Τὰ ἕξι στάδια τῆς ἁμαρτίας... ἀλλὰ καὶ τῆς ἀρετῆς

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου


Ἡ Δ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν εἶναι ἀφιερωμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, ὡς γνωστόν, στὴν μνήμη τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτοῦ τοῦ καὶ συγγραφέως τῆς Κλίμακος.

Ἡ Κλῖμαξ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ λαμπρότερα ἔργα τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας καὶ ἀναδεικνύει τὸν Ἰωάννη ὡς τὸν μεγαλύτερο ἀνατόμο τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς.

Ἀπὸ τὸν δέκατο πέμπτο λόγο τοῦ ἔργου αὐτοῦ καὶ εἰς ἔνδειξιν ἐλαχίστης τιμῆς πρὸς τὸν θειότατο συγγραφέα, ἐπιλέγω τὴν ἀναφορά του στὰ στάδια ποὺ ἀκολουθεῖ ἡ ψυχὴ προκειμένου νὰ πράξει τὸ καλὸ ἢ τὸ κακὸ (PG 88, 896D-897B).

Τὰ στάδια αὐτὰ εἶναι ἓξ τὸν ἀριθμὸν καὶ λέγονται:

1. Προσβολή.

2. Συνδυασμός.

3. Συγκατάθεσις.

4. Αἰχμαλωσία.

5. Πάλη. 

6. Πάθος.

1. Προσβολὴ

Ὡς «λόγον ψιλόν, ἢ εἰκόνα τοῦ τυχόντος νεοφανῶς ἐν τῇ καρδίᾳ ἐμφερομένην» ὁρίζουν τὴν προσβολὴν οἱ μακάριοι Πατέρες, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης· ὡς ἕναν ἁπλὸ λόγο δηλαδὴ ἢ μία τυχαία εἰκόνα ποὺ ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν καρδιά. Πρόκειται γιὰ τὸ πρῶτο ἐρέθισμα. Ἔρχεται μέσα μας διὰ τῶν αἰσθήσεων (ἐντυπώσεων), τῶν ἐνθυμήσεων, τῆς φαντασίας, μιᾶς σκέψεως ἢ μιᾶς ἰδέας. Κρούει τὴν θύρα τοῦ νοῦ ἢ τῆς καρδιᾶς καὶ περιμένει νὰ τῆς ἀνοίξουμε.

Γιὰ ἀσφαλέστερη κατανόηση τῶν ὅσων πρόκειται νὰ ποῦμε, καὶ γιὰ νὰ μὴ μείνουμε στὸ θεωρητικὸ καὶ μόνο ἐπίπεδο, θὰ χρησιμοποιήσουμε καὶ ἕνα παράδειγμα.

Ἔστω λοιπὸν ὅτι ἕνας νεαρὸς ἀντικρίζει μία κοπέλα, ἢ τοῦ ἔρχεται στὸν νοῦ ἡ μορφὴ μιᾶς κοπέλας ποὺ ἤδη γνωρίζει.

Ἡ πρώτη αὐτὴ εἰκόνα εἶναι ἡ προσβολή, γιὰ τὴν ὁποία μιλήσαμε παραπάνω. Εἶναι τὸ πρῶτο στάδιο. Τὸ ἑπόμενο εἶναι ὁ συνδυασμός.

2. Συνδυασμὸς

Μὲ τὴν λέξη συνδυασμὸς (σὺν + δύο), ὁ Ἰωάννης ἐννοεῖ τὴν συνομιλία, «τὸ συλλαλῆσαι τῷ φανέντι μετὰ πάθους, ἢ ἀπαθῶς», ὅπως χαρακτηριστικὰ λέει· δηλαδὴ τὸ νὰ ἀνοίξει κανεὶς συζήτηση μὲ ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἔκρουσε τὴν θύρα — εἴτε ἐμπαθῶς εἴτε ἀπαθῶς. Στὸ στάδιο αὐτὸ δηλαδὴ ἐπεξεργάζεται μὲ τὸν λογισμὸ κανεὶς τὸ ἐρέθισμα (προσβολή). Ἀνοίγει κουβέντα μὲ αὐτὸ ποὺ εἶδε ἢ ἄκουσε ἢ καὶ ἐννόησε. Τὸ ψάχνει, ὅπως λέμε. Σκέπτεται: νὰ προχωρήσω, νὰ τὸ κάνω πράξη, ἢ νὰ τὸ ἀφήσω;

Στὸ παράδειγμά μας ὁ νεαρὸς μπορεῖ νὰ ἀνοίξει μία συζήτηση μέσα του γιὰ τὴν κοπέλα. Μπορεῖ νὰ ἀκολουθήσει τὸν λογισμὸ ἐκεῖνον ποὺ τοῦ λέει ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ προχωρήσει μὲ προοπτικὴ κάτι σοβαρὸ μὲ αὐτήν, ἢ τὸν λογισμὸ ποὺ τοῦ λέει ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ ξεκινήσει μαζί της κάτι ἐφήμερο, μὲ ἀποκλειστικὸ σκοπὸ τὴν ἡδονή. Ἀρχίζει ἴσως νὰ ρωτάει γι’ αὐτήν, ἐνδιαφέρεται, ὅπως λέμε. Ἐξάπαντος γεννιέται μέσα του μία ἐπιθυμία.

3. Συγκατάθεσις

Στὸ ἑπόμενο στάδιο γίνεται ἡ συγκατάθεσις τῆς ψυχῆς. Ὁ ἅγιος τὴν ὀνομάζει «νεῦσιν ἐνήδονον τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ ὀφθὲν γινομένην»· ἡδονικὴ στροφὴ τῆς ψυχῆς δηλαδὴ πρὸς ἐκεῖνο ποὺ εἶδε ἢ ἄκουσε ἢ ἐννόησε. Ἡ ψυχὴ ἐδῶ κλείνει τὸ μάτι, θὰ λέγαμε, στὸ «ὀφθέν», συγκαταβαίνει θεληματικά, ἀρχίζει νὰ κλίνει πρὸς ἐκεῖνο, νὰ τὸ ὀρέγεται. Ἡ ὄρεξη αὐτὴ μπορεῖ νὰ κορέννυται (ἱκανοποιεῖται, χορταίνεται) μόνο μὲ τὸ νὰ ἀντικρίζει τὸ ποθούμενο, ἢ καὶ μὲ τὸ νὰ τὸ φέρνει ἁπλῶς στὴν σκέψη του. Στὸ τέλος βέβαια μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει καὶ στὴν ἀπόφαση γιὰ στενώτερη ἐπαφή.

Στὸ παράδειγμά μας ὁ νεαρὸς συγκαταβαίνοντας λέει· ναί, τελικὰ μοῦ ἀρέσει αὐτὴ ἡ κοπέλα, θὰ ἤθελα κάτι νὰ γίνει μεταξύ μας. Μοῦ ἀρέσει νὰ τὴν βλέπω, νὰ τὴν θυμᾶμαι. Θὰ ἤθελα νὰ βρισκόμουν μαζί της.

4. Αἰχμαλωσία

Στὸ ἑπόμενο στάδιο τὸ πρᾶγμα φουντώνει. Αἰχμαλωσία τὸ ὀνομάζει ὁ ἅγιος καὶ ἐννοεῖ τὴν «βιαίαν καὶ ἀκούσιον τῆς καρδίας ἀπαγωγήν». Ἡ καρδιὰ δηλαδὴ ἐδῶ αἰχμαλωτίζεται.

Στὸ παράδειγμά μας ὁ νεαρὸς κοιμᾶται καὶ ξυπνάει μὲ τὴν εἰκόνα τῆς ἀγαπημένης. Εἶναι φοὺλ ἐρωτευμένος μαζί της. Τοῦ ἔχει κλέψει τὴν καρδιά. Πόσα τραγούδια δὲν μιλοῦν γιὰ μιὰ τέτοια ἐρωτικὴ αἰχμαλωσία! Σύρεται ἡ καρδιὰ ὡς σκλάβα πίσω ἀπὸ τὴν μορφή, τὴν εἰκόνα, τὴν σκέψη τοῦ ἀγαπωμένου προσώπου. Δὲν μπορεῖ μὲ τίποτε νὰ ξεφύγει ἀπὸ ἐκεῖ. Γι’ αὐτὸ μιλάει ὁ ἅγιος δι’ «ἀκούσιον ἀπαγωγήν». «Μὰ σ’ ἀγαπῶ χωρὶς νὰ θέλω | γιατὶ μοιάζεις τῶν ἀγγγέλω(ν)», λέει ἕνα ὄμορφο νησιώτικο. «Τί νὰ σοῦ πῶ, τί νὰ μοῦ πεῖς; Ἐσὺ καλὰ γνωρίζεις. | Καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιὰ ἐσὺ μοῦ τὴν ὁρίζεις» (Λιανοτράγουδα).

5. Πάλη

Μετὰ ἔρχεται ἡ πάλη. Ὡς πάλη, λέει ὁ ἅγιος, οἱ Πατέρες ὁρίζουν τὴν «ἰσοσθενῆ πρὸς τὸν μαχόμενον δύναμιν, ἑκουσίως ἢ νικῶσαν, ἢ τὴν ἧτταν ὑπομένουσαν»· μία δύναμη δηλαδὴ ἴση πρὸς ἐκείνη ποὺ ἔχει θεριέψει μέσα μας. Μὲ αὐτήν, καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν θέλησή μας, ἢ νικοῦμε ἢ ὑφιστάμεθα τὴν ἧττα.

Ἐδῶ μιλάει γιὰ τὸν πόλεμο ποὺ ἐγείρεται στὸν ἄνθρωπο μετὰ ἀπ’ ὅλα τὰ παραπάνω. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἡ ψυχὴ ἀποφασίζει νὰ πράξει ἐκεῖνο ποὺ συλλογίσθηκε, ἀρχίζει νὰ παλεύει μὲ τὸν ἴδιο της τὸν ἑαυτό. Καὶ τότε εἶναι ἀνάγκη ἢ νὰ νικήσει ἀμέσως τὴν γνώμη της καὶ νὰ μὴν πράξει αὐτὸ ποὺ συλλογίζεται, ἢ νὰ νικηθεῖ ἑκουσίως καὶ νὰ τὸ πράξει.

Στὸ παράδειγμά μας, ἂν ὁ νεαρὸς ἀποφασίσει ὅτι θέλει νὰ προχωρήσει σοβαρὰ μὲ αὐτὴν τὴν κοπέλα, ἡ «ἰσοσθενὴς» (ὡραία λέξη! σημαίνει τὴν ἰσοδύναμη, τὴν ἔχουσα τὸ ἴσον σθένος) δύναμη θὰ ἀρχίσει νὰ παλεύει ἐναντίον τῆς ἀποφάσεώς του αὐτῆς. Θὰ τοῦ προβάλλει διάφορες δικαιολογίες: εἶσαι μικρός· ἴσως σοῦ ταιριάζει μία ἄλλη καλύτερη· ποῦ νὰ μπεῖς ἀπὸ τώρα στὰ βάσανα;

Ἂν πάλι ἔχει πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ βρεθεῖ ἁπλῶς ἐρωτικὰ μαζί της, μία ἄλλη ἐπίσης ἀντίρροπη δύναμη θὰ προσπαθήσει νὰ τὸν ἀποτρέψει: μὴ φερθεῖς ἔτσι στὴν κοπέλα· αὐτὸ ποὺ πᾶς νὰ κάνεις εἶναι πορνεία, εἶναι ἁμαρτία, θέλεις ἁπλῶς νὰ ἱκανοποιήσεις τὸν ἐρωτικό σου πόθο· κι ἂν μείνει ἔγκυος, τί θὰ κάνεις; Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ θὰ τοῦ πεῖ. 

Οὕτως ἢ ἄλλως δηλαδὴ μέσα του θὰ ἐγερθεῖ ἕνας πόλεμος, ἡ πάλη, ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ ὁ ἅγιός μας. Αὐτὴ θὰ τὸν βιάσει νὰ πάρει μία τελικὴ ἀπόφαση.  

6. Πάθος

Ποῦ θὰ καταλήξει ὅλο αὐτό; Στὸ «λεγόμενον πάθος ἐπὶ τῆς ψυχῆς». Πρόκειται γιὰ «τὸ χρόνῳ μακρῷ ἐν τῇ ψυχῇ ἐμπαθῶς ἐμφωλεῦον»· ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ ἐμφωλεύει ἐπὶ μακρὸ χρονικὸ διάστημα στὴν ψυχὴ ἐμπαθῶς. Αὐτὸ μὲ τὴν δύναμη τῆς συνηθείας κάνει τὴν ψυχὴ νὰ παραδίδεται οἰκειοθελῶς («οἰκείως αὐτομολοῦσαν»), νὰ μένει αὐτοπροαιρέτως σ’ ἐκεῖνο ποὺ ἀγάπησε. Μέσα της φωλιάζει καὶ ριζώνει ἡ ἀγάπη αὐτὴ καὶ μὲ τὸν καιρὸ κατακυριεύει ὅλη της τὴν θέληση. Παύει πλέον ἡ πάλη καὶ ἡ ἐναντίωση. Ἔρχεται ἡ ἄνευ ὅρων παράδοση.

Στὸ παράδειγμά μας ὁ νεαρὸς νυμφεύεται τὴν κοπέλα καὶ δὲν θέλει νὰ τὴν ἀφήσει μὲ τίποτε. Ἔχει φωλιάσει μέσα του ἡ ἀγάπη, ἔχει ἁπλώσει ρίζες, γίνεται δέντρο μὲ τὸν καιρό, δίνει καρποὺς εὐτυχεῖς. Θὰ ζήσει παντοτινὰ μαζί της.

Μπορεῖ ὅμως νὰ ἐξελιχθοῦν καὶ ἀλλιῶς τὰ πράγματα. Νὰ ξεκινήσει μαζί της μία σχέση καθαρὰ ἡδονική, δίχως ἄλλη προοπτική. Στὴν καρδιά του τότε φωλιάζει αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ ἀγάπη. Ἁπλώνει ρίζες καὶ αὐτή, γίνεται δέντρο, χωρὶς καρποὺς ἀγλαοὺς ὅμως, ἀλλὰ μὲ μόνα κλαδιά, ποὺ τὸν περικυκλώνουν καὶ τὸν καταπνίγουν. Σὺν τῷ χρόνῳ δὲν θέλει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ παραιτηθεῖ. Τὸν κέρδισε εἰς τέλος ἡ ἡδονή.

Ἀπὸ τὰ παραπάνω καταλαβαίνουμε κάτι πολὺ σημαντικό. Τὸ πάθος δὲν συνδέεται ἀναπόφευκτα μὲ τὸ κακό. 

Σὲ μία ἔκδοση τῆς Κλίμακος (Β. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1977, σελ. 192) ἀναφέρεται τὸ ἑξῆς παράδειγμα. «Προσβολή», λέει, «εἶναι νὰ ἔλθει στὸν νοῦ σου νὰ γίνεις μοναχός». Στὴν συνέχεια περιγράφει τὰ στάδια. Στὸ τελευταῖο λέει ὅτι πάθος εἶναι νὰ συνηθίσεις μὲ τὴν πολυκαιρία στὸ κοινόβιο καὶ νὰ μὴ θέλεις πιὰ νὰ ἀναχωρήσεις, ἀλλὰ νὰ στέργεις μὲ ὅλη σου τὴν ἀγάπη νὰ τελειώσεις ἐκεῖ τὴν ζωή σου.

Βλέπουμε δηλαδὴ ὅτι ὑπάρχει τὸ κακό, ἀλλὰ καὶ τὸ καλό, θὰ λέγαμε, πάθος.

Ἐμεῖς ὅμως ἔχουμε δώσει μόνο ἀρνητικὴ χροιὰ στὴν λέξη. Καὶ πολλὲς φορὲς μιλᾶμε γιὰ ἐκρίζωση τῶν παθῶν. Θέλουν προσοχὴ αὐτὲς οἱ ἐκφράσεις. Τὶς διαβάζουμε καὶ σὲ ἱερὰ κείμενα, θὰ μοῦ πεῖτε. Ναί, ἀλλὰ μὲ ποιό νόημα ἔχουν εἰπωθεῖ; Χρειάζεται μία ἀποσαφήνιση.

Θὰ ἤθελα νὰ ἐπανέλθω ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ, μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία. Εἶναι ἐξόχως σημαντικὸ γιὰ τὴν πνευματική μας ζωή. Ἐπὶ τοῦ παρόντος θὰ σημειώσω μόνον τοῦτο. Ἡ λέξη πάθος (παθεῖν, ἀπὸ τὸ ρῆμα πάσχω) εἶναι πολυσήμαντος. Μία ἀπὸ τὶς κύριες σημασίες της εἶναι καὶ ἡ τῆς κινήσεως τοῦ θυμικοῦ. Οὔτε ὅμως τὸ θυμικὸν οὔτε ἡ κίνησίς του αὐτὴ καθ' ἑαυτὴν εἶναι καλὴ ἢ κακή. Ἡ κίνησις γίνεται χάριν ἑνὸς τέλους (σκοπός). Ὁ σκοπὸς μπορεῖ νὰ εἶναι καλὸς ἢ κακός. Ἡ κίνησις ἀφ' ἑαυτῆς ὄχι. Εἶναι ἁπλῶς ἐνέργεια. Σταματῶ ἐδῶ.

Κάτι ἐπίσης σημαντικὸ εἶναι καὶ τὸ ὅτι τὸ ἐφάμαρτο πάθος, τὸ ἀρνητικὸ δηλαδή, τὸ κακό, ἔτσι ὅπως τὸ περιγράφει παραπάνω ἡ Κλίμακα, εἶναι μία κατάσταση μέσα στὴν ὁποία ἐξασθενεῖ βαθμηδὸν ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ παραδίδεται σ’ αὐτὸ ἄνευ ὅρων. Τὸ πάθος ὡς συνήθεια, μὲ ἄλλα λόγια, ἐξασθενεῖ τὴν θέληση. 

Ἡ θέληση εἶναι ὑπόθεση τῆς φύσεως, δὲν εἶναι τοῦ προσώπου. Τοῦ προσώπου εἶναι ἡ προαίρεση. Θυμίζω λίγο τὴν Χριστολογία. Ἂν ὁ Χριστὸς εἶχε ἕνα θέλημα, ὅπως ζητοῦσαν οἱ μονοθελῆτες, θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει καὶ μία φύση (μονοφυσιτισμός). Ὁ Χριστὸς ὅμως ἔχει δύο θελήματα, εἶπε ἡ Ἐκκλησία. Ἔχει δύο θελήματα, διότι ἔχει δύο φύσεις. 

Τὸ θέλημα εἶναι ὑπόθεση τῆς φύσεως λοιπὸν καὶ ἡ προαίρεση ὑπόθεση τοῦ προσώπου. Ἡ πραίρεση δὲν σκλαβώνεται. Παραχωρεῖται μόνον οἰκειοθελῶς. Ἡ θέληση ὅμως, ὡς φυσικὴ δύναμη, καὶ σκλαβώνεται καὶ φθείρεται καὶ ἐξασθενεῖ.

Τὴν παρομοιάζω συχνὰ μὲ ἕνα λάστιχο τὸ ὁποῖο μὲ τὸν καιρὸ ξετανάει (νὰ τὸ ποῦμε χωριάτικα), χάνει δηλαδὴ τὴν ἐλαστικότητά του, τὴν δύναμη ἐπαναφορᾶς του. Εἶναι ἕνα ἐλατήριο ποὺ ἀπὸ τὴν πολὺ χρήση δὲν ἔχει πιὰ τὴν δύναμη νὰ ἐπανέλθει στὴν ἀρχική του θέση.

Γι’ αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι ποὺ χρονίζουν στὰ πάθη, δὲν ἐπιστρέφουν εὔκολα. Καὶ ἐμεῖς ποὺ γνωρίζουμε τὸ γιατί, θὰ πρέπει νὰ εἴμαστε ἐπικεικεῖς μαζί τους — ἀλλὰ καὶ προσγειωμένοι, ἐννοεῖται, στὴν σκληρὴ πραγματικότητα, ὄχι ἀφελεῖς.

Ἡ προαίρεση ὅμως εἶναι ἄλλο πρᾶγμα. Μπορεῖ ἡ θέληση ἑνὸς ἀνθρώπου νὰ καταντήσει ἀπὸ λάστιχο σχοινί, ὅμως ἡ προαίρεσή του νὰ παραμείνει ἁγνή, θετική. Μπορεῖ ἕνας ναρκομανής, τὴν ὥρα ποὺ κάνει τὴν τελευταία δόση του, νὰ προσεύχεται συγχρόνως καὶ νὰ λέει· Κύριε, συγχώρεσέ με, δὲν μπόρεσα νὰ τὸ νικήσω. Θέληση κουρελιασμένη, προαίρεση ἁγνή... Αὐτὴ εἶναι ἡ τραγικὴ μοῖρα τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, νὰ μετανοεῖ τὴν ἴδια ἀκριβῶς ὥρα ποὺ ἁμαρτάνει!

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τελειώνοντας αὐτήν του τὴν ἀναφορά, μᾶς λέει ὅτι ἀπὸ ὅλα τὰ παραπάνω τὸ πρῶτο, δηλαδὴ ἡ προσβολή, εἶναι «ἀναμάρτητον» (θέλει νὰ πεῖ δὲν εἶναι ἐφάμαρτον). Δὲν συνιστᾶ ἁμαρτία ἡ προσβολή, διότι δὲν στέκεται στὴν δική μας δύναμη νὰ τὸ ἀποφύγουμε. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποφύγουμε πάντα ἕναν λογισμὸ ἢ κάτι ποὺ βρέθηκε στὸν δρόμο μας καὶ θέλαμε δὲν θέλαμε τὸ εἴδαμε ἢ τὸ ἀκούσαμε.

Θέλει μεγάλη προσοχὴ αὐτό. Κάποιοι ἀδελφοὶ βασανίζονται ἀπὸ σχετικοὺς μὲ τὸ θέμα λογισμούς. Νομίζουν ὅτι ἁμαρτάνουν ἐπειδὴ προσβάλλονται ἀπὸ εἰκόνες, ἀκούσματα, νοήματα κ.λπ. 

Ἡ προσβολὴ τοῦ πειρασμοῦ δὲν συνιστᾶ ἁμαρτία. Αὐτὸ θὰ πρέπει βαθιὰ νὰ τὸ κατανοήσουμε. Μπορεῖ τὴν ὥρα ποὺ σκύβεις νὰ ἀσπασθεῖς μία ἁγία εἰκόνα, ἀκόμη κι αὐτὴν τῆς Πανάγνου Μητρὸς τοῦ Κυρίου, νὰ σὲ προσβάλλει ἕνας λογισμός, ἀκόμη καὶ πορνικός, νὰ ἔλθει μέσα σου μία βρώμικη εἰκόνα, μία βλασφημία. Δὲν ἁμαρτάνεις. Θὰ ἁμαρτήσεις ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ στήσεις συνομιλία μὲ τὸν λογισμό, ὅπως εἴδαμε, καὶ θὰ κάνεις συγκατάθεση. 

Ἀπὸ τὸ δεύτερο στάδιο (συνδυασμὸς) ἀρχίζει νὰ κλιμακώνεται ἡ ἁμαρτία.

Τὸ ἴδιο δὲν ἔγινε καὶ μὲ τὴν Εὔα; Τὸ ὅτι τῆς μίλησε ὁ διάβολος δὲν συνιστοῦσε ἁμαρτία. Ἦταν ἁπλῶς ἡ προσβολὴ τοῦ πειρασμοῦ. Ἀπὸ τὴν ὥρα ὅμως ποὺ «τσίμπησε» καὶ ἄνοιξε ἐμπαθῶς κουβεντούλα μαζί του, προχώρησε στὸ δεύτερο στάδιο (συνδυασμός). Καὶ ἔτσι συνέχισε τὸν δρόμο καὶ διήνυσε ὅλα τὰ στάδια ποὺ περιγράφει ἐδῶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης. Ἄρχισε ὁ περίπατός της στὰ σκοτεινὰ μονοπάτια τῆς ἁμαρτίας. 

Ὅ,τι ἔγινε τότε γίνεται σὲ κάθε ἁμαρτία. Μελετῶντας τὴν πρώτη ἐκείνη, μποροῦμε εὔκολα νὰ κατανοήσουμε τὴν κάθε μιά. Τὰ ἴδια στάδια ἀκολουθεῖ, τὴν ἴδια πορεία. Καὶ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἀναπτύσσει ἐδῶ ὁ ἅγιος, αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν πορεία περιγράφουν.

Ἐκεῖνο ποὺ θὰ πρέπει νὰ προσέχουμε, εἶναι τὸ πρῶτο στάδιο. «Ὁ τοίνυν τὸ πρῶτον ἀπαθῶς λογιζόμενος, πάντα τὰ ἔσχατα ὑφ᾿ ἓν περιέκοψεν», μᾶς λέει ὁ ἱερὸς συγγραφεὺς τῆς Κλίμακος· ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ ἀντιμετωπίζει μὲ ἀπάθεια τὸ πρῶτο, μὲ μιᾶς περιέκοψε ὅλα ὑπόλοιπα.

Ἂν ἀφεθεῖς στὸ πρῶτο, τότε εὔκολα μπορεῖς νὰ φτάσεις καὶ στὸ ἔσχατο. Ἐκεῖ σὲ σώζει μόνον ἡ «ἀντίζυγος» μετάνοια. Αὐτὴ μόνον μπορεῖ νὰ ἀντιζυγίσει (ἀντισταθμίσει, ἰσορροπήσει) τὸ κακό.

Τελειώνοντας, δὲν θὰ ἦταν φρόνιμο νὰ παραλείψουμε καὶ τὴν ἀναφορὰ ποὺ κάνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης σὲ μίαν ἄλλη ἔννοια, αὐτὴν τοῦ παραρριπισμοῦ. 

Παραρριπισμὸς

Σύμφωνα μὲ τοὺς ἀκριβεστάτους τῶν γνωστικῶν (διακριτικῶν) Πατέρων, λέει, πρόκειται γιὰ ἔννοια πολὺ λεπτή, λεπτότερη ἀπὸ τὶς προηγούμενες· «παραῤῥιπισμὸν τοῦ νοὸς» τὴν ὀνομάζουν κάποιοι.

παραρριπισμὸς (θὰ τὸ πῶ μὲ πολὺ ἁπλᾶ λόγια καὶ σύντομα, γιὰ νὰ μὴν ἐπιμηκύνω τὸ κείμενο) εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο ἔρχεται ἀστραπιαῖα στὸν νοῦ καὶ χάνεται τὸ ἴδιο γρήγορα, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ. Εἶναι σὰν ἕνας αἰφνίδιος κτύπος. Μὲ τὴν ἴδια ταχύτητα ποὺ ἔρχεται, μὲ τὴν ἴδια καὶ γίνεται ἄφαντος. Ἔτσι, ὁ νοῦς δὲν προλαβαίνει νὰ τὸν ἐπεξεργασθεῖ. Κάνει κρυφὰ τὴν δουλειά του καὶ φεύγει.

Ἡ ὅλη ὑπόθεση θυμίζει αὐτὸ ποὺ στὴν Ψυχολογία λέμε «ἀσυνείδητο». Πολλὲς συμπεριφορές μας, ἀκαταλαβίστικες καὶ σὲ μᾶς τοὺς ἴδιους, ἔχουν ἀσφαλῶς τὴν αἰτία τους σὲ δυνάμεις ποὺ ἐνεργοῦν ἀπὸ τὰ ὑπόγεια τῆς ψυχῆς μας. Πολλὲς φορὲς λέμε· Πῶς τὸ ἔκανα ἐγὼ αὐτό! Ἀποροῦμε γιὰ πράξεις μας κακές, ἀλλὰ καὶ καλὲς ἐνίοτε. Διότι δὲν εἶναι ὅλα κακὰ τὰ τοῦ ἀσυνειδήτου.

Ὁ παραρριπισμὸς βέβαια ἐδῶ ἔχει μόνον ἀρνητικὴ σημασία. Ἀνάμεσα στὰ πνεύματα τοῦ κακοῦ, μᾶς λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης, τίποτε δὲν ὑπάρχει «ὀξύτερον ἢ ἀφανέστερον», πιὸ ταχὺ ἢ ἀδιόρατο δηλαδή.

Ἂν δύσκολα ἀποφεύγεις νὰ πέσεις στὰ δίχτυα ἑνὸς ἐμφανοῦς πειρασμοῦ, πόσο πιὸ δύσκολο εἶναι νὰ ἀντιμετωπίσεις ἕναν ἀόρατο στὴν οὐσία ἐχθρό; Πῶς νὰ ἀποκρούσεις ὅλες τὶς ἐπιθέσεις του, νὰ ἀποφύγεις ὅλες τὶς λαβές του;

Πόσο μεγάλος καρατίστας θὰ πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς στὴν πνευματικὴ ζωή!

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Τὰ ἄρθρα δὲν εἶναι πραγματεῖες, ὥστε νὰ ἐξαντλοῦν ἕνα θέμα. Περισσότερο προβληματισμοὺς εἰσάγουν καὶ ἀφορμὲς γιὰ σκέψη καὶ διάλογο. Γι' αὐτὸ καὶ τὰ καλοπροαίρετα σχόλια εἶναι εὐπρόσδεκτα ἐδῶ, μᾶλλον δὲ καὶ ἐπιθυμητά. Εὐπρόσδεκτες ἐπίσης εἶναι καὶ οἱ ἐρωτήσεις. Ὁ δὲ διάλογος ἐνθαρρύνεται ὅλως ἰδιαιτέρως .

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Προσοχὴ στὰ ΑΜΗΝ τοῦ Facebook!

Ὁμοφυλοφιλία καὶ ὁμοφυλόφιλοι

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἱεροὶ κανόνες γιὰ τὴν ὁμοφυλοφιλία