Τὸ βάπτισμα τῶν δακρύων

 

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου


Τὸ ἅγιο βάπτισμα προεικονίζεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη μὲ πολλοὺς καὶ ποικίλους τρόπους.

Στὸν δεύτερο μόλις στίχο τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως διαβάζουμε: «Καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος» (Γεν. α΄ 2). Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὸ ἅγιον μὲ τὴν ζωτική του ἐνέργεια συνέθαλπε καὶ ζωογονοῦσε τὴν φύση τῶν ἀρχέγονων ὑδάτων. Στὸ μυστήριον τοῦ βαπτίσματος ζωογονεῖ ὡσαύτως τὸ ὕδωρ τῆς κολυμβήθρας καὶ ἀναπλάσσει δι' αὐτοῦ τὴν φθαρεῖσαν ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας φύσιν τῶν ἀνθρώπων. Ἀπὸ τὸ ὕδωρ ξεπήδησε ἡ ζωή. Ἀπὸ τὸ ὕδωρ πάλι διὰ τῆς δημιουργικῆς ἐνεργείας τοῦ παναγίου Πνεύματος ἀναδύεται ἡ νέα ζωή, ἡ ἐν Χριστῷ ζωή: «εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις» (Β΄ Κορ. ε΄ 17). Τὸ βάπτισμα εἶναι ἀναγέννηση, ἀναδημιουργία, ἀνάπλαση. 

Μετὰ τὸν κατακλυσμὸ τοῦ Νῶε ὁ Θεὸς ἔθεσε στὸν οὐρανὸ τὸ οὐράνιο τόξο: «Τὸ τόξον μου τίθημι ἐν τῇ νεφέλῃ, καὶ ἔσται εἰς σημεῖον διαθήκης ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ τῆς γῆς» (Γεν. θ΄ 13). Τὸ τόξο αὐτὸ (ἡ ἶρις) πού, ὡς γνωστόν, δημιουργεῖται ἀπὸ νερὸ καὶ ἀτμὸ τῆς γῆς, ἀποτελεῖ σύμβολον τοῦ θείου βαπτίσματος, διὰ τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος εἰρηνεύει μὲ τὸν Θεὸν καὶ γίνεται φίλος του. Καὶ τὸ μὲν νερὸ εἶναι φανερὰ σύμβολον τοῦ ὕδατος τῆς κολυμβήθρας, ὁ δὲ ἀτμὸς τύπος τοῦ παναγίου Πνεύματος. 

Σὲ πολλὰ γεγονότα ἀκόμη ποὺ συνδέονται μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὴν διδασκαλία ἁγίων ἀνδρῶν, ὅπως ὁ Ἀαρών, ὁ Ἠλίας, ὁ Ἡσαΐας καὶ ἄλλοι, συναντοῦμε προτυπώσεις τοῦ δικοῦ μας ἁγίου βαπτίσματος ποὺ μᾶς καθαρίζει ἀπὸ τὸν ρύπον τῆς ἁμαρτίας, μᾶς εἰσάγει στὴν καινὴ κτίση, μᾶς μπολιάζει στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, καὶ μᾶς καθιστᾶ τέκνα τοῦ ἀκτίστου φωτός.

Μποροῦμε λοιπὸν νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ πολλὲς προτυπώσεις ἢ ἀλλιῶς τύπους τοῦ δικοῦ μας βαπτίσματος. Πέραν τῶν προτυπώσεων τούτων ὅμως γίνεται λόγος ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς καὶ γιὰ πολλὰ βαπτίσματα (εἴδη βαπτίσματος). 

Ἂς δοῦμε πῶς καταγράφονται αὐτὰ στὴν ἐκκλησιαστική μας παράδοση.

1. Τὸ βάπτισμα τοῦ Μωϋσέως

Γιὰ τὸ βάπτισμα αὐτὸ μᾶς ὁμιλεῖ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ ὑμνογράφος σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα τροπάρια τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων [1].

[1] Κρατῶ τὴν παραδοσιακὴ γραφὴ τῆς λέξεως Θεοφάνεια (μὲ ἔψιλον γιῶτα), παρότι κανονικὰ γράφεται μὲ γιῶτα: Θεοφάνια. Ἡ ὀρθὴ γραφὴ τὴν κάνει νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τὴν λέξη θεοφάνεια, ποὺ σημαίνει τὴν φανέρωση τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι σωστό, κατὰ φιλολογικὴ ἀκρίβεια, τὰ Θεοφάνια (οὐδέτερο) καὶ ἡ θεοφάνεια (θηλυκὸ) νὰ ἀκολουθοῦν τὴν ἴδια γραφή. Ἡ λέξη θεοφάνεια δηλώνει τὴν πράξη ἢ τὴν ἰδιότητα τοῦ ἐπιθέτου θεοφανὴς (θεοφανὴς - θεοφάνεια· ὅπως ἐπιφανὴς - ἐπιφάνεια· διαφανὴς - διαφάνεια). Θεοφάνειες εἴχαμε πολλὲς καὶ στοὺς χρόνους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ἀργότερα φυσικά. Ἡ κατ’ ἐξοχὴν θεοφάνεια εἶναι ἡ ἐν σαρκὶ φανέρωσις τοῦ Θεοῦ καὶ δὴ ἡ ἐν τῷ Ἰορδάνῃ φανέρωσις τῆς ἁγίας Τριάδος. 
Πῶς ὅμως ἐπεκράτησε ἡ ἐσφαλμένη γραφὴ Θεοφάνεια ἀντὶ τῆς ὀρθῆς Θεοφάνια; Πῶς δηλαδὴ ἡ ὀνομαστικὴ ἑνικοῦ τοῦ θηλυκοῦ θεοφάνεια (ἡ) ἔγινε ὀνομαστικὴ πληθυντικοῦ τοῦ οὐδετέρου Θεοφάνεια (τά); Προφανῶς τὸ φαινόμενο εἶναι ἀνάλογο μὲ ἐκεῖνο ποὺ παρατηρεῖται στὴν λέξη Χριστούγεννα, λέξη σύνθετη ἐκ συναρπαγῆς ἀπὸ τὴν φράση Χριστοῦ γέννα. Ἡ Χριστοῦ γέννα (θηλυκοῦ γένους) ἔγινε τὰ Χριστούγεννα (οὐδετέρου γένους). Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ἔχουμε ἀλλαγὴ γένους δηλαδή, ἀπὸ θηλυκὸ σὲ οὐδέτερο. 
Δὲν εἶναι κάτι ἄγνωστο αὐτὸ στὴν γλῶσσα μας. Μέχρι καὶ σήμερα (στὴν λαϊκὴ κυρίως λαλιὰ) μετατρέπουμε θηλυκὰ ὀνόματα σὲ οὐδέτερα· λέμε τὸ Μαριώ, τὸ Κατινιώ, τὸ Ἀρχοντὼ (Παπαδιαμάντης, Ἔρως - Ἥρως). Μετατρέπουμε ἐπίσης τοπωνύμια ἀρσενικοῦ ἢ θηλυκοῦ γένους σὲ οὐδέτερα. Ὁ Πτελεός, γιὰ παράδειγμα, γίνεται (μετὰ καὶ ἀπὸ παραφθορὲς) τὸ Φτελιὸ (ἢ Φτιλιό). Ἡ Πιτσαρή, ὁ Βασιλής, ὁ Κοσκινᾶς καὶ ἄλλα οὐδετεροποιοῦνται — σὲ κάθε περιοχὴ συναντοῦμε παρόμοιες μετατροπὲς τοπωνυμίων. 
Δὲν εἶναι λοιπὸν καὶ τόσο παράξενο τὸ ὅτι χρησιμοποιοῦμε τὴν λέξη Θεοφάνεια (τά), παρότι δὲν εἶναι ὀρθὴ. Οἱ ἀρχαῖοι βέβαια δὲν τὸ ἔκαναν (ὑπῆρχε ἑορτὴ τῶν Θεοφανίων, στοὺς Δελφούς)· ἔγραφαν τὴν λέξη μὲ ι· ὅπως ἄλλωστε ἔκαναν καὶ μὲ παρόμοιες λέξεις (Ἐπιφάνια, Πύθια, Ἴσθμια). 
Εἶναι ὅμως τόσο ἰσχυρὴ ἡ συνήθεια, ποὺ ἡ λέξη Θεοφάνια «χτυπάει ἄσχημα στὸ μάτι». Εἶναι σὰν νὰ ἀρχίσει κανεὶς νὰ ὀνομάζει «φορητὸ» τὸ κινητὸ τηλέφωνο. Δίκιο θὰ ἔχει· διότι δὲν εἶναι κινητὸ (δὲν κινεῖται), ἀλλὰ φορητὸ (φέρεται). Ὅμως θὰ τὸν κοιτοῦν περίεργα καὶ σύγχυση θὰ δημιουργήσει μᾶλλον, καθὼς θὰ μιλάει γιὰ τὸ κινητὸ καὶ οἱ ἄλλοι θὰ ἐννοοῦν τὸ φορητὸ τοῦ σπιτιοῦ.
Ὑπάρχει, βλέπετε, καὶ αὐτὸ τὸ «ὡς μὴ ὤφελε» στὴν ζωή μας. Ἔτσι καὶ ἡ λέξη Θεοφάνεια (τά)· γράφεται, ὡς μὴ ὤφελε, μὲ ει. Καὶ τὴν ἔγραψαν ἔτσι ἄνθρωποι πολὺ μορφωμένοι, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἐραστὴς τῆς ἀττικῆς διαλέκτου, παρακαλῶ, καὶ ποιητής.
Γιὰ τοὺς παραπάνω λόγους ἀκολουθῶ καὶ ἐγὼ αὐτὴν τὴν γραφή. Κάποιοι προσπαθοῦν νὰ καθιερώσουν τὴν ὀρθή· γι' αὐτὸ σήμερα διαβάζει κανεὶς κείμενα σχετικὰ καὶ βρίσκει τὴν λέξη καὶ μὲ τὶς δύο γραφές. Δὲν ξέρω τί θὰ ἐπικρατήσει στὸ τέλος. Πρὸς τὸ παρὸν πάντως ἐπικρατεῖ σύγχυσις.
Τὰ παραπάνω ἔγραψα γιὰ νὰ γνωρίσουν τὰ στοιχεῖα αὐτὰ καὶ οἱ ἀναγνῶστες ποὺ ἴσως δὲν τὰ γνώριζαν.

Λέει λοιπὸν ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος: «Νεφέλη ποτὲ καὶ θάλασσα θείου προεικόνιζον βαπτίσματος τὸ θαῦμα, ἐν οἷς ὁ πρὶν βαπτίζεται διεξοδικῶς τῷ Νομοθέτῃ λαός. Θάλασσα δὲ ἦν τύπος ὕδατος, καὶ νεφέλη τοῦ Πνεύματος· οἷς τελούμενοι, εὐλογητὸς εἶ κράζομεν, ὁ Θεὸς ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν» (ζ΄ ᾠδὴ α΄ κανόνος Θεοφανείων). Δηλαδή, κατὰ τὴν θαυμαστὴ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης, ὁ νομοθέτης Μωϋσῆς ἐβάπτισε τὸν ἰσραηλιτικὸ λαὸ μὲ τὴν θάλασσα καὶ τὴν νεφέλη, ἡ ὁποία τοὺς σκέπαζε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἡμέρας γιὰ νὰ μὴ τοὺς καίει ὁ ἥλιος, τοὺς φώτιζε δὲ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νυκτὸς (Ἐξόδ. ιδ΄ 19 κ.ἑ.).

Τὸ ἴδιο λέει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Κορ. ι΄ 2), ὡς ἐπίσης καὶ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος (Λόγος εἰς τὰ Φῶτα). Ἐκεῖνο τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς ἀποτελοῦσε σκιὰ καὶ προτύπωση τοῦ ἀληθινοῦ βαπτίσματος. Ἡ θάλασσα συμβόλιζε τὸ λουτρὸν τῆς παλιγγενεσίας, ἡ νεφέλη τὴν χάριν τοῦ παναγίου Πνεύματος, ὁ δὲ Φαραώ, ποὺ καταποντίσθηκε μαζὶ μὲ τὰ ἐκλεκτά του ἅρματα στὴν σκοτεινὴ ἄβυσσο, ἔγινε σύμβολον τοῦ νοητοῦ Φαραώ, τουτέστι τοῦ διαβόλου, ποὺ κατασυντρίβεται μαζὶ μὲ τοὺς πονηρούς του δαίμονες στὰ ἡγιασμένα ὕδατα τῆς ἀναγεννώσης κολυμβήθρας, κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θείου βαπτίσματος.

Ὅπως δὲ παρατηρεῖ ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, ἐβαπτίσθη ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὴν διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης, ὄχι «καταβυθιστικῶς» (ὅπως οἱ Αἰγύπτιοι δηλαδή, ποὺ καταβυθίσθηκαν), ἀλλὰ «διαβατικῶς», τουτέστι περνῶντας ἀβλαβῶς τὴν κυμαινομένη θάλασσα. Καὶ ἐκεῖνοι μὲν διαβαίνοντες ἐσώθησαν ἀπὸ τὴν δουλεία τῆς Αἰγύπτου, ἐμεῖς δὲ βαπτιζόμενοι σωζόμεθα ἀπὸ τὴν δουλεία τῆς ἁμαρτίας καὶ τὸ κράτος τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, ἀπολαύοντες τῆς ἐλευθερίας τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ.

2. Τὸ βάπτισμα τοῦ Προδρόμου 

Τὸ βάπτισμα αὐτὸ ἦταν βάπτισμα μετανοίας καὶ ἀποτελοῦσε προετοιμασία γιὰ τὸ χριστιανικὸ σωτήριο βάπτισμα. Δὲν χάριζε Πνεῦμα ἅγιον, ὅπως μᾶς πληροφοροῦν καὶ οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Ὅταν κάποτε ὁ Παῦλος πῆγε στὴν Ἔφεσο, βρῆκε κάποιους μαθητὲς καὶ τοὺς ρώτησε: «Λάβατε τὰ χαρίσματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὅταν πιστεύσατε στὸν Χριστὸ καὶ βαπτισθήκατε;» Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπήντησαν: «Ἐμεῖς οὔτε κἂν ὅτι ὑπάρχει Πνεῦμα ἅγιον ἔχουμε ἀκούσει». Τοὺς ρώτησε ξανὰ ὁ Παῦλος: «Ποιὸ βάπτισμα λάβατε καὶ εἰς ποίου τὸ ὄνομα ἔχετε βαπτισθεῖ;» «Στὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου», ἀπήντησαν ἐκεῖνοι. Τότε τοὺς ἐξήγησε: «Ὁ Ἰωάννης ἐβάπτιζε μόνον μὲ ὕδωρ. Τὸ βάπτισμά του μποροῦσε νὰ ὁδηγήσει στὴν μετάνοια, ὄχι ὅμως καὶ νὰ παράσχει ἄφεσιν ἁμαρτιῶν· γι’ αὐτὸ καὶ προέτρεπε τὸν λαὸ νὰ πιστεύσει σ' ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἐρχόταν μετὰ ἀπὸ αὐτόν, δηλαδὴ στὸν Χριστό». Ἀκούγοντας τὰ λόγια αὐτὰ οἱ Ἐφέσιοι, βαπτίσθηκαν καὶ ἔλαβαν Πνεῦμα ἅγιον (Πράξ. ιθ΄ 1-7). 

Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ καταλαβαίνουμε ὅτι βάπτισμα ἦταν καὶ τὸ τοῦ Ἰωάννου, ὅμως ἐξυπηρετοῦσε μόνον τὸν σκοπὸν τῆς μετανοίας τῶν ἀνθρώπων καὶ τῆς προετοιμασίας τους νὰ δεχθοῦν τὸ ἀληθινὸ βάπτισμα τῆς σωτηρίας.

Τὸ πάντων θαυμαστώτερον δὲ εἶναι ὅτι κατεδέχθη νὰ λάβει τὸ βάπτισμα αὐτὸ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος κατ’ ἄκραν συγκατάβασιν καὶ ἵνα πληρώσῃ πᾶσαν δικαιοσύνην, ὅλον δηλαδὴ τὸν μωσαϊκὸ νόμο. Ὅσοι βαπτίζονταν ὑπὸ τοῦ Ἰωάννου στὸν Ἰορδάνη, παρέμεναν στὸ ὕδωρ μέχρι νὰ ἐξομολογηθοῦν ὅλες τὶς ἁμαρτίες τους. Ὁ Ἰησοῦς  «βαπτισθεὶς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος» (Ματθ. γ΄ 16)· δὲν εἶχε κάτι νὰ ἐξομολογηθεῖ. Δὲν παρέβη ποτὲ καὶ εἰς τίποτε τὸν νόμο  ποὺ ὁ ἴδιος ὡς Θεὸς εἶχε θεσπίσει. Ἦταν ἀναμάρτητος, ὅμως καταδέχθηκε νὰ λάβει τὸ βάπτισμα· ὅπως δέχθηκε νὰ λάβει καὶ τὴν περιτομή, καὶ ἄλλα πολλά· ὅλα διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν. Μέγα σου τὸ ἔλεος, Κύριε!

3. Τὸ βάπτισμα ἐν Πνεύματι ἁγίῳ

Πάλι στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καὶ συγκεκριμένα στὸ πρῶτο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου διαβάζουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς παρήγγειλε στοὺς μαθητὲς νὰ μὴν ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα μετὰ τὴν Ἀνάληψή του, ἀλλὰ νὰ περιμένουν τὴν ἔλευσιν τοῦ ἁγίου Πνεύματος, στὸ ὁποῖο καὶ ἐπρόκειτο νὰ βαπτισθοῦν, ὄχι μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἡμέρες· «ὅτι Ἰωάνης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας» (Πράξ. α΄ 4-5). 

Γράφει δὲ μεταξὺ ἄλλων ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης, ἑρμηνεύοντας τὰ ὅσα διηγοῦνται οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων περὶ τῆς Πεντηκοστῆς: «Ἐπλήρωσε δὲ ὁ ἦχος (ἡ βοὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ ἐγένετο μαζὶ μὲ τὴν κάθοδον τοῦ ἁγίου Πνεύματος) ὅλον τὸν οἶκον, ὡς πεπληρωμένην κολυμβήθραν αὐτὸν ποιῶν» (Μ. ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ, ἔκδ. Ματθ. Λαγγῆ, Ἀθῆναι ⁵1996, τόμ. ΙΔ, σελ. 338). Ἔγινε δηλαδὴ κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη (τῆς Πεντηκοστῆς) ὅλος ὁ οἶκος (τὸ ὑπερῷον) σὰν μία κολυμβήθρα γεμάτη ἅγιον Πνεῦμα, μέσα στὸ ὁποῖον βαπτίσθηκαν ὅλοι ὅσοι εὑρίσκοντο ἐκεῖ· γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ ἔτσι ἡ παραπάνω πρόρρησις τοῦ Σωτῆρος. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ γεγονὸς ἔκτακτον, ὅπως ἔκτακτα ἦσαν καὶ τὰ χαρίσματα ποὺ ἔλαβαν τότε οἱ ἀπόστολοι (γλωσσολαλιὰ κ.ἄ.) [2].

 [2] Κάποιοι δυστυχῶς πιστεύουν (ὅπως οἱ Πεντηκοστιανοὶ) ὅτι τὰ χαρίσματα αὐτὰ ἀποτελοῦν σημεῖα τῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος· χωρὶς αὐτὰ δὲ κάποιος δὲν εἶναι χριστιανός. Ἐμεῖς ὅμως δὲν πιστεύουμε πὼς γιὰ νὰ εἴμαστε χριστιανοὶ θὰ πρέπει νὰ ὁμιλοῦμε ξένες γλῶσσες ἢ νὰ ἔχουμε ἄλλα τέτοια παρόμοια γνωρίσματα. Ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν πλάνες. Τί νόημα στ’ ἀλήθεια ἔχει νὰ ὁμιλοῦμε σήμερα μεταξύ μας ἀρχαῖα αἰγυπτιακά, ἐπὶ παραδείγματι; Ἐπίδειξη κάνει τὸ ἅγιον Πνεῦμα; Σήμερα ὑπάρχουν τὰ φροντιστήρια γιὰ τὶς ξένες γλῶσσες. Ἀκόμη καὶ οἱ ἱεραπόστολοι ποὺ πηγαίνουν σὲ μακρινὲς χῶρες, κάνουν πρῶτα κάποια μαθήματα τῆς γλώσσας ἐκείνης ποὺ πρόκειται νὰ ὁμιλήσουν, καὶ δὲν περιμένουν ἀπὸ τὸ ἅγιον Πνεῦμα. Τότε ἦταν ἀλλιῶς. Ἔπρεπε οἱ ἀπόστολοι νὰ δράσουν ἀμέσως, ἔπρεπε νὰ κηρύξουν σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη, σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου — ἰδιαίτατα μάλιστα κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ στὰ Ἱεροσόλυμα εὑρίσκοντο Ἰουδαῖοι καὶ προσήλυτοι ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς. Τὰ χαρίσματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι ποικίλα. Ἐμεῖς ἂς μὴ ζητοῦμε τὰ «φιγουράτα», ἀλλ' ἂς «ζηλοῦμε τὰ κρείττονα», καὶ δὴ τὴν ἀγάπην, τὴν «καθ’ ὑπερβολὴν ὁδὸν» (Α΄ Κορ. ιβ΄ 31).

4. Τὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ

Εἶναι τὸ βάπτισμα ποὺ μᾶς χάρισε εἰς ζωὴν αἰώνιον ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, τὸ δι’ ὕδατος καὶ Πνεύματος ἁγίου, τὸ εἰσαγωγικό, ὅπως λέμε, μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄνευ τοῦ ὁποίου δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ λέγεται χριστιανός. Δὲν θὰ ἀναφερθοῦμε ἐκτενῶς σ’ αὐτό, διότι ἀφ' ἑνὸς κάτι τέτοιο θὰ ἀπαιτοῦσε τὴν συγγραφὴ ὁλόκληρου βιβλίου μᾶλλον καὶ ὄχι ἁπλῶς ἑνὸς ἄρθρου, ἀφ’ ἑτέρου ὁ καθένας μας γνωρίζει λίγο πολὺ κάποια πράγματα περὶ αὐτοῦ. 
Ἂς προχωρήσουμε λοιπὸν στὰ δύο ἑπόμενα, ποὺ παρουσιάζουν καὶ ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον.

5.  Τὸ βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου

Εἶναι τὸ τιμιώτερο καὶ σεβασμιώτερο πάντων. Ἐκεῖνος ποὺ βαπτίζεται στὸ αἷμα του δὲν κινδυνεύει πλέον νὰ μολύνει τὸ βάπτισμά του, ὡς καὶ ὁ θεηγόρος Γρηγόριος διδάσκει: «Οἶδα τὸ διὰ μαρτυρίου βάπτισμα, ὃ καὶ αὐτὸς ὁ Χριστὸς ἐβαπτίσατο καὶ πολύ γε τῶν ἄλλων αἰδεσιμώτερον, ὅσῳ δευτέροις ρύποις οὐ μολύνεται» (Λόγος 39). Ὁ πρῶτος ποὺ ἔλαβε τὸ βάπτισμα αὐτὸ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ποὺ πάνω στὸν Σταυρὸ ἔχυσε τὸ πανάγιο αἷμα του γιὰ μᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἔτσι, ὅταν τοῦ ζήτησαν ἀξιώματα ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος, τοὺς ρώτησε: «Δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ μέλλω πίνειν, ἢ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι;» (Μάτθ. κ΄ 22). 

Τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου ἀκολούθησαν οἱ ἅγιοι μάρτυρες· βαπτίσθηκαν στὸ αἷμα τους. Γινόταν δὲ κατ’ ἀνάγκην αὐτὸ τότε, οὐκ ὀλίγες φορές. Διότι πολλοὶ χριστιανοί, πρὶν ἀκόμη προλάβουν νὰ βαπτισθοῦν στὸ ὕδωρ τῆς κολυμβήθρας, ἐσύροντο ἀπὸ τοὺς τυράννους στὶς φυλακὲς καὶ στὸ μαρτύριο, γιὰ νὰ βαπτισθοῦν ἐν τέλει στὸ λουτρὸ τοῦ αἵματός τους.

6. Τὸ βάπτισμα τῶν δακρύων

Κάθε φορὰ ποὺ κάποιος ἐνθυμούμενος τὶς ἁμαρτίες του κλαίει καὶ θρηνεῖ γι’ αὐτές, βαπτίζεται στὰ δάκρυά του. Τὸ βάπτισμα αὐτὸ λέγουν ὅτι εἶναι τὸ πλέον κοπιαστικὸ καὶ ἐπίπονο, μάλιστα δὲ καὶ ἀείπονο. Διότι καὶ τὸ μαρτύριο μπορεῖ νὰ ἔχει κόπο καὶ πόνο πολύ, ὅμως κρατάει μία ὥρα ἢ μία ἡμέρα ἢ ἑβδομάδα, ἐνῶ τὸ δάκρυ θὰ πρέπει νὰ τὸ ἔχει κανεὶς διὰ παντὸς στὴν ζωή του. Γι’ αὐτὸ καὶ μετὰ τὸ τέλος τῶν διωγμῶν τῶν πρώτων αἰώνων κάποιοι χριστιανοὶ ποὺ συνείχοντο ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ μαρτυρίου, ἀκολούθησαν τὸν ἀσκητικὸ βίο, ποὺ εἶναι ἕνα συνεχὲς μαρτύριο. 

Ἂς σταθοῦμε στὸ βάπτισμα αὐτὸ τῶν δακρύων, ἤ, ἄλλως εἰπεῖν, στὰ δάκρυα τῆς μετανοίας. Δὲν θέσαμε τυχαῖα αὐτὸ ὡς τίτλο τοῦ ἄρθρου μας. Παρότι φαντάζει μονομερὴς καὶ μονοφωνικὸς ὁ τίτλος αὐτὸς ἐν σχέσει πρὸς τὸ περιεχόμενο τοῦ ἄρθρου (τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται καὶ στὰ ἄλλα βαπτίσματα, καὶ μάλιστα ὄχι διὰ βραχέων), τὸν ἐπιλέξαμε γιὰ νὰ ὑπογραμμισθεῖ μὲ ζωηρότερα χρώματα ἡ ἀξία τῶν δακρύων. 

Τὰ δάκρυα ἀποτελοῦν μέγα δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ φανερώνουν ὅσο τίποτε ἄλλο τὴν ἄπειρη εὐσπλαγχνία του. Μὲ αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος καθαρίζει τὸ πρῶτο βάπτισμά του, τὸ ὁποῖο διαρκῶς μολύνει μὲ τὸν ρύπο τῆς ἐμπερίστατης ἁμαρτίας. Δὲν ξέρω ἂν ὑπάρχει καλύτερος τρόπος καθάρσεως τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ δάκρυα· ἀλλὰ καὶ συνάμα πιὸ ὄμορφη, βαθιὰ καὶ εἰλικρινὴς προσευχή. Τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας εἶναι σὰν τὸ ροῶδες ὑγρὸ ποὺ τρέχει ἀπὸ ἕνα τραῦμα ποὺ ἐπουλώνεται  μιᾶς καὶ ἡ ψυχὴ συχνὰ γεμίζει τραύματα καὶ πληγὲς ποὺ πυορροοῦν. Συγχρόνως ὅμως τὰ δάκρυα αὐτὰ γίνονται λουτρὸ παλιγγενεσίας· ὁ ἄνθρωπος ποὺ κλαίει, ξαναγεννιέται, ἀνακαινουργεῖται, γίνεται φωτεινός, λαμπυρίζων, θεοειδής. Ναί, γιατὶ στ' ἀλήθεια σὲ τίποτε ἄλλο δὲν ἀναπαύεται περισσότερο ὁ Θεὸς ἀπ' ὅσο στὴν μετάνοιά μας. Τὸ διαλαλοῦν αὐτὸ οἱ αἰῶνες· μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ Δαυῒδ τοῦ βασιλέως ποὺ στέναζε καθ’ ἑκάστην ἡμέραν καὶ νύκτα βρέχοντας τὴν κλίνη καὶ τὴν στρωμνή του μὲ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας· μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Μανασσῆ· τὴν ταπείνωση τῶν κατοίκων τῆς Νινευΐ· τὴν συντριβὴ τοῦ τελώνου· τὴν πικρὰ γοὴ τοῦ Πέτρου ποὺ «ἐμνήσθη τοῦ ῥήματος Ἰησοῦ εἰρηκότος αὐτῷ ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με· καὶ ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς» (Ματθ. κς΄ 75). 

Ὁ Ἡσαΐας λέει· «Ὡς ῥάκος ἀποκαθημένης πᾶσα ἡ δικαιοσύνη ἡμῶν» (ξδ΄ 6). Δικαιοσύνη εἶναι τὸ ἁρμονικὸν σύνολον τῶν ἀρετῶν (ὅλες οἱ ἀρετὲς μαζί). άκος ἀποκαθημένης εἶναι τὸ κουρέλι ποὺ χρησιμοποιοῦσαν τὰ χρόνια ἐκεῖνα οἱ γυναῖκες γιὰ τὴν ἔμμηνο ρύση, καθὼς δὲν ὑπῆρχαν οἱ σημερινὲς εὐκολίες. Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μᾶς λέει λοιπὸν ὁ Ἡσαΐας, πᾶσα ἡ δικαιοσύνη ἡμῶν (ἡ ὅλη ἀρετή μας) εἶναι σὰν ἕνα τέτοιο κουρέλι μεταχειρισμένο (χρησιμοποιημένο).

Ἡ μετάνοια δὲν εἶναι ἁπλῶς μία ἀρετή. Εἶναι ὑπεράνω τῶν ἀρετῶν, ὑπερβατικὴ ἐν τέλει κατάστασις. Τίποτε πολυτιμότερο ἀπὸ αὐτὴν δὲν ἔχουμε νὰ προσφέρουμε στὸν Θεό. Οὔτε καμμία ἀπὸ τὶς ἀρετὲς μπορεῖ νὰ εἶναι εὐάρεστη ἐνώπιόν του, ἂν ἀπουσιάζει ἡ μετάνοια.

Ἐδῶ λοιπὸν γι' αὐτὴν ὁμιλοῦμε, γιὰ τὰ δικά της δάκρυα· ὄχι γιὰ κάτι ἄλλο. Διότι ὑπάρχουν καὶ ἄλλα· δάκρυα κακίας, ἐγωϊσμοῦ, ἐκδικήσεως (νὰ κλαῖς ὄχι γιατὶ συγχωρεῖς, ἀλλὰ γιατὶ δὲν σηκώνεις τὴν προσβολή, γιατὶ κατακαίει τὰ σωθικά σου ἡ δίψα γιὰ ἐκδίκηση)· δάκρυα ἐπίσης κάποιου ὕπουλου παράπονου, μιᾶς ὑπερευαισθησίας, ποὺ σὲ κάνει νὰ πληγώνεσαι μὲ τὸ παραμικό, νὰ αἰσθάνεσαι πάντα θῦμα. Πίσω ἀπὸ ὅλα αὐτὰ κρύβεται ἕνας τεράστιος ἐγωϊσμός. Δὲν εἶναι δάκρυα μετανοίας αὐτά, δάκρυα λυτρωτικά, ἀλλὰ ξέσπασμα ὀργῆς, ἐκδήλωση ἐσωτερικῆς ἀκαταστασίας, ἐγωμανίας, ποὺ τελικὰ ὄχι μόνον δὲν λυτρώνει, ἀλλὰ καὶ φυλακίζει τὴν ψυχὴ σὲ βαθύτερα κάτεργα. 

Μόνο τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας λυτρώνουν, τῆς συγγνώμης, τῆς ἀγάπης, τῆς καταλλαγῆς, τῆς ταπείνωσης, ἐκεῖνα ποὺ ἀδειάζουν τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸν ναρκισσισμὸ καὶ τὴν ἐγωπαθῆ αὐταρέσκεια. Ἐκεῖνα μόνον καθαίρουν τὸν χιτῶνα μὲ τὸν ὁποῖο μᾶς ντύνει ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴν ὥρα τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Καὶ ἔχουμε ἀνάγκη νὰ κρατοῦμε καθαρὸ καὶ ἄσπιλο τὸν χιτῶνα αὐτόν· συμβολίζει τὴν χάρη (εἶναι καλύτερα ἡ χάρις) τοῦ παναγίου Πνεύματος. 

«Χιτῶνά μοι παράσχου φωτεινόν, ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον, πολυέλεε Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν», ψάλλουμε κατὰ τὴν ὥρα ἐκείνη. Ὅπως ὁ Χριστὸς εἶναι ντυμένος μὲ τὸ ἄκτιστον φῶς τῆς θείας δόξης του, σύμφωνα μὲ τὰ ὡραῖα λόγια τοῦ ποιητοῦ, ἔτσι καὶ ἐμεῖς ντυνόμασθε μὲ τὴν ἴδια χάρη καὶ δόξα. Ἡ ψυχή μας γίνεται ὁλόφωτη. Ὅμως, «ὡς  σάρκα φοροῦντες καὶ τὸν κόσμον οἰκοῦντες ἢ ἐξ ἐνεργείας τοῦ διαβόλου» (Ἀκολουθία ἁγίου Εὐχελαίου, εὐχὴ ζ΄), ἐπειδὴ δηλαδὴ φέρουμε ἀσθενῆ σάρκα καὶ ζοῦμε μέσα στὸν κόσμο, ὑποκινούμεθα δὲ διαρκῶς ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τοῦ διαβόλου, μολύνουμε τὸν ὁλόλευκο αὐτὸν χιτώνα μας. Θὰ χρειαζόταν νὰ βαπτισθοῦμε ξανὰ καὶ ξανά, προκειμένου νὰ καθαρισθοῦμε ἀπὸ τὸν ρύπο. Ἀλλὰ τὸ βάπτισμα δὲν ἐπαναλαμβάνεται. Ὅταν βαπτιζόμαστε, λέγει ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, καταγγέλουμε τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου· καὶ ἐπειδὴ ὁ Κύριος ἀπέθανεν ἅπαξ, ἅπαξ τελεῖται καὶ τὸ μυστήριον τοῦ βαπτίσματος. Ἄλλωστε καὶ στὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως ὁμολογοῦμεν «ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν»

Πῶς λοιπὸν μποροῦμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῆς ἁμαρτίας, ὅταν μάλιστα βαπτιζόμενοι σὲ νηπιακὴ ἡλικία καὶ μὴ ἔχοντες ἐπίγνωση τῆς πίστεώς μας, ἁμαρτάνουμε συνεχῶς; Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὡς φιλόστοργη μητέρα φρόντισε καὶ γι’ αὐτό. Βασιζόμενη στὰ λόγια τοῦ Κυρίου «ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰωάν. κ΄ 23), μὲ τὰ ὁποῖα ἔδωσε στοὺς μαθητές του τὴν ἐξουσίαν «τοῦ λύειν καὶ δεσμεῖν τὰς ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων», θέσπισε τὸ μυστήριον τῆς μετανοίας, ποὺ ἀποτελεῖ δεύτερο καὶ τρίτο καὶ νιοστὸ βάπτισμα.

Κάθε φορὰ ποὺ μετανοοῦμε εἰλικρινὰ καὶ καταφεύγουμε στοὺς Πνευματικοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι καὶ τελοῦν τὸ μυστήριο τοῦτο, βαπτιζόμαστε γιὰ δεύτερη καὶ τρίτη καὶ νιοστὴ φορὰ βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν τὴν αἰώνιον. Ἔτσι, μέσα στὴν Ἐκκλησία παρηγορούμεθα διαρκῶς, πλήρως, ἀληθῶς καὶ ἀνεγκλήτως.

Θὰ πρέπει ὅμως νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἡ κατὰ Χριστὸν μετάνοια δὲν εἶναι μία ἁπλὴ μεταστροφὴ τοῦ νοὸς ἢ ἀνάσχεση κάποιων κακῶν συνηθειῶν, ἀλλὰ μία συνεχὴς κατάσταση τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία συναισθάνεται τὴν ἀσθένεια ἐκείνη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ποὺ λέγεται ἁμαρτία, ἐπιζητεῖ διαρκῶς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς ἡλιοτρόπιον στρέφεται διὰ παντὸς πρὸς ἐκεῖνον.

Μεγάλες οἱ δωρεὲς λοιπὸν καὶ πλούσια τὰ χαρίσματα τοῦ ἐν τριάδι Θεοῦ, ποὺ μᾶς ὁδήγησε ἀπὸ τοὺς σκιώδεις τύπους στὴν ἀλήθεια τοῦ σωτηριώδους βαπτίσματος καὶ μέσῳ τῆς μετανοίας στὴν λύτρωση· τοῦ ἁγίου Θεοῦ μας, ποὺ κάμπτεται σὲ κάθε μας δάκρυ καὶ εἶναι πάντα πρόθυμος νὰ μᾶς λούσει, νὰ μᾶς μυρώσει καὶ νὰ μᾶς ἐνδύσει πάλιν καὶ πολλάκις μὲ χιτῶνα φωτεινὸ καὶ εὐφρόσυνο. 

Ὄμορφα τὸ λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης στὸν περὶ μετανοίας λόγο του: Καὶ ἕνα μόνον δάκρυ μετανοίας μας νὰ στάξει, τὸ μετράει ἐκεῖνος ὡς ἰσοδύναμο πρὸς τὸ λουτρὸν τοῦ βαπτίσματος· 

«Καὶ δάκρυον στάξαν, ἰσοδυναμεῖ τῷ λουτρῷ»!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Προσοχὴ στὰ ΑΜΗΝ τοῦ Facebook!

Ὁμοφυλοφιλία καὶ ὁμοφυλόφιλοι

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἱεροὶ κανόνες γιὰ τὴν ὁμοφυλοφιλία