποὺ ὁ μεταξύ τους ἔρως τοὺς ἔκανε ἀήττητους. Ὅταν αὐτοὶ ἔπεσαν μέχρι ἑνὸς στὴν μάχη τῆς Χαιρώνειας, ὁ νικητὴς βασιλεὺς Φίλιππος ὁ Μακεδὼν ἐπιθεωρῶντας τὸ πεδίο τῆς μάχης καὶ ἀντικρίζοντας τους νεκροὺς στὸ ἴδιο μέρος, δάκρυσε καὶ εἶπε ὅτι θὰ πρέπει νὰ θανατωθοῦν μὲ κακὸ θάνατο («ἀπόλοιντο κακῶς») ὅσοι ὑπονοοῦν ὅτι οἱ ἥρωες αὐτοὶ ἐμπλέκονταν σὲ αἰσχρότητες («ἀπόλοιντο κακῶς οἱ τούτους τι ποιεῖν ἢ πάσχειν αἰσχρὸν ὑπονοοῦντες»). 

Δὲν θέλει πολὺ μυαλὸ γιὰ νὰ καταλάβει κανεὶς ὅτι οἱ τρυφηλοὶ καὶ ἐξ ἡδονῶν ἐκφυλισμένοι κάθε ἄλλο παρὰ δόκιμοι θὰ ἦσαν στὶς μάχες — μᾶλλον δὲ πλαδαροί³. Ἀλλ' ἐδῶ τὸ «ἐραστὴς» καὶ «ἐρώμενος» σφυρηλατεῖ μίαν ἄλλη σχέση καὶ ἕναν ἄλλον δεσμό, ψυχικὸ καὶ ἀνώτερο.

³ Εἶναι γνωστὸ ὅτι παλιὰ τοὺς ὁμοφυλόφιλους δὲν τοὺς ἔπαιρναν φαντάρους.

Ἐπίλογος

Στὰ προηγούμενα ἄρθρα μας εἴδαμε πόσο ψηλὰ ἔχει ὁ Πλάτων τὸν ἔρωτα. Μὴ νομίσει ὅμως κανεὶς ὅτι ὁ πλατωνικὸς ἔρως εἶναι καθαρὰ οὐράνιος καὶ πνευματικός. Ὁ Πλάτων δὲν ἀρνεῖται τὸν σωματικὸ ἔρωτα. Ἡ ἑρμηνεία ποὺ θέλει τὸν πλατωνικὸ ἔρωτα «ἀνέγγιχτο», εἶναι τῶν ἀδαῶν ἀνθρώπων. Ἁπλῶς ὁ Πλάτων ἐξυμνεῖ τὸν ποιητικὸ ἔρωτα, ὄχι τὸν ἀγοραῖο ἢ χύδην — τὴν πορνογραφία. Μιλάει γιὰ κάτι ποὺ νοηματοδοτεῖ τὴν ζωή, ὄμορφο, μεστό, συγκροτημένο, πλούσιο, οὐσιῶδες, πλῆρες, ὥριμο καὶ ὑψηλό· ὄχι γιὰ ἐρωτικοὺς γαργαλισμούς, γιὰ «ἐφήμερους καὶ ἀνεξέλεγκτους ἐρεθισμούς», ὅπως γράφει καὶ ὁ Μ. Χατζιδάκις στὸ ἐξώφυλλο τοῦ Μεγάλου Ἐρωτικοῦ του.

 «Τὰ τραγούδια αὐτά», λέει, «δὲν εἶναι αίσθησιακά. Λειτουργοῦν πέρ’ ἀπ’ τὴν πράξη, στὸ βαθὺ αἴσθημα ποὺ χαρακτηρίζει ὁποιαδήποτε σχέση, κάθε μορφῆς, ἀρκεῖ νὰ περιέχει τὶς προϋποθέσεις γι’ ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία». (Μέσα ἀπὸ τὰ τραγούδια αὐτὰ θέλησα) «νὰ ἑνωθῶ μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ τόπου μου σὲ μία λειτουργία ἀθάνατη, ἐρωτικὴ κι ἑλληνική».

Σήμερα ἔχουμε σχεδὸν ἐγκαταλείψει τὴν λέξη ἔρως, μία λέξη ποὺ δὲν ὑπῆρξε περίοδος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας κατὰ τὴν ὁποία νὰ μὴν ἦταν σὲ χρήση. Χρησιμοποιοῦμε περισσότερο τὴν ἀγγλικὴ sex, ποὺ τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὴν σαρκικὴ μίξη δὲν μπορεῖ νὰ ὑπονοήσει, οὔτε κἂν τὸ ἐρωτικὸ συναίσθημα. Ἀντίθετα ἡ λέξη ἔρως μπορεῖ καὶ ἐκφράζει τὰ πάντα, ἀπὸ τὴν σαρκικὴ σχέση καὶ τὸ συναίσθημα μέχρι καὶ τὴν πνευματικὴ ἕλξη. Γι’ αὐτὸ καὶ τὴν χρησιμοποιοῦμε ἀκόμη καὶ στὴν σχέση μας μὲ τὸν Θεὸ (θεῖος ἔρως), κάτι ποὺ ἀσφαλῶς δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε μὲ τὴν ἄλλη λέξη. 

Ἐκείνης μάλιστα ἡ πρωταρχικὴ σημασία εἶναι φ ῦ λ ο ν (the fair sex = τὸ ὡραῖο φῦλο — the weaker sex = τὸ ἀσθενὲς φῦλο — the stronger sex = τὸ ἰσχυρὸ φῦλο — sexless = οὐδέτερος, χωρὶς φῦλο).

Ὁ σαρκικὸς ἔρως εἶναι εὐλογημένος. Ἡ συνεύρεση ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ἔχει κάτι τὸ θεϊκό, λέει ὁ Πλάτων· «ἔστι δὲ τοῦτο θεῖον τὸ πρᾶγμα» (Συμπόσιον 206c). Ἀποκομμένος ὅμως ἀπὸ κάθε συναισθηματικὴ καὶ πνευματικὴ ἀναφορὰ καταντᾶ ἐγωϊστικὴ ἁρπαγὴ τῆς ἡδονῆς καὶ τίποτε ἄλλο. 

Μήπως ὅμως ἐκεῖ τὸν καταντήσαμε; Μήπως τὸν ἀπογυμνώσαμε ἀπὸ κάθε δόσιμο τοῦ ἑαυτοῦ καὶ ἔτσι γίναμε ἀχόρταγοι; Καὶ μήπως γίναμε ἀχόρταγοι ἐπειδὴ εἴμαστε ἀνέραστοι τελικά; Διότι ὁ ἔρως ἀσφαλῶς καὶ περιέχει τὴν σάρκα καὶ τὴν ἡδονή, ὅμως εἶναι ἀνάπηρος χωρὶς τὸ συναίσθημα καὶ τὸ πνεῦμα, ἀνέραστος δὲ ἐκεῖνος ποὺ ἀκολουθεῖ ἕνα τέτοιον ἔρωτα. Ἀντίθετα, ὁ καθαρὰ πνευματικὸς ἔρως ἀποτελεῖ βίωμα πληρότητος, ὅπως στὴν περίπτωση τῶν ἁγίων ἐκείνων μοναχῶν ποὺ μὲ ἡρωϊκὸ τρόπο κρατοῦν τὴν παρθενία τους.

Οἱ ποιητές μας δὲν ἐξύμνησαν τὸ sex, ἀλλὰ τὸν ἔρωτα.  Ἂν κάποιοι δὲν θέλουν νὰ εἶναι μὲ τοὺς ποιητές, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγοραία συνθήκη, ἂς μὴ μεταφέρουν τοὐλάχιστον τὴν πεζὴ ἀθλιότητα στὴν ποίηση. Πρὸς Θεοῦ!

*

Στὸ Γ΄ αὐτὸ μέρος τῆς σειρᾶς τῶν ἄρθρων μὲ θέμα τὴν ὁμοφυλοφιλία στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, θέλησα νὰ εἶμαι ὅσο πιὸ ἀντικειμενικὸς γίνεται. Δὲν ξέρω ἂν τὸ κατάφερα, πάντως σὲ καμμία περίπτωση δὲν εἶχα σκοπὸ νὰ ἐξωραΐσω τὰ πράγματα. Γνωρίζω ὅτι ἀναφέρομαι σὲ εἰδωλολάτρες καὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ καταδικάσω κάθε παρεκτροπή τους· κι ἂς πρόκειται γιὰ τοὺς ἐνδόξους προγόνους μου, ποὺ ἐλάμπρυναν μὲ τὰ ἔργα τους σύμπασα τὴν οἰκουμένη. 

Θὰ τὸ ἐπαναλάβω: Δὲν ψάχνω ἐκεῖ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ στὴν ἀκραιφνῆ χριστιανικὴ παράδοση. 

Ἐπαναστατῶ ὅμως στὴν παραχάραξη. Γράφονται καὶ λέγονται πράγματα ὑπερβολικά· καὶ θὰ πρέπει νὰ συμμαζευτοῦν.

Στὸ βιντεάκι ποὺ ἀκολουθεῖ (12΄ περ.), ἕνας ἄλλος ἱερεύς, ὁ γνωστὸς π. Νικόλαος Λουδοβῖκος, καθηγητὴς πανεπιστημίου (τυγχάνει καὶ συμπατριώτης μου),  ἀνακεφαλαιώνει μὲ τὸν καλύτερο τρόπο ὅλα ὅσα ἀναφέρθηκαν ἐδῶ γιὰ τὸ θέμα — οὔτε παραγγελία νὰ εἶχα αὐτὸ τὸ βιντεάκι! 

Προτείνω νὰ τὸ ἀκούσουμε, ὡς ἐπίλογο.

https://www.pemptousia.gr/video/archei-ellines-filosofi-ke-omofilofilia/

(Συνεχίζεται)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Προσοχὴ στὰ ΑΜΗΝ τοῦ Facebook!

Ὁμοφυλοφιλία καὶ ὁμοφυλόφιλοι

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἱεροὶ κανόνες γιὰ τὴν ὁμοφυλοφιλία