Αὐστηρότερος ὅλων στὸ θέμα τῆς ὁμοφυλοφιλίας ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου


Στὸ θέμα τῆς ὁμοφυλοφιλίας πιὸ αὐστηρὸς ἀπὸ ὅλους τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἱερὸς Χρυστόστομος — ἐξ ὅσων τοὐλάχιστον ἐγὼ γνωρίζω.

Θὰ προσπαθήσω νὰ μεταφέρω τὰ λόγια καὶ τὸ πνεῦμα του σταχυολογῶντας χωρία ἀπὸ διάφορα ἔργα του.

Ἂς ἀρχίσουμε ἀπὸ τὸ ὑπόμνημά του στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὰ ὅσα λέει στὴν δ΄ ὁμιλία τοῦ ὑπομνήματος αὐτοῦ, ὅπου  ἑρμηνεύει τοὺς στίχους 18-25 τοῦ α΄ κεφαλαίου τῆς ἐπιστολῆς. * Τὴν ὁμιλία μπορεῖ ὁ ἀγαπητὸς ἀναγνώστης νὰ βρεῖ στὴν Πατρολογία τοῦ Migne, τόμ. 60, σελ. 416 κ.ἑ.· ἀλλὰ καὶ στὴν σειρὰ ΕΠΕ, ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ, τόμ. 16β, σελ. 406 κ.ἑ., ὅπου αὐτὴ (ἡ ὁμιλία) ἔχει ἀριθμηθεῖ ὡς πέμπτη κατὰ σειράν. Τὰ ὅσα δὲ ἀναφέρει περὶ ὁμοφυλοφιλίας στοὺς παραπάνω στίχους τῆς πρὸς Ρωμαίους ὁ ἀπ. Παῦλος εἴδαμε σὲ προηγούμενο  ἄρθρο μας:
https://www.blogger.com/blog/post/edit/5398250059830391249/7863754724585196030

Θυμίζω ἐν συντομίᾳ ὅτι ἐκεῖ ὁ θεῖος ἀπόστολος λέει πὼς εἶναι ἀναπολόγητοι ὅσοι δὲν θέλησαν νὰ γνωρίσουν τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὰ θαυμάσια τῆς δημιουργίας του, νὰ τὸν δοξάσουν γιὰ τὶς ἄπειρες τελειότητές του, νὰ τὸν εὐχαριστήσουν γιὰ τὶς τόσες εὐεργεσίες του. Τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν σκοτίσθηκε ἡ διάνοια καὶ προσκύνησαν τὰ εἴδωλα ἀντὶ γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς ἀπέσυρε τὴν χάρη του καὶ τοὺς ἄφησε νὰ παραδοθοῦν «εἰς πάθη ἀτιμίας» (ἀτιμωτικὰ πάθη).

Ἀπὸ ἐδῶ ἂς πιάσουμε τὸ νῆμα τῆς ἑρμηνευτικῆς παρέμβασης τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου.

Λέει λοιπὸν ὁ ἁγιώτατος πατὴρ ὅτι ὅλα τὰ πάθη εἶναι ἀτιμωτικά, ἰδιαίτερα ὅμως «ἡ κατὰ τῶν ἀρρένων μανία», ἡ μανία γιὰ τοὺς ἄνδρες δηλαδὴ — ὁ ἅγιος Ἰωάννης (ὅπως καὶ ὅλοι οἱ Πατέρες) ἀναφέρεται κυρίως στὴν ἀνδρικὴ ὁμοφυλοφιλία.

Γενικῶς τὴν ὁμοφυλοφιλία ὀνομάζει «ἀλλόκοτον λύσσαν». Αὐτοί, λέει, ἀφοῦ ἀτίμασαν τὴν φυσικὴ ἀπόλαυση, ἔτρεξαν στὴν παρὰ φύσιν. Ὅμως τὰ παρὰ φύσιν εἶναι πιὸ δύσκολα καὶ πιὸ δυσάρεστα, ὥστε θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς πὼς οὔτε ἡδονὴ ἔχουν· «ἡ γὰρ γνησία ἡδονὴ ἡ κατὰ φύσιν ἐστὶν» (γνήσια ἡδονὴ εἶναι μόνον ἡ φυσική). 

«Ἀλλ’ ὅταν ὁ Θεὸς ἐγκαταλίπῃ, πάντα ἄνω καὶ κάτω γίνεται» (ὅταν μᾶς ἐγκαταλείπει ὁ Θεός, τὰ πάντα γίνονται ἄνω κάτω).

Τὴν κατὰ φύσιν ἡδονή, συνεχίζει, θὰ μποροῦσαν νὰ ἀπολαμβάνουν μὲ περισσότερη ἐλευθερία καὶ μεγαλύτερη εὐχαρίστηση καὶ νὰ ἔχουν ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ντροπή. Ἀλλὰ δὲν θέλησαν. Πρόσβαλαν μὲ τὶς πράξεις τους τὴν ἴδια τὴν φύση («φύσιν ὑβρίσαντες»). Τί πιὸ ἀτιμωτικὸ δὲ ὑπάρχει ἀπὸ τὸ νὰ ἐπιζητοῦν καὶ οἱ γυναῖκες αὐτὲς τὶς σαρκικὲς σχέσεις; — οἱ ὁποῖες θὰ ἔπρεπε νὰ ντρέπονται περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄνδρες.

Ὁ Χρυσόστομος θεωρεῖ ὅτι τὸ πᾶν τῆς ἐπιθυμίας προέρχεται ἀπὸ τὴν πλεονεξία· ἐκ τοῦ ὅτι κανεὶς δὲν ἀνέχεται νὰ μένει μέσα στὰ δικά του ὅρια. Καθένας ποὺ ξεπερνᾶ τοὺς νόμους ποὺ ὅρισε ὁ Θεός, ἐπιθυμεῖ πράγματα ἀλλόκοτα καὶ ὄχι τὰ νόμιμα. Ὅπως πολλοὶ ἐγκαταλείπουν τὴν ἐπιθυμία τῶν φαγητῶν καὶ τρῶνε χῶμα καὶ μικρὲς πέτρες, ἢ ἄλλοι ὅταν διψοῦν ὑπερβολικά, ἐπιθυμοῦν τὸν βοῦρκο, ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι ἔπεσαν στὸν παράνομο αὐτὸν ἔρωτα. Ρωτᾶς ἀπὸ ποῦ προέρχεται ἡ δύναμη αὐτῆς τῆς ἐπιθυμίας; Ἀπὸ τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ποῦ; Ἀπὸ τὴν παρανομία αὐτῶν ποὺ τὸν ἐγκατέλειψαν.

Ὅταν ἀκοῦς τὸν ἀπόστολο νὰ λέει ὅτι καὶ οἱ ἄνδρες «ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν πρὸς ἀλλήλους» (κάηκαν ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία μεταξύ τους), μὴ νομίσεις ὅτι ἡ ἀρρώστια ὀφείλεται μόνο στὴν ἐπιθυμία. Τὸ μεγαλύτερο μέρος ὀφείλεται στὴν ραθυμία καὶ τὴν ἀδιαφορία τους, ποὺ ἄναψε καὶ τὴν ἐπιθυμία. Γι’ αὐτὸ δὲν εἶπε ἐδῶ ὁ ἀπόστολος ὅτι παρασύρθηκαν ἢ κυριεύθηκαν, πρᾶγμα ποὺ λέει ἀλλοῦ. Ἀλλὰ τί λέει; «Κατεργαζόμενοι». Θεώρησαν δηλαδὴ ἔργο τὴν ἁμαρτία· καὶ ὄχι ἁπλῶς ἔργο, ἀλλὰ καὶ φροντισμένο ἔργο. Καὶ δὲν εἶπε «ἐπιθυμία», ἀλλὰ «ἀσχημοσύνη», μὲ κυριολεκτικὴ σημασία. Γιατὶ πραγματικὰ αὐτοὶ καὶ τὴν φύση ντρόπιασαν καὶ τοὺς νόμους κατεπάτησαν.

Πολλαπλὸς ὁ πόλεμος

Περὶ τὰ ἐρωτικὰ ὁ διάβολος πολεμᾶ τὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ μύριους τρόπους. 

Ὁ Θεὸς εἶπε νὰ γίνουν οἱ δύο (ἄνδρας καὶ γυναῖκα) σάρκα μία· καὶ αὐτὸ τὸ κάνει ἡ «ὁμιλίας ἐπιθυμία», ἡ ἐρωτικὴ ἐπιθυμία δηλαδή, ἡ ἐπιθυμία τῆς συνουσίας· αὐτὴ ἑνώνει τὰ φύλα μεταξύ τους. Καταστρέφοντας αὐτὴν τὴν ἐπιθυμία ὁ διάβολος καὶ εἰσηγούμενος ἀλλότριο τρόπο, ξεχώρισε τὰ φύλα μεταξύ τους καὶ ἔκανε τὸ ἕνα νὰ γίνει δύο μέρη, ἀντίθετα μὲ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ δηλαδὴ ὁ Θεὸς λέει νὰ γίνουν οἱ δύο σάρκα μία, ὁ διάβολος χωρίζει τὴν μία σάρκα στὰ δύο. «Ἰδοὺ πόλεμος εἷς» (νὰ ὁ πρῶτος πόλεμος).

Πάλι αὐτὰ τὰ ἴδια δύο μέρη τὰ παρέσυρε σὲ πόλεμο καὶ πρὸς τὸν ἑαυτό τους καὶ μεταξύ τους. Διότι καὶ οἱ γυναῖκες προσβάλλουν τὶς ἴδιες τὶς γυναῖκες (καὶ ὄχι μόνο ἄνδρες)· καὶ οἱ ἄνδρες ἐπίσης στέκονται ἀντιμέτωποι καὶ μεταξύ τους (ἄνδρας ἐναντίον ἄνδρα) καὶ ἐναντίον τοῦ γυναικείου φύλου, ὅπως ἀκριβῶς σὲ κάποια μάχη τῆς νύκτας. Εἶδες δεύτερο πόλεμο καὶ τρίτο καὶ τέταρτο καὶ πέμπτο; Ὑπάρχει καὶ ἄλλος. Γιατὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ ποὺ ἀναφέρθηκαν, παρανόμησαν καὶ στὴν ἴδια τὴν φύση.

Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶδε ὁ διάβολος ὅτι αὐτὴ ἰδιαίτερα ἡ ἐπιθυμία (ἡ ἐρωτικὴ ἀνάμεσα στὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναῖκα) ἑνώνει τὰ δύο φύλα, φρόντισε νὰ κόψει τὸν δεσμὸ αὐτόν, ὥστε νὰ διαλύσει τὸ ἀνθρώπινο γένος· ὄχι μόνο μὲ τὸ νὰ μὴ σπείρονται νόμιμα οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νὰ παρασύρονται σὲ πόλεμο μεταξύ τους καὶ νὰ ἐπαναστατοῦν.

Τιμωροῦνται δὲ οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες ἀπὸ τὸν ἴδιο τους τὸν ἑαυτό. Ἡ κόλαση (τιμωρία) ὑπάρχει στὴν ἴδια τὴν παράνομη αὐτὴν ἡδονή. Καὶ ἂν δὲν τὸ συναισθάνονται, ἀλλ’ ἀντιθέτως εὐχαριστιοῦνται, μὴν ἀπορεῖς. Καὶ αὐτοὶ ποὺ κατέχονται ἀπὸ μανία, καὶ αὐτοὶ ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ φρενίτιδα, ἂν καὶ ἀδικοῦν πολλὲς φορὲς τὸν ἑαυτό τους καὶ πράττουν ἐλεεινὰ πράγματα, γιὰ τὰ ὁποῖα οἱ ἄλλοι τοὺς θρηνοῦν, γελοῦν οἱ ἴδιοι καὶ ἀπολαμβάνουν αὐτὰ ποὺ γίνονται. Αὐτὸ δὲν εἶναι κόλαση; Ἢ θὰ ποῦμε πὼς αὐτοὶ ἔχουν ἀπαλλαγεῖ; Κάθε ἄλλο! Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς βρίσκονται σὲ φοβερώτερη κόλαση, διότι δὲν γνωρίζουν σὲ ποιά κατάσταση εἶναι.

Καὶ λέει ἀμέσως παρακάτω κάτι πολὺ σοφό, ἐπίκαιρο καὶ σχετικὸ μὲ τὸ θέμα μας ὁ χρυσοῦς τὴν γλῶτταν Ἰωάννης: «Οὐ γὰρ ἀπὸ τῶν νοσούντων, ἀλλ’ ἀπὸ τῶν ὑγιαινόντων δεῖ φέρειν τὰς ψήφους».

«Ψῆφον φέρω» στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σημαίνει «ρίχνω τὴν ψῆφο μου στὴν κάλπη, ἀποφασίζω διὰ ψηφοφορίας γιὰ κάτι». Τὸ «δεῖ φέρειν ψήφους» συνεπῶς δεικνύει τὸ πῶς θὰ πρέπει νὰ ψηφίζουμε, ἤτοι νὰ ἀποφασίζουμε γιὰ κάτι. Πῶς; «Οὐχὶ ἀπὸ τῶν νοσούντων, ἀλλ’ ἀπὸ τῶν ὑγιαινόντων»· νὰ μὴ στηρίζουμε δηλαδὴ τὶς ἀποφάσεις μας στὶς ἀπαιτήσεις τῶν νοσούντων, ἀλλὰ σ’ ἐκεῖνες τῶν ὑγιαινόντων.

Εἶπα πὼς εἶναι ἐπίκαιρος ὁ λόγος, διότι αὐτὲς τὶς ἡμέρες διεξάγεται εὐρεῖα συζήτηση ἐπὶ τοῦ σχεδιασμοῦ, τῆς καταρτίσεως, εἰσαγωγῆς, προτάσεως καὶ ψηφίσεως ἀπὸ τὴν Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων νομοσχεδίου ποὺ προβλέπει «γάμο» ὁμόφυλων ζευγαριῶν καὶ «δικαίωμα» αὐτῶν στὴν «τεκνοθεσία» — δὲν λέγεται «υἱοθεσία» πλέον· κάτι τέτοιο εἶναι σεξιστικό! 

Πῶς ὅμως «δεῖ φέρειν τὰς ψήφους» καὶ ἐπ' αὐτοῦ τοῦ ζητήματος; Ὑπάρχουν ὑγιᾶ κριτήρια; Ποῦ στηρίζονται οἱ νομοθέτες, ἀλλὰ καὶ ὅλοι μας; Ἔχουμε ὡς βάση (ψάχνουμε ἔστω) κάτι ἔξω καὶ ὑπεράνω τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἔκανε ὁ σοφὸς Σωκράτης, ὁ καλὸς μαθητής του Πλάτων, ὁ Ἡράκλειτος πρὶν ἀπὸ αὐτοὺς καὶ τόσοι ἄλλοι σοφοί; Ἀναζητοῦμε τὶς κρηπῖδες τῆς ἀπόλυτης θείας ἀλήθειας, ἢ βολευόμαστε στὸ motto (σύνθημα) ποὺ προωθοῦν οἱ «γκουροὺ» τῆς λεγόμενης Νέας Ἐποχῆς, «δὲν ὑπάρχει σωστὸ καὶ λάθος»;

Ἕνα τέτοιο σύνθημα γιὰ τοὺς ἀληθινὰ μεγάλους τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ πνεύματος θὰ ἦταν ὕβρις. Φαῦλος ἦταν γιὰ τὸν Ἡράκλειτο ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ζοῦσε ἐν ἁρμονίᾳ πρὸς τὸν «ξυνὸν» (κοινὸν) λόγον.

Σήμερα ὅμως οἱ πολλοὶ δὲν ἀντλοῦμε νοήματα ζωῆς ἀπὸ τὸν λόγον (τὸν ἀληθινὸν μάλιστα Λόγον, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ), ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας.

Σωστό, ἀντικειμενικό, φυσικό, ἠθικό, δίκαιο εἶναι αὐτὸ ποὺ μοῦ ἀρέσει. Δὲν ψάχνω κάτι ἔξω ἀπὸ ἐμένα. Δὲν θέλω νὰ ζήσω σύμφωνα μὲ κάτι ἄλλο, ἀνώτερο, θεῖο, ὑπερβατικό, οὐράνιο. Θέλω μόνο ἐκεῖνο ποὺ μοῦ ἀρέσει. Καὶ ἂν ἀκόμη ἀποκτήσω μία σχέση μὲ τὸ ὑπερβατικό, πάλι θὰ πρέπει νὰ εἶναι σύμφωνη μὲ τὰ δικά μου θέλω, ὑποτεταγμένη σ' αὐτά. Μὴ μοῦ πεῖς νὰ μπῶ σὲ κανόνες καὶ σχήματα. Δὲν ἐπιζητῶ τὴν ὑπακοὴ σὲ κάτι ἀνώτερο καὶ ἔξω ἀπὸ ἐμένα, ἀλλὰ τὸ δικαίωμα σὲ ὅ,τι μοῦ ἀρέσει. 

Δικαιωματισμὸς λέγεται αὐτὸ μὲ μία λέξη.

Ἠθικὴ τοῦ γούστου τὸ εἶπαν κάποιοι: ἠθικὸ εἶναι ὅ,τι μοῦ γουστάρει!

Γι' αὐτὸ καὶ οἱ πράξεις τῶν ἀνθρώπων αἰωροῦνται σήμερα, δὲν ἔχουν νοηματικὴ βάση. Πῶς νὰ ἔχουν; Ἀπὸ ποῦ νὰ ἀντλήσουν τὸ νόημά τους;

Βλ., ἂν θές, καὶ σχετικὸ ἄρθρο μας στὴν δ/νση:

Ἀλλ' ἂς συνεχίσουμε μὲ τὰ λόγια τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου.

Οἱ ἀρσενοκοῖτες, λέει, παθαίνουν τὰ ἴδια μὲ τὶς πόρνες, μᾶλλον δὲ καὶ ἀθλιώτερα ἐκείνων. Διότι στὶς πόρνες, ἂν καὶ ἡ συνουσία εἶναι παράνομη, εἶναι ὅμως κατὰ φύσιν· ἐνῶ ἡ ἄλλη μίξη καὶ παράνομη εἶναι καὶ παρὰ φύσιν.

Συνεχίζει μὲ δύο παραδείγματα:

Ἂν ἔβλεπα, λέει, κάποιον γυμνὸ νὰ τρέχει, τὸ σῶμα του ὅλο νὰ εἶναι μολυσμένο ἀπὸ τὸν βοῦρκο, στὴν συνέχεια νὰ μὴ σκεπάζεται, ἀλλὰ καὶ νὰ ὑπερηφανεύεται, δὲν θὰ χαιρόμουν μαζὶ μ' αὐτόν, ἀλλὰ περισσότερο θὰ τὸν θρηνοῦσα, ἐπειδὴ δὲν αἰσθάνεται ὅτι κάνει ἀσχημοσύνη.

Ἂν κάποιος κατεδίκαζε μία νέα κοπέλα κλεισμένη σὲ σπίτι νὰ ἔλθει σὲ σαρκικὴ σχέση μὲ ἄλογα ζῶα, καὶ στὴν συνέχεια αὐτὴ συνήθιζε καὶ μάλιστα εὐχαριστιόταν μὲ τὴν παρὰ φύσιν συνουσία, δὲν θὰ ἦταν γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν πρὸ πάντων ἄξια γιὰ δάκρυα; Δὲν θὰ ἔπρεπε δηλαδὴ νὰ τὴν θρηνοῦμε ἐπειδὴ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια αὐτὴν μὲ τὸ νὰ μὴν τὴν αἰσθάνεται; Στὸν καθένα βέβαια εἶναι φανερὸ αὐτό. Ἐὰν ὅμως εἶναι φοβερὸ τὸ νὰ συμβεῖ κάτι τέτοιο, δὲν εἶναι καθόλου μικρότερο αὐτὸ ποὺ συμβαίνει μὲ τοὺς ἀρσενοκοῖτες· διότι εἶναι χειρότερο τὸ νὰ προσβάλλεται κανεὶς ἀπὸ τοὺς δικούς του.

Παρακάτω λέει κάτι πολὺ σκληρό. «Τούτους ἐγὼ καὶ ἀνδροφόνων χείρους εἶναί φημι». Δηλαδή, ἐγὼ αὐτοὺς τοὺς θεωρῶ χειρότερους καὶ ἀπὸ τοὺς δολοφόνους. Διότι εἶναι καλύτερο νὰ πεθάνει κανείς, παρὰ νὰ ζεῖ καὶ νὰ προσβάλλεται ἔτσι. Ὁ δολοφόνος ἀπέσπασε τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα. Αὐτὸς ὅμως  κατέστρεψε τὴν ψυχὴ μαζὶ μὲ τὸ σῶμα.

Ὅποιο ἁμάρτημα καὶ ἂν ὀνοματίσεις, κανένα δὲν θὰ πεῖς ἴσο μὲ τὴν παρανομία αὐτήν. 

Καὶ ἂν ἐκεῖνοι ποὺ παθαίνουν αὐτὰ τὰ αἰσθάνονταν, θὰ δέχονταν μύριους θανάτους, προκειμένου νὰ μὴ τὰ πάθουν. 

«Οὐ γάρ ἐστιν, οὐκ ἔστι ταύτης τῆς ὕβρεως ἀλογώτερον τε καὶ χαλεπώτερον»· δὲν ὑπάρχει λοιπόν, δὲν ὑπάρχει πιὸ ἄλογο καὶ πιὸ χαλεπὸ πρᾶγμα ἀπὸ τὴν προσβολὴ αὐτήν! Γιατί, ἂν ὁ Παῦλος, ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὴν πορνεία, ἔλεγε ὅτι κάθε ἁμάρτημα ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐξω ἀπὸ τὸ σῶμα του, ἐκεῖνος ὅμως ποὺ πορνεύει ἁμαρτάνει στὸ ἴδιο του στὸ σῶμα, τί θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε γιὰ τὴν μανία αὐτήν, ποὺ εἶναι τόσο πολὺ χειρότερη ἀπὸ τὴν πορνεία, ὅσο δὲν εἶναι δυνατὸν οὔτε νὰ τὸ ποῦμε;

Διότι, πρόσεχε! Δὲν λέω μόνον αὐτό, ὅτι δηλαδὴ ἔγινες γυναῖκα. Λέω ὅτι ἔχασες καὶ τὴν ἰδιότητα τοῦ ἄνδρα. Τελικὰ δὲ οὔτε ἀπέκτησες αὐτὴν τὴν φύση (τὴν γυναικεία), οὔτε διατήρησες ἐκείνην ποὺ εἶχες, ἀλλ’ ἔγινες κοινὸς προδότης κάθε φύσεως· γι’ αὐτὸ καὶ εἶσαι ἄξιος νὰ καταδιώκεσαι καὶ νὰ λιθοβολεῖσαι καὶ ἀπὸ ἄνδρες καὶ ἀπὸ γυναῖκες (μὴ τὸ παίρνετε κατὰ γράμμα αὐτό· ποτὲ ὁ ἅγιος δὲν θὰ πρότεινε κάτι τέτοιο, πολλῷ δὲν μᾶλλον δὲν θὰ τὸ ἐπέτρεπε ἢ καὶ ἐνθάρρυνε· εἶναι τρόπος τοῦ λέγειν, καθ’ ὑπερβολὴν σχῆμα). 

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μὲ τὰ παραπάνω θέλει νὰ πεῖ ὅτι οἱ ὁμοφυλόφιλοι ἀδικοῦν καὶ τὰ δύο φύλα.

Θὰ σοῦ πῶ ἕνα παράδειγμα, λέει, γιὰ νὰ καταλάβεις πόσο μεγάλο κακὸ εἶναι αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Ἂν κάποιος ἐρχόταν καὶ σοῦ ὑπόσχονταν ἀπὸ ἄνθρωπο νὰ σὲ κάνει σκύλο, ἆραγε δὲν θὰ τὸν ἀπέφευγες σὰν κακοῦργο; Ὅμως νά· δὲν ἔκανες τὸν ἑαυτό σου σκύλο ἀπὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ κάτι πιὸ ἀτιμωτικὸ ἀκόμη. Διότι  ἐκεῖνο τὸ ζῶο εἶναι κατάλληλο γιὰ χρήση, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ εἶναι ὅμοιος μὲ πόρνη, πουθενὰ δὲν εἶναι χρήσιμος.

Τί λοιπόν; Πές μου· ἂν κάποιος ἀπειλοῦσε νὰ κάνει τοὺς ἄνδρες νὰ γεννοῦν καὶ νὰ περνοῦν τὸ στάδιο τῆς λοχείας, δὲν θὰ θυμώναμε πάρα πολύ; Νὰ ὅμως ποὺ ἔκαναν φοβερώτερα τώρα στὸν ἑαυτό τους αὐτοὶ ποὺ μὲ μανία ἐπιθυμοῦν τὰ παρόμοια. Γιατὶ δὲν εἶναι ἴδιο αὐτὸ μὲ τὸ νὰ μεταβάλει κανεὶς τὴν φύση του σὲ γυναικεία καὶ νὰ γίνει γυναῖκα, ἐνῶ παραμένει ἄνδρας· ἢ καλύτερα οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο. 

Ἐὰν ὅμως θέλεις νὰ μάθεις καὶ ἀπὸ ἀλλοῦ τὸ μέγεθος τοῦ κακοῦ, ρώτησε γιὰ ποιόν λόγο οἱ νομοθέτες τιμωροῦν ἐκείνους ποὺ κάνουν τοὺς εὐνούχους, καὶ θὰ μάθεις ὅτι γιὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο διότι ἀκρωτηριάζουν τὴν φύση· ἂν καὶ ἐκεῖνοι βέβαια δὲν κάνουν κανένα τόσο μεγάλο ἀδίκημα. Γιατὶ οἱ εὐνοῦχοι ἔγιναν σὲ πολλὲς περιπτώσεις χρήσιμοι καὶ μετὰ τὸν εὐνουχισμό τους. Ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὅμως ποὺ πορνεύεται δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει τίποτε πιὸ ἄχρηστο. Γιατὶ ὄχι ἡ ψυχὴ μόνο, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα ἐκείνου ποὺ παθαίνει αὐτὰ εἶναι χωρὶς τιμὴ καὶ ἄξιο νὰ διώκεται ἀπὸ παντοῦ. 

Πόσες γέεννες θὰ εἶναι ἀρκετὲς γι’ αὐτούς!

Περιγελᾶς ἀκούγοντας γιὰ γέεννα; Ἐὰν περιγελᾶς καὶ δὲν πιστεύεις, θυμήσου ἐκείνη τὴν φωτιὰ τῶν Σοδόμων. Γιατὶ εἴδαμε, πραγματικὰ εἴδαμε καὶ στὴν παροῦσα ζωὴ εἰκόνα τῆς γεέννης. Σκέψου πόσο μεγάλο ἦταν τὸ ἁμάρτημα, ὥστε νὰ φανεῖ ἡ γέεννα πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα της. 

Ἐκείνη ἡ βροχὴ ποὺ ἔριξε τότε ὁ Θεός, ἦταν παράξενη (πῦρ καὶ θειάφι)· ἦταν παράξενη, ἐπειδὴ παράξενη (παρὰ φύσιν) ἦταν καὶ ἡ συνουσία τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων. Καὶ πλημμύρισε τὴν γῆ, ἐπειδὴ καὶ ἡ πονηρὰ ἐπιθυμία εἶχε πρῶτα πλημμυρίσει τὶς ψυχές τους. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἡ βροχὴ ἐκείνη ἦταν ἀντίθετη ἀπὸ τὴν συνηθισμένη· τέτοια ποὺ ὄχι μόνον δὲν προκαλοῦσε τὴν μήτρα τῆς γῆς γιὰ τὴν δημιουργία τῶν καρπῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔκανε ἄχρηστη γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τῶν σπερμάτων.

Πιὸ ἄχρηστα ὅμως εἶναι τὰ σώματα τῶν τοιούτων ἀνδρῶν. Καὶ εἶναι ἄχρηστη ἡ σπορὰ (βροχή) τους, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει μήτρα (γῆ) νὰ ὑποδεχθεῖ καὶ νὰ κυοφορήσει τὸ σπαρέν. 

Νὰ θυμίσουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ ὅτι σύμφωνα μὲ τὴν διήγηση τῆς Γενέσεως (κεφ. ιθ΄) δύο ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἀγγέλους ποὺ ἐμφανίσθηκαν μὲ ἀνθρώπινη μορφὴ καὶ φιλοξενήθηκαν ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ (τύπος τῆς ἁγίας Τριάδος ἦταν), ἔφθασαν κατὰ τὸ ἑσπέρας στὰ Σόδομα, ὅπου τοὺς ὑποδέχθηκε μὲ ἐξόχως εὐμενῆ καὶ φιλογνώμονα διάθεση καὶ τοὺς φιλοξένησε στὸ σπίτι του ὁ δίκαιος Λώτ. Ὅταν ὅμως ἔπεσε γιὰ καλὰ ἡ νύχτα, οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως οἱ Σοδομῖτες, ὅλοι, ἀπὸ τὸν νεώτερο μέχρι τὸν γεροντότερο, περικύκλωσαν τὸ σπίτι καὶ ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Λὼτ νὰ βγάλει ἔξω τοὺς δύο ἄνδρες γιὰ νὰ ἀσελγήσουν πάνω τους («ἵνα συγγενώμεθα αὐτοῖς»). Ὁ Λὼτ ἔχοντας περιέλθει σὲ κατάσταση κυριολεκτικῶς ἀπελπιστική, γιὰ νὰ καθησυχάσει τὴν ἔξαρση τῆς μανίας τους, εἶπε: «Ἔχω δύο κόρες ποὺ δὲν ἔχουν γνωρίσει ἄνδρα, εἶναι παρθένες. Θὰ σᾶς τὶς παραδώσω καὶ χρησιμοποιῆστε τες ὅπως θέλετε»! Ἐκεῖνοι ὅμως ὅρμησαν μὲ μανία γιὰ νὰ βιάσουν καὶ τὸν ἴδιον τὸν Λώτ. Ἦταν τόση ἡ ἐξαχρείωσή τους, ποὺ οὔτε ἡ ἰδέα τῆς συνεύρεσης μὲ δύο νέες σὰν τὰ κρύα τὰ νερὰ παρεκίνησε τὴν φύση τους, οὔτε ἡ ἱερότης τῆς φιλοξενίας τοὺς συγκράτησε (ἦταν ἱερὰ ὑπόθεσις ἡ φιλοξενία τὰ χρόνια ἐκεῖνα), οὔτε βέβαια ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Καὶ δὲν ἦταν φυσικὰ θέμα «σεξουαλικοῦ προσανατολισμοῦ», ὅπως λένε σήμερα. Ἦταν ὅλοι τους διεστραμμένοι! Τότε οἱ δύο ἄνδρες τοὺς τιμώρησαν μὲ ἀορασία. Ἡ πνευματική τους τύφλωση ἔγινε καὶ σωματική. Ὅμως ἦταν τέτοια ἡ πώρωσή τους, ποὺ ἀκόμη καὶ τετυφλωμένοι προσπαθοῦσαν νὰ βροῦν τὴν θύρα.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ κατενόησε ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἡ ἱερά μας παράδοση ὡς ἀκραιφνὲς ἐσχατολογικὸ σημεῖο. Εἶναι ὄντως φανέρωση τῆς γέεννας τοῦ πυρός, ὅπως χαρακτηριστικὰ μᾶς εἶπε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Εἶναι καὶ εἰκόνα τῆς εἰς τέλος ἀμετανοησίας τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων.

Κατακλείει δὲ τὴν ὁμιλία του ὁ χρυσορρήμων Ἰωάννης μὲ τὰ ἑξῆς λόγια:

«Ὦ τῆς μανίας! Ὦ τῆς παραπληξίας (παραφροσύνης)»! Ἀπὸ ποῦ ἦλθε ἡ ἐπιθυμία αὐτὴ ποὺ προξένησε στὴν ἀνθρώπινη φύση τὰ κακὰ τῶν ἐχθρῶν; 

«Ὦ καὶ ἀλόγων ὑμεῖς ἀνοητότεροι, καὶ κυνῶν ἀναιδέστεροι» (ὦ σεῖς ποὺ εἶστε πιὸ ἀνόητοι καὶ ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα ἀκόμη, πιὸ ἀναιδεῖς καὶ ἀπὸ τοὺς σκύλους)! Στ’ ἀλήθεια, τί εἶναι περισσότερο σιχαμερὸ ἀπὸ τὸν ἄνδρα ποὺ εἶναι πόρνος; Καὶ τί πιὸ μολυσμένο; 

«Πόθεν οὖν ταῦτα ἐτέχθη τὰ κακὰ» (ἀπὸ ποῦ προῆλθαν ὅλα αὐτὰ τὰ κακά);

«Ἀπὸ τρυφῆς, ἀπὸ τοῦ μὴ εἰδέναι Θεόν»· ἀπὸ τὴν τρυφηλὴ ζωὴ καὶ τὶς ἀπολαύσεις δηλαδή, ἀπὸ τὸ ὅτι ἀρνοῦνται νὰ γνωρίσουν τὸν Θεόν.

«Ὅταν γὰρ ἐκβάλωσί τινες αὐτοῦ τὸν φόβον, πάντα οἴχεται λοιπὸν τὰ καλά»·

Ὅταν ἐκριζώνουν κάποιοι ἀπὸ μέσα τους τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, φεύγουν στὴν συνέχεια καὶ χάνονται ὅλα τὰ καλά.

(Συνεχίζεται)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Προσοχὴ στὰ ΑΜΗΝ τοῦ Facebook!

Ὁμοφυλοφιλία καὶ ὁμοφυλόφιλοι

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἱεροὶ κανόνες γιὰ τὴν ὁμοφυλοφιλία