Ἠθική, ἀρετές. Δὲν τὶς ἔχουμε ἐκ φύσεως
π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου
Ἡ ὁμιλία συνοδεύεται ἀπὸ διαφάνειες PowerPoint, ποὺ προβάλλονται στὸ βίντεο.
Μπορεῖτε νὰ τὴν παρακολουθήσετε στὴν παρακάτω διεύθυνση.
➡️ Πατῆστε ἐδῶ γιὰ τὸ βίντεο
Ε
ἴπαμε τὴν προηγούμενη φορὰ ὅτι γιὰ τὴν καλύτερη κατανόηση τῆς σχέσεως δόγματος καὶ ἤθους (ποὺ εἶναι καὶ τὸ θέμα μας) πολὺ θὰ μᾶς βοηθοῦσε ἡ ἐτυμολογικὴ καὶ σημασιολογικὴ προσέγγιση τῶν λέξεων ἔθος, ἦθος καὶ ἠθική.
Γιὰ τὶς δύο πρῶτες μιλήσαμε. Εἴδαμε τὴν ἐτυμολογική τους προέλευση, τὴν μεταξύ τους συγγένεια, ἀλλὰ καὶ τὶς σημασιολογικὲς διαφορές τους. Κρατήσαμε ἐν κεφαλαίῳ γιὰ τὴν ἀπόδοση τῆς κύριας σημασίας τους τὶς λέξεις συνήθεια καὶ χαρακτὴρ ἀντιστοίχως. Ἡ λέξη χαρακτὴρ ἔχει διττὴ σημασία. Ἀναφέρεται καὶ σὲ αὐτὰ ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει ἐξ ἀρχῆς χαράξει μέσα μας, ἀλλὰ καὶ σὲ ἐκεῖνα ποὺ ἐμεῖς στὴν συνέχεια χαράσσουμε, εἴτε ἐπηρεαζόμενοι ἀπὸ τὶς κληρονομικὲς προδιαθέσεις καὶ τὸ κοινωνικὸ περιβάλλον, εἶτε ἐκ προαιρέσεως. Ἡ σύνθεση τῶν στοιχείων αὐτῶν δημιουργεῖ τὸ ἦθος.
Ἄρα ἡ ἔννοια τοῦ ἤθους εἶναι πολὺ πιὸ περιεκτικὴ ἀπὸ ἐκείνη τοῦ ἔθους. Τὸ ἦθος περιέχει τὸ ἔθος, χωρὶς νὰ ξαντλεῖται σ’ αὐτό. Δὲν θὰ λέγαμε ποτὲ «αὐτὸς εἶναι ἄνθρωπος μὲ ἔθος». «Αὐτὸς εἶναι ἄνθρωπος μὲ ἦθος» λέμε, γιὰ νὰ δηλώσουμε κάτι βαθύτερο τῆς ἐξωτερικῆς συνηθείας (ἐσωτερικὴ καλλιέργεια, τιμιότητα, δικαιοσύνη, ἀξιοπρέπεια).
Ἀναφέραμε ἐπίσης τὴν περασμένη φορὰ λέξεις ποὺ ἐτυμολογοῦνται ἀπὸ τὸ ἔθος, καθὼς καὶ περιφράσεις ποὺ σχηματίσθηκαν ἀπὸ τὴν λέξη αὐτή.
Τώρα, ἂν θέλετε, ἂς θυμηθοῦμε καὶ κάποιες σύνθετες μὲ τὸ ἦθος: Ἠθογραφία, ἠθογραφικός, ἠθογράφος, ἠθογραφῶ, ἠθολογία, ἠθολογικός, ἠθολόγος, ἠθολογῶ, ἠθοπλαστικὸς ἠθοποιητικός, ἠθοποιΐα, ἠθοποιὸς (αὐτὸς ποὺ ποιεῖ ἦθος — πολὺ ἐπηρεάζουν τὰ ἀνθρώπινα ἤθη οἱ ἠθοποιοὶ τοῦ κινηματογράφου, τοῦ θεάτρου, τῶν τηλεοπτικῶν σειρῶν κ.λπ.).
Καὶ ἂς ἔλθουμε, συνεχίζοντας, στὴν λέξη ἠθική.
Τὸ ἦθος, σᾶς θυμίζω, χρησιμοποιοῦνταν ὡς οὐσιαστικό, ἐνῷ ἡ ἠθική, ὡς ἐπίθετο. Γινόταν λόγος γιὰ ἠθικὴ ἕξη, ἠθικὴ φιλία, ἠθικὴ ἀρετή, ἠθικὴ κακία, ἠθικὴ φιλοσοφία.
Ὡς οὐσιαστικὸ τὴν λέξη ἠθικὴ συναντοῦμε γιὰ πρώτη φορὰ στὸν Φίλωνα τὸν Ἀλεξανδρέα (Περὶ μετανομαζομένων 10). Προῆλθε ἀπὸ τὴν φράση «ἠθικὴ ἐπιστήμη», μὲ παράλειψη τοῦ οὐσιαστικοῦ. Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ οὐσιαστικοποιημένο ἐπίθετο.
Στὴν Ἁγία Γραφὴ δὲν ἀπαντᾶ οὔτε μία φορὰ ἡ λέξη (οὔτε στὴν Π.Δ. οὔτε στὴν Κ.Δ).
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τὴν χρησιμοποιοῦν στὰ ἔργα τους, τὴν δανείσθηκαν ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ γραμματεία, προσδίδοντάς της ἀσφαλῶς νέο περιεχόμενο — ὅπως σὲ ὅλα.
Γιὰ νὰ παρακολουθήσουμε λοιπὸν τὴν διαδρομὴ τῆς λέξεως αὐτῆς, θὰ πρέπει νὰ ἀνατρέξουμε στοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς. Καὶ δὲν θὰ βροῦμε ἀσφαλῶς πιὸ ἐνδεδειγμένη καὶ πλούσια πηγὴ ἀπὸ τὰ Ἠθικὰ Νικομάχεια τοῦ Ἀριστοτέλους, τὴν σπουδαιότερη περὶ ἠθικῆς πραγματεία τοῦ ἀρχαίου κόσμου.
Ἐκεῖ ὁ Ἀριστοτέλης χρησιμοποιεῖ τὴν φράση ἠθικὴ ἀρετή, κάτι ποὺ σ’ ἐμᾶς ἀκούγεται σὰν ταυτολογία σήμερα, ἀφοῦ ταυτίζουμε τὴν ἠθικὴ μὲ τὴν ἀρετή· κάθε τι τὸ ἠθικὸ γιὰ μᾶς εἶναι καὶ ἐνάρετο, καὶ τἀνάπαλιν.
Γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅμως τί ἐννοεῖ ὁ φιλόσοφος, θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν τὴν διάκριση ποὺ κάνει ἀνάμεσα στὴν διανοητικὴ ἀρετὴ καὶ τὴν ἠθικὴ ἀρετή.
Ἡ διανοητικὴ ἀρετὴ (π.χ. φρόνησις), ποὺ ἔχει τὴν ρίζα της στὸ λογιστικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, ἀποκτᾶται μὲ τὴν διδασκαλία.
Ἡ ἠθικὴ ἀρετὴ (π.χ. σωφροσύνη), ποὺ σχετίζεται μὲ τὸ θυμικὸ (ἢ ἐπιθυμητικὸ) μέρος τῆς ψυχῆς, ἐξ ἔθους περιγίνεται, ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔσχηκε μικρὸν παρεκκλῖνον ἀπὸ τοῦ ἔθους· εἶναι δηλαδὴ ἀποτέλεσμα τοῦ ἔθους, πρᾶγμα ποὺ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο της τὸ ὄνομα, τὸ ὁποῖο μικρὴ μόνο διαφορὰ παρουσιάζει ἀπὸ τὸ ἔθος.
Ἐξ αὐτοῦ εἶναι φανερὸν ὅτι καμμία ἀπὸ τὶς ἠθικὲς ἀρετὲς δὲν ὑπάρχει μέσα μας ἐκ φύσεως.
Ἡ ἀρετὴ δὲν εἶναι ὑπόθεσις τῆς φύσεως, ἀλλὰ τοῦ προσώπου, τῆς ὑποστατικῆς μας ταυτότητος, τοῦ ὅτι εἴμαστε πρόσωπα δηλαδὴ καὶ ὄχι μόνον φύσις (σῶμα + ψυχή). Ὁ ἄνθρωπος εἶναι φύσις μαζὶ καὶ πρόσωπον (σῶμα + ψυχὴ + πρόσωπον). Πιὸ καλὰ ἀκόμη· εἶναι πρόσωπον ποὺ ὑποστασιάζει μίαν φύση, δηλαδὴ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή του. Δὲν εἶναι μόνον φύσις. Μόνον φύσις εἶναι τὰ ἄλογα ζῶα.
Παράδειγμα ἡ πέτρα. Ἀπὸ τὴν φύση της φέρεται πρὸς τὰ κάτω. Δὲν μπορεῖς νὰ τὴν συνηθίσεις νὰ πηγαίνει πρὸς τὰ πάνω. Ὅσες φορὲς κι ἂν τὴν πετάξεις πάνω, αὐτὴ κάτω θὰ πηγαίνει.
Γενικῶς, δὲν ὑπάρχει πρᾶγμα ποὺ νὰ μπορεῖς νὰ τὸ συνηθίσεις σὲ ἄλλον τρόπο συμπεριφορᾶς ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἐκ φύσεως ἔχει.
Ἄρα οἱ ἀρετὲς δὲν ὑπάρχουν μέσα μας ἐκ φύσεως. Ὅμως οὔτε καὶ τὸ νἀ γεννηθοῦν μέσα μας εἶναι κάτι τὸ παρὰ φύσιν (ἀντίθετο πρὸς τὴν φύση μας)· οὔτ᾽ ἄρα φύσει οὔτε παρὰ φύσιν ἐγγίνονται αἱ ἀρεταί. Ἡ φύση μᾶς ἔκανε ἐπιδεκτικοὺς στὶς ἀρετές. Ὅμως τὸ νὰ τελειοποιηθοῦμε σ’ αὐτὲς εἶναι ὑπόθεση τοῦ ἔθους — μὲ τὴν συνήθεια καὶ τὸν χρόνο τελειοποιούμεθα.
Δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο μὲ αὐτὰ ποὺ ἔχουμε δοσμένα ἀπὸ τὴν φύση μας. Δὲν ἀποκτήσαμε, λόγου χάριν, τὶς αἰσθήσεις τῆς ὁράσεως καὶ τῆς ἀκοῆς ἔχοντας δεῖ πολλὲς φορὲς ἢ ἔχοντας ἀκούσει πολλὲς φορές. Δὲν ἔρχεται, ἄλλως εἰπεῖν, ἡ ὅρασις καὶ ἡ ἀκοὴ διὰ τοῦ ἔθους (συνηθείας), δὲν τὶς ἀποκτοῦμε διὰ τῆς χρήσεως. Τὶς ἔχουμε δοσμένες ἀπὸ τὴν φύση καὶ τὶς χρησιμοποιοῦμε.
Τὶς ἀρετὲς ὅμως τὶς ἀποκτοῦμε ἀφοῦ πρῶτα τὶς ἐφαρμόσουμε στὴν πράξη. Ἐνεργοῦμε πρῶτα καὶ μετὰ τὶς λαμβάνουμε. Ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὶς διάφορες τέχνες. Γινόμαστε οἰκοδόμοι κτίζοντας σπίτια, γινόμαστε κιθαριστές παίζοντας κιθάρα. Ὁμοιοτρόπως, γινόμαστε δίκαιοι κάνοντας δίκαιες πράξεις· σώφρονες κάνοντας σώφρονες πράξεις· ἀνδρεῖοι κάνοντας ἀνδρεῖες πράξεις. Δὲν γεννιέται κανεὶς ἀνδρεῖος ἢ σώφρων ἢ δίκαιος. Διότι τότε θὰ ἦταν ἄδικος ὁ Θεὸς ποὺ κάποιον τὸν ἔπλασε σώφρονα καὶ κάποιον ἄλλον ὄχι, τὸν ἕνα ἐνάρετο καὶ τὸν ἄλλον κακό.
Εἶναι κάτι μάλιστα ποὺ θέλει πολὺ προσοχή, καθότι στὴν ἐποχή μας γίνεται λόγος γιὰ ἠθικὴ βελτίωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ φυσικὰ μέσα — κάποιες εἰδικὲς ἐνέσεις ἴσως θὰ ἔχουν στὸ μυαλό τους!
Μιὰ τέτοια ἀντίληψη ἀνάγει τὰ πάντα στὴν φύση καὶ ἰσομοιρεῖ (θέτει σὲ ἴση μοῖρα) τὸν ἄνθρωπο μὲ τὰ ζῶα. Εἶναι ἄκρως ἐπικίνδυνη, διότι δυναμιτίζει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἴδια του τὴν ὑπόσταση δηλαδή. Εἶναι προτιμότερος ἕνας ἀληθινὰ κακὸς ἀπὸ ἕναν πλασματικὰ καλόν. Ἴσως δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νὰ ἀναπτύξουμε κάποια στιγμὴ αὐτὸ τὸ τόσο σπουδαῖο θέμα.
Μᾶς λέει λοιπὸν ὁ Ἀριστοτέλης ὅτι τὸ νὰ βλέπουμε ἢ νὰ ἀκοῦμε εἶναι φυσικὸ προσόν. Ἐκ γενετῆς ἔχουμε τὴν ὅραση καὶ τὴν ἀκοή. Καὶ δὲν χρειαζόμαστε δάσκαλο γιὰ νὰ δοῦμε ἢ νὰ ἀκούσουμε, εἶναι ἔμφυτο. Στὸ νὰ περπατήσουμε χρειασθήκαμε μία κάποια ὑποστήριξη. Στὸ νὰ δοῦμε ἢ νὰ ἀκούσουμε, κανεὶς δὲν θὰ βοήθησε.
Ὅμως χρειαζόμαστε δάσκαλο γιὰ νὰ γίνουμε κιθαριστὲς ἢ οἰκοδόμοι (κι ἂν ἀκόμη ἔχουμε ἔμφυτο τὸ τάλαντο, ὁ δάσκαλος πάντα χρήσιμος εἶναι). Χρειαζόμαστε ἐπίσης καὶ τὴν ἐμπειρία, ποὺ ἔρχεται σὺν τῷ χρόνῳ. Παίζοντας κιθάρα γινόμαστε καλοὶ ἢ κακοὶ κιθαριστές. Κτίζοντας σπίτια γινόμαστε καλοὶ ἢ κακοὶ οἰκοδόμοι· κτίζοντάς τα μὲ καλὸ τρόπο, γινόμαστε καλοὶ τεχνῖτες· κτίζοντάς τα μὲ κακό, κακοί. Ἂν δὲν ἦταν ἔτσι, οὔτε ἡ ἀνάγκη τοῦ διδασκάλου θὰ ὑπῆρχε, οὔτε ἡ ἀνάγκη τῆς ἐμπειρίας· ὅλοι θὰ ἦταν καλοὶ ἢ κακοὶ ἐκ γενετῆς.
Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὶς ἀρετές. Πράττοντας ὅσα πράτουμε στὴν ἐπαφή μας μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἄλλοι γινόμαστε δίκαιοι καὶ ἄλλοι ἄδικοι. Αἰσθανόμενοι φόβο ἢ θάρρος, κάθε φορὰ ποὺ βρισκόμαστε σὲ δεινὲς καταστάσεις, γινόμαστε σὺν τῷ χρόνῳ ἄλλοι ἀνδρεῖοι, ἄλλοι δειλοί. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σὲ σχέση μὲ τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὴν ὀργή. Ἄλλοι γίνονται σώφρονες καὶ πρᾶοι, ἄλλοι ἀκόλαστοι καὶ ὀργίλοι, οἱ μὲν μὲ τὸ νὰ συμπεριφέρονται ἔτσι στὶς περιστάσεις αὐτές, οἱ δὲ μὲ τὸν ἀντίθετο τρόπο. Ὅλα αὐτά, διότι δὲν ἔχουμε ἐκ φύσεως τὴν ἀρετή· ἔρχεται διὰ τοῦ ἔθους (συνηθείας)· καὶ ἑνὶ δὴ λόγῳ ἐκ τῶν ὁμοίων ἐνεργειῶν αἱ ἕξεις γίνονται (γεννιοῦνται ἀπὸ τὶς ὅμοιες ἐνέργειες οἱ ἕξεις, ἀπὸ τὴν ἐπανάληψη ὁμοίων ἐνεργειῶν).
https://archive.org/details/aristotelisopera02arisrich/page/1102/mode/2up
* Λέγονται Νικομάχεια (τά), διότι εἶναι ἀφιερωμένα στὸν Νικόμαχο — παρομοίως Εὐδήμεια, ὡς ἀφιερωμένα στὸν Εὔδημο.
Ὁ Ἀριστοτέλης ὁρίζει τὴν ἀρετὴ ὡς τὴν μεσότητα (μέσον) ἀνάμεσα σὲ δύο κακίες, τῆς μὲν καθ᾽ ὑπερβολὴν τῆς δὲ κατ᾽ ἔλλειψιν (τὴν μία κακία χαρακτηρίζει ἡ ὑπερβολή, τὴν ἄλλη ἡ ἔλλειψη). Ἡ ὑπερβολὴ καὶ ἡ ἔλλειψη φθείρουν τὸ ὀρθόν, λέει, ἐνῷ ἡ μεσότης τὸ διασώζει· ὡς τῆς μὲν ὑπερβολῆς καὶ τῆς ἐλλείψεως φθειρούσης τὸ εὖ, τῆς δὲ μεσότητος σῳζούσης (βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια Βʹ 6, 1106b36–1107a2).
Π.χ. ἡ ἀνδρεία ὡς ἀρετὴ ἀποτελεῖ τὴν μεσότητα ἀνάμεσα στὸ θράσος (ὑπερβολὴ) καὶ τὴν δειλία (ἔλλειψις). Τὸ θράσος καὶ οἱ δειλία εἶναι ὡς ἄκρα (ἀκρότητες) κακίες. Ἡ ἀνδρεία ὡς μεσότης εἶναι ἀρετή.
Θὰ μπορούσαμε νὰ ἀναφέρουμε ἀκόμη ὡς παράδειγμα τὴν σωφροσύνη, ὡς τὴν μεσότητα ἀνάμεσα στὴν ἀκολασία καὶ τὴν ἀποστροφὴ (αἱρετικὴ ἀποστροφὴ τῆς γενετήσιας συνάφειας)· τὴν «οἰκονομία», ὡς τὴν μεσότητα ἀνάμεσα στὴν σπατάλη καὶ τὴν τσιγκουνιά· τὴν ἐργατικότητα (ἀνάμεσα στὴν ἐργασιομανία καὶ τὴν τεμπελιά)· τὸν ζῆλο (ἀνάμεσα στὸν φανατισμὸ καὶ τὴν ἀδιαφορία) κ.ἄ.
Τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἕξεως λοιπὸν μορφώνουν σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸ ἦθος μας, τὴν ἠθική μας συμπεριφορά. Ἡ συνεχὴς ἐπανάληψη παγιώνει συνήθειες μέσα μας, καλὲς ἢ κακές. «Ἕξις δευτέρα φύσις» λέμε. Χαράσσει ὁ Θεὸς (φύσις), χαράσσουμε κι ἐμεῖς (δευτέρα φύσις). Τόσο πολὺ ἐπηρεάζουν οἱ ἕξεις τὸν χαρακτῆρα μας!
Ἡ σειρὰ ἔχει ὡς ἑξῆς: πρᾶξις - συνήθεια - ἕξις - ἦθος. Ὡς ἦθος νοοῦμε τὴν ἠθικὴ συμπεριφορὰ (τρόπος ζωῆς).
Ὑπάρχουν καλὲς καὶ κακὲς συνήθειες. Βάσει ποίου κριτηρίου χαρακτηρίζονται οὑτωτρόπως; Εἶναι πολὺ σοβαρὸ τὸ θέμα αὐτό.
Τὸ σύνηθες κριτήριο εἶναι ἡ κοινὴ γνώμη, ἡ κοινὴ συνήθεια, αὐτὸ ποὺ λέγαμε καὶ τὴν περασμένη φορά: «Ὅλοι αὐτὸ κάνουν»· ἢ «κανεὶς δὲν τὸ κάνει αὐτό».
Γιὰ τὴν χριστιανικὴ ἠθικὴ ὅμως μία τέτοια ἀντίληψη δὲν μπορεῖ νὰ συνιστᾶ περιορισμὸ.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲν συνιστᾶ περιορισμὸ καὶ γιὰ κάποιους ἀνθρώπους ποὺ δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει «τί νὰ πεῖ ὁ ἄλλος» καὶ δεικνύουν μίαν ἠθικὴ ἀδιαφορία. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε μίλησε ὁ Ἀριστοτέλης δι' «ἕξιν προαιρετικήν». Τὸ βλέπουμε στὴν ἐποχή μας. Ὁ καθένας θέλει νὰ ἔχει τὴν δική του ἠθική. Ἐπικρατεῖ ἡ «ἠθικὴ τοῦ γούστου», ὅπως πολὺ εὔστοχα λέει καὶ ἕνας σύγχρονος ἱερεὺς καὶ ἀκαδημαϊκὸς θεολόγος.
Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν ἀπὸ τὶς πράξεις μας γεννῶνται οἱ συνήθειες, ποὺ σὺν τῷ χρόνῳ καὶ μὲ τὴν δική μας προαίρεση γίνονται ἕξεις καὶ καθορίζουν ἐν τέλει τὸ ἦθος μας, θὰ πρέπει νὰ ἐλέγχουμε τὸ ποιοτικὸ ὑπόβαθρο αὐτῶν τῶν πράξεων.
Διότι δὲν πρέπει νὰ εἴμαστε θεωρητικοὶ τῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ νὰ προσπαθοῦμε νὰ γινόμαστε ἐνάρετοι. Δὲν εἶναι σκοπός μας ἡ θεωρητικὴ γνώση, λέει ὁ Ἀριστοτέλης στὴν ὡς ἄνω πραγματεία του, δὲν στοχεύουμε στὴν ἀρετολογία, στὸ νὰ μάθουμε τί εἶναι ἀρετή, ἀλλὰ στὸ νὰ γίνουμε ἐνάρετοι (ἀγαθοί).
Γιὰ τὸν Σταγειρίτη φιλόσοφο ἡ ἠθικὴ εἶναι πρακτικὴ ἐπιστήμη. Ἂν περιορισθοῦμε στὴν γνώση, λέει, εἶναι σὰν νὰ ἀκοῦμε ἐπιμελῶς τὸν γιατρό, ἀλλὰ νὰ μὴν ἐφαρμόζουμε αὐτὰ ποὺ προστάζει, τὶς συμβουλές, ὁδηγίες του. Οἱ οὕτω φιλοσοφοῦντες (αὐτοὶ ποὺ ἀκοῦν περὶ ἠθικῆς, ὅμως δὲν τὴν ἐφαρμόζουν) δὲν πρόκειται νὰ ἀποκτήσουν τὴν σωματική τους ὑγεία.
Πολλοὶ ἄνθρωποι μένουν στὴν θεωρία. Ἂς θυμηθοῦμε τὸν Ἡρώδη. Ἄκουγε εὐχάριστα τὴν διδασκαλία τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ («ἡδέως αὐτοῦ ἤκουε»· Μάρκ. ς΄ 20), ὅμως δὲν δίστασε νὰ ἀποκεφαλίσει ἐν τέλει τὸν ἅγιο.
Θυμᾶμαι καὶ ἐγὼ κάποιον ποὺ μοῦ ἔλεγε παλιά: «Πηγαίνω στὴν ἐκκλησία καὶ ἀνεβαίνω στὸ ψαλτήρι, ὅμως δὲν ἔχω καμμιὰ σχέση μὲ αὐτὰ τὰ πράγματα...». Τὸν ἐνδιέφερε μόνον ἡ μουσική, τὸ περίβλημα, τὸ ἐξωτερικό, ὄχι τὸ μέσα, ἡ οὐσία.
Μᾶς λέει λοιπὸν ὁ Ἀριστοτέλης ὅτι θὰ πρέπει νὰ προσέχουμε τὶς πράξεις μας, διότι ἀπὸ αὐτὲς γεννῶνται οἱ ἕξεις, ποὺ διαμορφώνουν ἐν τέλει τὸ ἦθος μας.
Ποιό ὅμως τὸ κριτήριο γιὰ τὴν ἐπιλογὴ τῶν πράξεών μας αὐτῶν καὶ ἄρα τῶν ἕξεων; Ποῦ αὐτὲς θὰ πρέπει νὰ στηρίζονται, ἀπὸ ποῦ νὰ ἐμπνέονται;
Ἐπεὶ οὖν ἡ παροῦσα πραγματεία οὐ θεωρίας ἕνεκά ἐστιν ὥσπερ αἱ ἄλλαι (οὐ γὰρ ἵνα εἰδῶμεν τί ἐστιν ἡ ἀρετὴ σκεπτόμεθα, ἀλλ᾽ ἵν᾽ ἀγαθοὶ γενώμεθα, ἐπεὶ οὐδὲν ἂν ἦν ὄφελος αὐτῆς), ἀναγκαῖον ἐπισκέψασθαι τὰ περὶ τὰς πράξεις, πῶς πρακτέον αὐτάς· αὗται γάρ εἰσι κύριαι καὶ τοῦ ποιὰς γενέσθαι τὰς ἕξεις, καθάπερ εἰρήκαμεν. τὸ μὲν οὖν κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον πράττειν κοινὸν καὶ ὑποκείσθω (Ἠθικὰ Νικομάχεια Β΄ 2, 1103b26-32).
Θὰ σταθοῦμε λίγο ἐδῶ.
Ὅταν ἡ Δύση ἀνακάλυψε τὸν Ἀριστοτέλη, θαμπώθηκε κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὴν σοφία του. Ἔγινε δογματικὴ μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ μεγάλου φιοσόφου: «Τάδε ἔφη Ἀριστοτέλης»!
Εἶναι χαρακτηριστικὴ μιὰ ἀνέκδοτη ἱστορία, ἡ ὁποία ἀποδίδεται συνήθως στὸν Ἰταλὸ καθηγητὴ ἰατρὸ καὶ ἀνατόμο Mondino de’ Liuzzi (1270-1326).
Αὐτός, σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ ἐπιστήμη ἀναζητοῦσε περισσότερες καὶ πιὸ ἀκριβεῖς πληροφορίες γιὰ τὴν φυσιολογία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, διενεργοῦσε ἀνατομίες οὐκ ὀλίγες. Νὰ σημειώσουμε ὅτι μέχρι τότε οἱ ἀνατόμοι ἀκολουθοῦσαν δογματικὰ τὶς θέσεις τοῦ Ἀριστοτέλους καὶ τοῦ Γαληνοῦ. Ἂν κατὰ τὴν διενέργεια μιᾶς μελέτης τους (αὐτοψίας) διεπίστωναν κάτι ποὺ ἔρχονταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς θέσεις τῶν δύο αὐτῶν σοφῶν, δὲν ἔλεγαν πὼς ἐκεῖνοι ἴσως εἶχαν κάνει λάθος. Ἔλεγαν κάτι σὰν τὸ παρακάτω: «Στὸ σῶμα ποὺ ἐμεῖς ἐξετάσαμε παρατηρήθηκαν κάποια ἀφύσικα πράγματα, κάποιες ἀνωμαλίες»!
Ὁ Mondino de’ Liuzzi ὅμως (ἢ ὅποιος ἄλλος ἦταν) μετὰ τὴν διενέργεια πολλῶν ἀνατομιῶν, διεπίστωσε κάτι ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ «χωνέψει» ὡς ἀφύσικο· ὅτι τελικὰ δὲν ἀποτελεῖ ἀρχὴ τῶν νεύρων ἡ καρδιά, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἀριστοτέλης, ἀλλὰ ὁ ἐγκέφαλος. Γιὰ τὸν Ἀριστοτέλη, «τὰ δὲ νεῦρα τοῖς ζῴοις ἔχει τόνδε τὸν τρόπον. Ἡ μὲν ἀρχὴ καὶ τούτων ἐστὶν ἀπὸ τῆς καρδίας· καὶ γὰρ ἐν αὑτῇ ἡ καρδία ἔχει νεῦρα ἐν τῇ μεγίστῃ κοιλίᾳ, καὶ ἡ καλουμένη ἀορτὴ νευρώδης ἐστὶ φλέψ...» (Περὶ τὰ ζῷα ἱστορίαι III. V, 515α 27-31).
Ὅταν λοιπὸν ὁ ὡς ἄνω ἀνατόμος ἀποφάσισε νὰ δείξει σὲ ἕνα συνάδελφό του τὰ εὑρήματα τῆς κλινικῆς του μελέτης, ἔλαβε, ὡς λέγεται, τὴν ἑξῆς παροιμιώδη ἀπάντηση:
«Amice, si Aristoteles non dixisset contrarium, crederem tibi»: «Φίλε μου, ἂν ὁ Ἀριστοτέλης δὲν εἶχε πεῖ τὸ ἀντίθετο, θὰ σὲ πίστευα»!
Σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε δηλαδή· εἶναι ὁλοφάνερο αὐτὸ ποὺ μοῦ δείχνεις, ὅμως δὲν μπορῶ νὰ σὲ πιστέψω, διότι Dixit Aristoteles (τάδε ἔφη Ἀριστοτέλης)!
Σὰν νὰ σοῦ λέει σήμερα κάποιος «ἔλα στὸ παράθυρο νὰ δεῖς ὅτι βρέχει ἔξω», κι ἐσὺ νὰ λές: «Θὰ σὲ πίστευα, ἂν δὲν εἶχα διαβάσει στὸ ἴντερνετ ὅτι σήμερα δὲν ἔχει βροχές»! (Σήμερα ἔχουμε μίαν ἄλλην αὐθεντία, αὐτὴν τοῦ διαδικτύου, τοῦ AI, τοῦ ChatGPT κ.λπ.).
Κατὰ τὸν Μεσαίωνα ἡ ἀποδοχὴ τῆς ἀριστοτελικῆς αὐθεντίας ἦταν ἄκριτη. Ὅλοι στὴν Δύση (οἱ σχολαστικοὶ θεολόγοι κατὰ κύριον λόγο) ἐπικαλοῦνταν τὸν Ἀριστοτέλη ὡς τὴν ἀπόλυτη αὐθεντία· τὸ εἶπε ἐκεῖνος, δὲν μᾶς χρειάζεται ἄλλη ἀπόδειξη.
Ὅμως ὁ Ἀριστοτέλης μπορεῖ νὰ ἦταν πανεπιστήμων (ὁ πατὴρ ὅλων τῶν συγχρόνων ἐπιστημῶν), μπορεῖ νὰ εἶχε καὶ ὁ ἴδιος ἐμπειρίες ἀπὸ ἀνατομίες του σὲ ζῶα, ὡστόσο ἦταν φιλόσοφος ἐν πρώτοις. Ἔτσι, χωρὶς νὰ ὑποβιβάζει τὸν ἐγκέφαλο, ὅπως κάποιοι ἴσως νομίζουν, ἔθετε ὡς κέντρο τὴν καρδιὰ — ἄλλος ἦταν ὁ σκοπός του.
Ἀντίθετα ὁ Ἀλκμαίων καὶ ὁ Ἱπποκράτης, γιὰ νὰ ποῦμε ἕνα ἄλλο παράδειγμα, ἐπειδὴ ὡς ἰατροὶ ἀσχολοῦνταν διαρκῶς καὶ πιὸ ἐπισταμένως μὲ σχετικοὺς πρὸς τὰ παραπάνω κλινικοὺς ἐλέγχους, ἦταν ὑποστηρικτὲς τῆς ἐγκεφαλοκεντρικῆς θεωρίας.
Καὶ ἀποδείχθηκε τελικὰ πὼς ἐκεῖνοι εἶχαν δίκιο ἐξ ἐπόψεως καθαρὰ ἐπιστημονικῆς. Ἡ σύγχρονη Νευροφυσιολογία μὲ ἐκείνους συμφωνεῖ στὸ καθαρὰ ἐπιστημονικὸ πεδίο. Δὲν ἔρχεται ὅμως καὶ σὲ ἀντίθεση πρὸς τὸν Ἀριστοτέλη, διότι πιστεύει, ὅπως καὶ ἐκεῖνος, ὅτι ἡ καρδιὰ καὶ ὁ ἐγκέφαλος ἀλληλοεξαρτῶνται καὶ βρίσκονται σὲ μία διαρκῆ ἀλληλοεπίδραση.
Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ μᾶς παραπέμπει καὶ στὴν ἐμπειρία τῶν νηπτικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας περὶ καθόδου τοῦ νοῦ στὴν καρδιά· μία ἐμπειρία ποὺ ἔχει βαθύτατες γνωσιολογικὲς προεκτάσεις, καθὼς δὲν διαχωρίζει καὶ δὲν ἀπομομώνει τὶς δύο αὐτὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καταφάσκει τὸν κοινὸ λειτουργικό τους ρόλο στὴν γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν γνωρίζεται μὲ μόνο τὸν νοῦ ἢ μόνη τὴν καρδιά. Γνωρίζεται καὶ μὲ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὸν νοῦ· μὲ καρδιὰ ποὺ μαθαίνει νὰ νοεῖ καὶ νοῦ ποὺ μαθαίνει νὰ ἀγαπᾶ. Αὐτὸ σημαίνει νὰ εἰσχωρήσει ὁ νοῦς στὴν καρδιά.
Ὁ ἄνδρας δὲν εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὴν γυναῖκα, καθ’ ὅσον ὁ ἐγκέφαλος δὲν εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὴν καρδιά. Ἂν θὰ ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ βάλουμε κάτι σὲ ἀνώτερη μοῖρα, αὐτὸ θὰ ἦταν ἡ γυναῖκα. Ἔχει περισσότερες ἀντοχές, ὅπως καὶ ἡ καρδιὰ ἔναντι τοῦ ἐγκεφάλου. Ἡ καρδιὰ δουλεύει ἀσταμάτητα καὶ ἀκούραστα, ὁ ἐγκέφαλος ὄχι, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἀνάπαυση καὶ ὕπνο — στὴν σωματικὴ ρώμη ὑπερτερεῖ ὁ ἄνδρας, στὴν ἀντοχὴ ὄχι, ὑπερτερεῖ ἡ γυναῖκα.
Ἡ καρδιὰ συνεχίζει νὰ κτυπᾶ (μὲ ἀνεξέλεγκο ἔστω καὶ ἀσταθῆ ρυθμὸ) καὶ ὅταν ἀκόμη εἶναι νεκρὸς (ἐγκεφαλικὰ) ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἐγκέφαλος δὲν ζεῖ, ἂν σταματήσει ἡ καρδιά. Διότι ὁ ἐγκέφαλος δίνει σήματα καὶ ρυθμὸ σ’ αὐτήν, ἐκείνη ὅμως κάτι πιὸ ζωτικό, τὸ αἷμα.
Γι’ αὐτό, πολὺ πιὸ εὔκολα ὑπομένει τὴν χηρεία μία γυναῖκα, παρὰ ἕνας ἄνδρας. Ὁ ἄνδρας σπεύδει ἀμέσως σχεδὸν νὰ βρεῖ ἄλλη γυναῖκα (τὸ βλέπουμε καὶ στὴν περίπτωση τοῦ δικαίου Ἀβραὰμ ἀκόμη· Γεν. κε΄ 1).
Δὲν εἶναι θέμα λοιπὸν ἀνωτέρου καὶ κατωτέρου. Εἶναι θέμα ρόλου.
Ὅταν ὁ καθένας παίζει τὸν ρόλο του μὲ ἁπλότητα, ὅλα καλά!
Τὰ ὑπόλοιπα, ἐκ τοῦ περισσοῦ· κομπλεξικὰ πράγματα!
Ἡ Δύση λοιπὸν ἦταν ἀναπόφευκτο νὰ δώσει ἐξέχουσα βαρύτητα στὴν ἔννοια τοῦ ὀρθοῦ λόγου. Τὸν ἔκανε βάση συμπεριφορᾶς της. Ὁ ἄκρατος ἀριστοτελισμὸς ἐπέβαλε, θὰ λέγαμε, μία μορφὴ δικτατορίας στὴν δυτικὴ σκέψη. Καὶ σήμερα συχνὰ πυκνὰ ἀκοῦμε νὰ γίνεται λόγος γιὰ ὀρθολογισμό, ἐξορθολογισμὸ κ.λπ., στὸν χῶρο τῆς πολιτικῆς ἰδιαίτερα.
Καὶ ἐκεῖ μὲν ἔχει θέση ὁ ὀρθὸς λόγος, ὅπως καὶ στὶς ἐπιστῆμες καὶ στὰ ἄλλα κτιστά. Ὅμως δὲν μποροῦμε νὰ προσεγγίσουμε καὶ τὸν ἄκτιστο Θεὸ διὰ τοῦ ὀρθοῦ λόγου. Δὲν εἶναι διανοητικὴ ὑπόθεση ὁ Θεός. Ὁ ὀρθὸς λόγος καὶ ἐδῶ βέβαια ἔχει θέση, ὡς συνεπίκουρος ὅμως, ὄχι ὡς ἀποκλειστικὴ δύναμη. Ἄλλως γνωρίζεται ὁ Θεός· θὰ πρέπει νὰ μπεῖ μέσα στὴν καρδιὰ ὁ νοῦς, γιὰ νὰ τὸν γνωρίσει — τὸ εἴπαμε πρίν.
Οἱ Δυτικοὶ ἔκαναν τὸ λάθος νὰ μεταφέρουν τὸν ἀριστοτελισμὸ καὶ στὰ πνευματικά, στὰ τῆς πίστεως. Προσπάθησαν μὲ ἀριστοτελικοὺς ὅρους νὰ ἐξηγήσουν τὰ πάντα, καὶ τὰ κτιστὰ καὶ τὰ ἄκτιστα, καὶ τὴν φύση τῶν κτιστῶν καὶ τὴν φύση τῶν ἀκτίστων δηλαδή.
Ἔτσι, ἔπεσαν σὲ πλάνες (γκάφες μᾶλλον) πολλές. Μία ἀπὸ αὐτὲς εἶναι καὶ ἡ περίφημη μετουσίωση, γιὰ τὴν ὁποία θὰ μιλήσουμε ἐν καιρῷ εὐθέτῳ.
Τελειώνοντας, θὰ ἤθελα νὰ πῶ ὅτι ἡ ἠθικὴ ὡς ἐπιστήμη εἰσήχθη καὶ στὶς θεολογικὲς σχολὲς τῆς Δύσεως. Ἐκεῖ διδάσκονταν τὸ μάθημα τῆς Χριστιανικῆς Ἠθικῆς. Ἀπὸ ἐκεῖ τὸ πῆραν καὶ οἱ δικές μας θεολογικὲς σχολές — οἱ ὁποῖες, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, ἱδρύθηκαν κατὰ τὰ πρότυπα τῶν δυτικῶν, καὶ δὴ τῶν βαυαρικῶν (βαυαροκρατία γάρ).
Ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ θέμα μας παρουσιάζει τὸ γεγονὸς ὅτι παλαιότερα (μέχρι τὸν 17ο αἰ.) ἡ Χριστιανικὴ Ἠθικὴ καὶ ἡ Δογματικὴ συνέπιπταν ὡς μαθήματα, εἶχαν τὸ ἴδιο ἀντικείμενο καὶ περιεχόμενο· πραγματεύονταν σὲ ἕνα σύστημα καὶ μὲ τὴν ἴδια μέθοδο τὰ dogmata fidei (δόγματα τῆς πίστεως) καὶ τὰ dogmata morum, (δόγματα τῆς ἠθικῆς), ὅπως τὰ ὀνόμαζαν οἱ δυτικοὶ θεολόγοι.
Σὲ τί διαφέρουν αὐτὰ τὰ δόγματα. Ἐπὶ τῆς οὐσίας σὲ τίποτε. Τὰ ἴδια εἶναι, ἁπλῶς διαφέρει ἡ σκοπιὰ θεωρήσεώς των, δηλαδὴ ἡ ὀπτικὴ γωνία ἀπὸ τὴν ὁποία κανεὶς τὰ ἐξετάζει.






Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τὰ ἄρθρα δὲν εἶναι πραγματεῖες, ὥστε νὰ ἐξαντλοῦν ἕνα θέμα. Περισσότερο προβληματισμοὺς εἰσάγουν καὶ ἀφορμὲς γιὰ σκέψη καὶ διάλογο. Γι' αὐτὸ καὶ τὰ καλοπροαίρετα σχόλια εἶναι εὐπρόσδεκτα ἐδῶ, μᾶλλον δὲ καὶ ἐπιθυμητά. Εὐπρόσδεκτες ἐπίσης εἶναι καὶ οἱ ἐρωτήσεις. Ὁ δὲ διάλογος ἐνθαρρύνεται ὅλως ἰδιαιτέρως .