Ἡ ἁμαρτία ἔγινε μόδα (Ἅγιος Παΐσιος)

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου


Αὐστηρὸς ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος στὸ θέμα τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ὅπως εἴδαμε, πολὺ αὐστηρός. Τὰ λόγια του δὲν συμβαδίζουν μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ πολλοὶ σπεύδουν νὰ τὸν κατηγορήσουν. Ἄλλοι διατυπώνουν τὴν ἄποψη ὅτι δὲν ξέρουμε τί θὰ ἔλεγε ἂν ζοῦσε σήμερα, πῶς θὰ τοποθετοῦνταν στὸ θέμα. Μήπως αὐτὰ ποὺ λέει ἑρμηνεύοντας τὸ α΄ κεφάλαιο τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀναφέρονται σ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι δοσμένοι ψυχῇ τε καὶ σώματι στὴν ὁμοφυλοφιλικὴ ἡδονοθηρία;

Αὐτονόητο εἶναι κάτι τέτοιο. Οἱ ἅγιοι ξέρουν πότε νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν σκληρὴ γλῶσσα καὶ πότε τὴν ἀνεπαχθῆ καὶ ἤπια. Ἐμεῖς βέβαια δὲν γνωρίζουμε τί ἀκριβῶς εἶχε στὸ μυαλό του ὁ Χρυσορρήμων Ἰωάννης ὅταν ἔγραφε αὐτὰ τὰ λόγια (ἡ ἱστορικοφιλολογικὴ ἔρευνα — ἡ πάντα χρήσιμη καὶ στὴν μελέτη τῆς πατερικῆς γραμματείας  πολὺ θὰ μᾶς βοηθοῦσε σ' αὐτό)· ἕνα πάντως εἶναι σίγουρο, ὅτι ὑπῆρξε ὁ σπουδαιότερος ἑρμηνευτὴς τῶν ἐπιστολῶν τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Τὰ ἑρμηνευτικά του ὑπομνήματα εἶναι θεόπνευστα.  

eikona
Τοῦτο μαρτυρεῖται ὄχι μόνον ἀπὸ τὶς σύμφωνες γνῶμες τῶν ἁγίων καὶ θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ἔκτακτο καὶ ὑπερφυὲς γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἔζησε καὶ διηγήθηκε στὴν συνέχεια ὁ ἅγιος Πρόκλος, μαθητὴς καὶ διάδοχος τοῦ θείου Χρυσοστόμου στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ ἅγιος Πρόκλος ἐπὶ τρεῖς καὶ περισσότερες νύκτες ἔβλεπε τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ ψιθυρίζει λόγια στὸ ἀφτὶ τοῦ σοφοῦ Ἱεράρχου.  Ἐκεῖνος εἶχε ἀγωνία γιὰ τὴν ὀρθότητα τῶν ὑπομνημάτων του καὶ προσευχόταν γι' αὐτό. Τὰ ὅσα τοῦ διηγήθηκε ὁ διάκονός του Πρόκλος ἦταν ἀπάντηση στὶς προσευχές του καὶ ὑπόθεσις ποὺ μεγάλως τὸν ἐνθάρρυνε νὰ ἑρμηνεύσει στὴν συνέχεια ὅλες τὶς παύλειες ἐπιστολές.

Τὸ παραπάνω περιστατικὸ ἐπιβεβαιώνει ἀψευδῶς μέχρι σήμερα, κατὰ τρόπο σιωπηρό, πλὴν βροντώδη, ἡ σωζόμενη κάρα τοῦ ἁγίου, φέρουσα ἐπάνω της τὸ ἡγιασμένο ἐκεῖνο οὖς, τὸ διατηρηθὲν ἐπὶ τόσους αἰῶνες ἄφθαρτο. Τὸ ἱερὸ λείψανο ξενοδοχεῖται ἱεροπρεπῶς στὴν Μεγίστη Μονὴ τοῦ Βατοπαιδίου — ὁ γράφων εἶχε τὴν εὐλογία νὰ τὸ προσκυνήσει κάποτε. Πρόκειται γιὰ σημάδι τῆς ἀληθείας τοῦ γεγονότος ἐκείνου καὶ ἐπισφράγισις τῆς ἐγκυρότητος καὶ ἀξιοπιστίας τῶν ἑρμηνευτικῶν ὑπομνημάτων τοῦ θειοτάτου πατρός.

✔ Γιὰ τὸν φιλομαθῆ ἀναγνώστη στὸ τέλος τοῦ ἄρθρου παραθέτουμε μὲ περισσότερες λεπτομέρειες τὴν παραπάνω διήγηση.

Γιὰ νὰ δοῦμε ὅμως τί λέει γιὰ τὸ θέμα μας ὁ χρυσοῦς τὴν γλῶτταν Ἰωάννης καὶ σὲ ἄλλα ἔργα του.

«Πρὸς τοὺς πολεμοῦντας τοῖς ἐπὶ τὸ μονάζειν ἐνάγουσιν» 
(Λόγος Γ΄, PG 47, 360 κ.ἑ. — ΕΠΕ 28, 486 κ.ἕ.) 

Στὴν ἀσκητικὴ αὐτὴ πραγματεία ὁ ἱερὸς συγγραφεὺς χαρακτηρίζει τὴν ὁμοφυλοφιλία ὡς «κολοφῶνα τῶν κακῶν» καὶ «κεφάλαιον τῆς συμφορᾶς». Κάθε φορά, λέει, ποὺ ἑτοιμαζόμουν νὰ μιλήσω γι’ αὐτὸ τὸ ἀποκορύφωμα («κολοφῶνα») τῶν κακῶν, ποὺ εἶναι καὶ τὸ κυριώτερο μέρος («κεφάλαιον») τῆς συμφορᾶς, κοκκίνιζα καὶ ντρεπόμουν.

«Ἔρως καινός τις καὶ παράνομος» (παράδοξος καὶ παράνομος ἔρως) εἰσῆλθε στὴν ζωή μας· ἐπέπεσε «νόσημα χαλεπὸν καὶ ἀνίατον» (βαριὰ καὶ ἀθεράπευτη ἀσθένεια)· ἐνέσκηψε «πάντων λοιμὸς χαλεπώτερος» (ὁ χειρότερος ἀπ' ὅλους τοὺς λοιμούς)· «καινή τις παρανομία ἐπενοήθη καὶ ἀφόρητος» (ἐπενοήθη κάποια καινούργια καὶ φρικτὴ παρανομία), μὲ τὴν ὁποία ἀνατρέπονται ὄχι μόνον οἱ «θετοὶ» (ἀνθρώπινοι) νόμοι, ἀλλὰ καὶ οἱ νόμοι τῆς φύσεως. 

«Μικρὸν εἰς ἀσελγείας λόγον πορνεία λοιπόν»: κατήντησε ἡ πορνεία νὰ θεωρεῖται ἀσήμαντη ἀσέλγεια*. Διότι, ὅπως συμβαίνει μὲ τὶς ὀδύνες, ποὺ ὅταν ἔλθει μία βασανιστικώτερη, καλύπτει τὴν ἐντύπωση τῆς προηγούμενης, ἔτσι καὶ τὸ ὑπερβολικὸ μέγεθος αὐτῆς τῆς ὕβρεως κάνει ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἀνυπόφορο (πορνεία μὲ γυναῖκες), νὰ μὴ φαίνεται ἀνυπόφορο. Εἶναι τόσο μεγάλο κακὸ δηλαδὴ ἡ ὁμοφυλοφιλία, ποὺ κάνει τὴν πορνεία νὰ φαίνεται πολὺ μικρὸ καὶ ὑποφερτὸ πλέον. 

* Ἡ φράση αὐτὴ ἔφερε στὸν νοῦ μου τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Παϊσίου, τὰ ὁποῖα ἔθεσα καὶ ὡς τίτλον τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ. Ἔλεγε ὁ ἅγιος Παΐσιος ὅτι σήμερα ἡ ἁμαρτία ἔχει γίνει μόδα. Δύσκολα κάποιος ἀντισκέκεται. Παλιὰ μιὰ κοπέλα θὰ κοκκίνιζε ἂν εἶχε χάσει τὴν παρθενία της ἐκτὸς γάμου. Σήμερα κοκκινίζει ἐπειδὴ εἶναι παρθένα! Ὁ νέος ντρεπόταν νὰ καπνίσει μπροστὰ στὸν πατέρα του πρὶν πάει φαντάρος. Σήμερα εἶναι εὐτυχὴς κανεὶς ποὺ τὸ παιδί του καπνίζει τσιγάρο καὶ δὲν παίρνει ναρκωτικά! Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγα καὶ στὸ πρῶτο ἄρθρο αὐτῆς τῆς σειρᾶς, ὅτι δηλαδὴ ἡ ἠθικὴ σχετικοποιεῖται:

Καὶ συνεχίζει ὁ θεόφρων Ἰωάννης.

Μὲ τὸ κακὸ αὐτὸ ποὺ μᾶς βρῆκε, κινδυνεύει πλέον νὰ γίνει περιττὸ τὸ γυναικεῖο φῦλο. 

Καὶ τὸ φοβερὸ εἶναι ὅτι μὲ περισσὴ ἐλευθερία ἀποτολμᾶται μιὰ τέτοια ἀκολασία καὶ ἔγινε νόμος ἡ παρανομία. Κανένας δὲν φοβᾶται καὶ δὲν τρέμει λοιπόν. Κανεὶς δὲν ντρέπεται οὔτε κοκκινίζει, μᾶλλον δὲ καὶ ὑπερηφανεύεται ἀπὸ πάνω γιὰ τὴν γελοία αὐτὴ πράξη. Θεωροῦνται δὲ παράφρονες οἱ σώφρονες καὶ δῆθεν παραπαίοντες αὐτοὶ ποὺ νουθετοῦν. Οἱ ἄσημοι δέχονται ποικίλες σωματικὲς τιμωρίες γιὰ τὶς ἀντιδράσεις τους. Οἱ δὲ ἐπιφανεῖς καὶ ἰσχυροὶ χλευάζονται, καταγελοῦνται καὶ περιλούζονται μὲ μυριάδες σκώμματα (ἐμπαιγμούς). Ἔχουν διαφθαρεῖ σχεδὸν ὅλοι μὲ χρήματα καὶ ὑποσχέσεις γιὰ ἀπόκτηση θέσεων καὶ ἀξιωμάτων. Ἄλλους πάλι τοὺς ἀποκοίμισαν ἐξαπατῶντας τους, ἐνῶ ἄλλοι φοβήθηκαν τὴν δύναμη τῶν ἀνήθικων ἐκείνων καὶ ἀκόλαστων ἀνθρώπων. Ἔτσι, μὲ πολὺ μεγάλη ἄνεση, σὰν νὰ βρίσκονται σὲ κάποια ἐρημιά, «ἐν μέσαις ταῖς πόλεσιν ἄῤῥενες ἐν ἄρσεσιν τὴν ἀσχημοσύνην κατεργάζονται»· μέσα στὶς πόλεις δηλαδὴ ἀπροκάλυπτα διαπράττουν τὴν ἀκολασία ἄρρενες μὲ ἄρρενες.

Ἄκουσα δὲ ὅτι πολλοὶ παραξενεύονται πῶς δὲν ἔριξε ἀκόμη ὁ Θεὸς πύρινη βροχὴ σὰν ἐκείνη μὲ τὴν ὁποίαν ἔκαψε τὰ Σόδομα, παρότι ἡ δική μας πόλη εἶναι ἄξια γιὰ μεγαλύτερη τιμωρία, ἀφοῦ δὲν σωφρονίσθηκε οὔτε μὲ τὰ κακὰ ποὺ ἐκεῖνοι ἔπαθαν.  Ἀλλὰ μολονότι ἡ χώρα ἐκείνη (ἐννοεῖ τὴν περιοχὴ τῆς νεκρᾶς θαλάσσης) βοᾶ πρὸς ὅλη τὴν οἰκουμένη μὲ τὴν νεκρική της ὄψη ἐδῶ καὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια (τόσα εἶχαν περάσει), γιὰ νὰ μὴν ἀποτολμήση παρόμοιο ἁμάρτημα, ὄχι μόνον δὲν μειώθηκε ἡ τάση αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὴν συγκεκριμένη ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ ἔγιναν περισσότερο αὐθάδεις, σὰν νὰ φιλονικοῦν καὶ μάχονται μὲ τὸν Θεὸν καὶ προσπαθοῦν νὰ ἀποδείξουν ὅτι ὅσο περισσότερο ἐκεῖνος τοὺς ἀπειλεῖ, τόσο περισσότερο θὰ εἶναι προσκολλημένοι στὰ κακὰ αὐτά. 

Γιατί λοιπὸν δὲν τοὺς τιμωρεῖ; Διότι τοὺς περιμένει βαρύτερη τιμωρία (ἀναφέρεται φυσικὰ στοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἀμετανόητους).

Διότι, συνεχίζει, ποιούς βαρβάρους καὶ ποιό γένος θηρίων δὲν ξεπέρασαν μὲ τὴν μιαρὰ αὐτὴν μίξη;

Εἰς τὸ ἀποστολικὸν ρητὸν «οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν ἀδελφοί, ὅτι οἱ πατέρες ἡμῶν...»
(PG 51, 245 — ΕΠΕ 27, 224)

Καὶ σὲ αὐτὴν τὴν ὁμιλία του ἀναφέρεται στὰ Σόδομα, λέγοντας ὅτι ἐκείνη ἡ χώρα γιὰ καμμία ἄλλη ἁμαρτία δὲν τιμωρήθηκε τόσο πολύ, παρὰ μόνον γιὰ τὸ ὅτι οἱ κάτοικοι τῶν πόλεών της «παρανόμους εἰσήγαγον μίξεις καὶ ἀθέσμους ἔρωτας καὶ τοὺς τῆς φύσεως νόμους ἐκ βάθρων ἀνέτρεψαν»· εἰσήγαγαν δηλαδὴ παράνομες σχέσεις καὶ ἀθέμιτους ἔρωτες καὶ ἀνέτρεψαν ἐκ θεμελίων τοὺς νόμους τῆς φύσεως.

Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Τίτον ἐπιστολὴν
(Ὁμιλία Ε΄, PG 62, 693 — ΕΠΕ 24, 110)

Ἑρμηνεύοντας τὴν πρὸς Τίτον ἐπιστολὴν συγκεκριμενοποιεῖ τὴν ἁμαρτία τῶν Σοδομιτῶν λέγοντας ὅτι οἱ πόλεις τῆς περιοχῆς ἐκείνης καταστράφηκαν διότι οἱ κάτοικοί τους «παισὶν ἐπεμαίνοντο»· διακατέχονταν δηλαδὴ ἀπὸ μανιώδη ἐρωτικὴ παραφορὰ πρὸς τὰ παιδιὰ (τοὺς νέους γενικώτερα· γι' αὐτὸ καὶ συγκεντρώθηκαν ὅλοι ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Λώτ, ὅπως εἴδαμε στὸ προηγούμενο ἄρθρο).

«Ὦ πάντα ἀνατρέποντες ὑμεῖς· οἱ τοῖς ἄῤῥεσιν ὡς θηλείαις μιγνύμενοι»: Ὦ ἐσεῖς ποὺ ἀνατρέπετε τὰ πάντα, ποὺ ἔρχεσθε σὲ μίξη μὲ τοὺς ἄνδρες σὰν νὰ εἶναι γυναῖκες! Ἔργο τοῦ διαβόλου εἶναι αὐτό. Νὰ συγχέει καὶ νὰ ἀντιστρέφει τὰ πάντα θέλει ὁ διάβολος, νὰ διασαλεύει καὶ νὰ μετακινεῖ τὰ ὅρια ποὺ ἐξ ἀρχῆς ἐτέθησαν, ἐκεῖνα ποὺ ὁ Θεὸς ἔθεσε στὴν φύση.

*

Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλά, ἀγαπητοί μου, μᾶς λέει γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος — καὶ ὄχι μόνον αὐτός. Θὰ σταματήσουμε ὅμως ἐδῶ. Δὲν ἔχει, νομίζω, νόημα νὰ προχωρήσουμε σὲ περαιτέρω παράθεση χωρίων ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία. Κάτι τέτοιο θὰ συνιστοῦσε ἁπλῶς ἀνιαρὴ ἐπανάληψη μιᾶς μονότονης ἐπωδοῦ. Ὅπου καὶ νὰ ψάξει κανείς, παρόμοιες ἀναφορὲς θὰ βρεῖ. Τὸ ἴδιο πνεῦμα ἀπηχεῖται καὶ στὰ συγγράμματα τῶν ἀποστολικῶν χρόνων (Ἀποστολικὲς Διαταγὲς π.χ.) καὶ στὰ κείμενα τῶν μεγάλων ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου (ἅγιος Μακάριος, Ἰσαὰκ ὁ Σύρος καὶ ἄλλοι) καὶ στὰ συγγράμματα τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας (Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἱερὸς Αὐγουστῖνος καὶ λοιποὶ) καὶ στὴν γραμματεία τῶν νεωτέρων χρόνων (ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καὶ ἄλλοι). Ὅλοι ὁμιλοῦν γιὰ οἶστρο τῶν παρὰ φύσιν ἡδονῶν, ἀτίμαση τοῦ νόμου ποὺ διέπει τὶς γενετήσιες πράξεις, ἀναισχυντίαν καὶ ὕβριν.

Μόλις καὶ μετὰ βίας βέβαια εἶναι ἀνάγκη νὰ σημειώσουμε ὅτι οἱ ἅγιοι τὴν ὁμοφυλοφιλία καταδικάζουν μὲ τὶς σκληρὲς αὐτὲς ἐκφράσεις. Δὲν τὶς ἐπεκτείνουν συλλήβδην, ἀδιακρίτως, ἀνεξαιρέτως καὶ a priori στοὺς ἐνδίδοντες σ' αὐτήν. Δὲν εἶναι ὅλοι οἱ ὁμοφυλόφιλοι τὸ ἴδιο. Δὲν εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὸ ἴδιο. Καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς πέραν τοῦ Θεοῦ νὰ βυθομετρήσει τὰ μέσα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐμεῖς ἐδῶ δὲν μελετᾶμε τοὺς ὁμοφυλόφιλους. Τὸ φαινόμενο τῆς ὁμοφυλοφιλίας προσπαθοῦμε νὰ προσεγγίσουμε, τὸ ὁποῖο καὶ ἔχει λάβει τεράστιες κοινωνικὲς διαστάσεις στὶς μέρες μας.  

Μὲ τὸ ἑπόμενο ἄρθρο μας θὰ εἰσέλθουμε στὸ πέμπτο καὶ τελευταῖο στάδιο αὐτῆς τῆς προσπάθειας. Θὰ μιλήσουμε γιὰ τὶς ἀντιλήψεις καὶ τοὺς προβληματισμοὺς ποὺ διατυπώνονται σήμερα περὶ τὸ ζήτημα αὐτό.

(Συνεχίζεται)

Ἡ διήγησις περὶ τῆς ἐπισκέψεως τοῦ ἀπ. Παύλου στὸ κελλὶ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀγαποῦσε πολὺ τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ τὴν θεολογία του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀσταμάτητα ὑπομνημάτιζε τὶς ἐπιστολές του.

Φοβόταν ὅμως μήπως οἱ ἑρμηνευτικές του παρεμβάσεις δὲν ἦταν θεολογικῶς ὀρθές. Γι' αὐτό, προσευχόταν στὸν Θεὸ καὶ ἔλεγε: «Κύριε, ἆραγε ἑρμηνεύω σωστὰ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἀποστόλου σου, ἢ μήπως  δὲν κατανοῶ τὰ νοήματα καὶ παρερμηνεύω, εἰς ζημίαν τῶν πιστῶν;» Τότε συνέβη τὸ ἑξῆς θαυμαστόν. 

Τὰ χρόνια ποὺ ὁ ἅγιος ἦταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ἕνας ἄρχων τῆς βασιλικῆς αὐλῆς ἔπεσε ἀδίκως σὲ δυσμένεια, ἀπολύθηκε ἀπὸ τὸν βασιλιὰ καὶ ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τὴν βασιλεύουσα. Ζήτησε τότε τὴν βοήθεια τοῦ Πατριάρχου του, γνωρίζοντας ὅτι ἐκεῖνος μισοῦσε τὴν ἀδικία καὶ θὰ μεσολαβοῦσε γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἀληθείας. 

Ὁ ἅγιος τοῦ εἶπε νὰ τὸν ἐπισκεπτεῖ στὸ Πατριαρχεῖο κατὰ τὶς νυκτερινὲς ὧρες, ὥστε νὰ μὴ γίνει ἀντιληπτὸς καὶ συλληφθεῖ. Προσῆλθε πράγματι καὶ τὸν ὑποδέχθηκε ὁ διάκονος τοῦ Πατριάρχου καὶ μετέπειτα διάδοχός του στὸν θρόνο, ὁ ἅγιος Πρόκλος, ὁ ὁποῖος καὶ ἔσπευσε εὐθὺς νὰ εἰδοποιήσει τὸν ἅγιο Ποιμενάρχη. 

Πλησιάζοντας ὅμως διεπίστωσε ὅτι ἐκεῖνος δὲν ἦταν μόνος στὸ κελλί του. Κοιτῶντας προσεκτικώτερα μάλιστα εἶδε ὅτι πάνω ἀπὸ τὸν ἀριστερό του ὦμο στεκόταν ἕνας ἄνδρας φαλακρὸς μὲ πλατιὰ γένια καὶ τοῦ ψιθύριζε κάτι στὸ ἀφτί, τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνος ἔγραφε. Σκέφτηκε ὅτι κάποιος ἄλλος θὰ εἶχε ἔλθει ἀπ’ ἔξω, χωρὶς νὰ γίνει ἀντιληπτός, καὶ τώρα συνομιλοῦσε μὲ τὸν Πατριάρχη. Γύρισε λοιπὸν στὸν νυκτερινὸ ἐπισκέπτη καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ περιμένει. Μετὰ ἀπὸ ὥρα ξαναπῆγε στὸ πατριαρχικὸ κελλὶ καὶ ἀντίκρισε τὸ ἴδιο θέαμα. Αὐτὸ συνέβη ἀρκετὲς φορές, μέχρι ποὺ πέρασε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς νύκτας καὶ κτύπησε τὸ σήμαντρο γιὰ τὸ μεσονυκτικὸ καὶ τὸν ὄρθρο. Ἔτσι, ὁ Πρόκλος ἀναγκάσθηκε νὰ ζητήσει εὐγενικὰ ἀπὸ τὸν ἄρχοντα νὰ ἔλθει τὴν ἐπαύριον. 

Πάλι ὅμως εὑρέθη ἀντικρίζων τὸ ἴδιο θέαμα. Κινδύνευε τώρα νὰ ἐκτεθεῖ στὸν ἐπίσημο ἐπισκέπτη, ὁ ὁποῖος παρ' ὅλα αὐτὰ ἔκανε ὑπομονὴ καὶ προσῆλθε γιὰ τρίτη φορὰ (τρίτο βράδυ). 

Ἀλλὰ καὶ πάλι ἴδια ἀπέβη ἡ ἐξέλιξη τῶν γεγονότων. Ὁ ἐπισκέπτης αὐτὴν τὴν φορὰ ἀποχώρησε βαρύθυμος σφόδρα. 

Τότε ὁ ἀγαθὸς διάκονος ἀποφάσισε νὰ μὴ φάει ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ νὰ μὴ κοιμηθεῖ, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει ἀπὸ τὴν ἐποπτεία του τὴν ἐξώπορτα οὔτε γιὰ μιὰ στιγμή. Ἤθελε νὰ δεῖ ποιός ἦταν ὁ ἐπισκέπτης ἐκεῖνος ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὸ πουθενὰ καὶ ἔμενε τόσες ὧρες μὲ τὸν ἅγιο. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ ἄρχων καταπνίγοντας γιὰ μία ἀκόμη φορὰ τὸν ἐγωϊσμό του προσῆλθε καὶ ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Ὁ Πρόκλος τοῦ εἶπε νὰ περιμένει, σίγουρος αὐτὴν τὴν φορὰ ὅτι κανεὶς δὲν εἶχε εἰσέλθει στὸ πατριαρχικὸ μέγαρο. Ἐρχόμενος ὅμως στὸ κελλὶ τοῦ Ἀρχιερέως ἀντίκρισε καὶ πάλι τὸ ἴδιο θέαμα. Τότε κατάλαβε ὅτι δὲν ἐπρόκειτο γιὰ κάτι συνηθισμένο καὶ ἀνθρώπινο. Γύρισε στὸν ἐπισκέπτη καὶ τοῦ ἐξήγησε τὸ γεγονός. Ἐκεῖνος δὲν φαίνεται νὰ πείσθηκε. Βαθιὰ λυπημένος καὶ ἀπογοητευμένος, μᾶλλον δὲ καὶ σκανδαλισμένος, ἀποχώρησε.

Τὶς ἑπόμενες μέρες ὁ ἅγιος κάλεσε τὸν Πρόκλο καὶ τὸν ρώτησε ἂν τὸν ζήτησε κάποιος ἄρχων τοῦ παλατίου, τὸν ὁποῖον καὶ περίμενε ἀπὸ καιρό. Ὁ Πρόκλος τοῦ διηγήθηκε τότε καταλεπτῶς τὰ γεγονότα καὶ τὸ παράδοξο θέαμα. Ἀπορῶντας ἐκεῖνος τοῦ ζήτησε νὰ περιγράψει τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ τοῦ ἐπισκέπτη. Ἀντὶ ἄλλης περιγραφῆς ὁ Πρόκλος τοῦ ἔδειξε τὴν εἰκόνα τοῦ ἀποστόλου Παύλου ποὺ κρεμόταν ἀπέναντί του. Τότε ἀνεθάρρυνε ὁ σοφὸς Ἰωάννης ἐννοῶντας ὅτι αὐτὴ ἦταν ἡ θαυμαστὴ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στὶς προσευχές του καὶ δεῖγμα τῆς εὐαρεσκείας του. 

Ἔτσι, μὲ πτερωμένη πλέον συνείδηση προχώρησε στὸν ἑρμηνευτικὸ ὑπομνηματισμὸ ὅλων τῶν ἐπιστολῶν τοῦ μακαρίου Παύλου. Γι’ αὐτὸ καὶ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τότε «στόμα τοῦ Παύλου». Ἀλλὰ καὶ «στόμα τοῦ Χριστοῦ», καθότι ὁ Παῦλος τὸν Χριστὸν ἑρμηνεύει. Ὁ ἴδιος ὁ Χρυσόστομος κάπου γράφει: «ὅταν δὲ Παῦλον εἴπω, τὸν Χριστὸν λέγω πάλιν» (Πρὸς τοὺς πολεμοῦντας τοῖς ἐπὶ τὸ μονάζειν ἐνάγουσιν, Λόγος Γ΄, PG 47, 373 — ΕΠΕ 28, 536)· ὅταν δηλαδὴ σᾶς ἀναφέρω λόγια τοῦ Παύλου, εἶναι σὰν νὰ σᾶς μεταφέρω τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ· διότι ὁ Παῦλος εἶναι τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ. 

Γι' αὐτὸ εἴπαμε ὅτι ὁ χρυσοῦς τὴν γλῶτταν Ἰωάννης ὡς στόμα τοῦ Παύλου, εἶναι καὶ στόμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ καθένας ποὺ ὀρθοτομεῖ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας γίνεται στόμα Χριστοῦ, σὲ ὅποια ἐποχὴ καὶ ἂν ζεῖ. Γίνεται κρίκος στὴν ἑρμηνευτικὴ ἁλυσίδα ποὺ καλεῖται παράδοσις.

Αὐτὴν τὴν παράδοση θὰ πρέπει νὰ τὴν κρατοῦμε ἀνόθευτη, νὰ τὴν φυλάττουμε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ καὶ νὰ μὴν ὑποκύπτουμε στοὺς πειρασμοὺς τῆς δῆθεν πρωτοτυπίας καὶ τῆς ψευδωνύμου προοδευτικότητος.

Ὅσο γιὰ τὴν περιπέτεια τοῦ ἄρχοντος, αὐτὴ εἶχε αἴσιο τέλος. Μὲ τὴν μεσολάβηση τοῦ ἁγίου ἀποκαταστάθηκε ἡ ἀλήθεια καὶ τιμήθηκε ξανὰ ἀπὸ τὸν βασιλέα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Προσοχὴ στὰ ΑΜΗΝ τοῦ Facebook!

Ὁμοφυλοφιλία καὶ ὁμοφυλόφιλοι

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἱεροὶ κανόνες γιὰ τὴν ὁμοφυλοφιλία