Τί εἶναι θεολογία

 

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου


Ἀφοῦ προτιθέμεθα νὰ ἐκθέσουμε στὴν σειρὰ αὐτὴ τῶν ἄρθρων μας τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, λογικὸ εἶναι νὰ ἀρχίσουμε μὲ τὸ τί εἶναι θεολογία.

Δὲν εἶναι ὅμως εὔκολο. Δὲν μποροῦμε νὰ ὁρίσουμε τὴν θεολογία, παρὰ μόνο νὰ τὴν προσεγγίσουμε λεξικολογικά, ἱστορικά, ἐννοιολογικὰ ἴσως. Αὐτὸ καὶ θὰ ἐπιχειρήσουμε σὲ ἁδρὲς γραμμὲς νὰ κάνουμε.

Γνωρίζουμε ὅτι τὸ λεξικὸ ἐπίθημα -λογία τὸ χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ σχηματίσουμε οὐσιαστικὰ τὰ ὁποῖα δηλώνουν, μεταξὺ ἄλλων, τὴν ἐνασχόληση (ἐπιστημονικὴ κυρίως) μὲ αὐτὸ ποὺ σημαίνει τὸ πρῶτο συνθετικό· π.χ. ἀνθρωπο-λογία (λόγος περὶ ἀνθρώπου), κοσμο-λογία (λόγος περὶ κόσμου), βιο-λογία (λόγος περὶ ἐμβίων) κ.ο.κ. 

Ὑπὸ αὐτὴν τὴν ἄποψη, ὁ ὅρος θεο-λογία (θεὸς + λόγος) σημαίνει τὸν περὶ θεοῦ (ἢ θεῶν) λόγον· τὸ νὰ ὁμιλοῦμε δηλαδὴ περὶ θεοῦ (ἢ θεῶν), καθὼς καὶ τὸ νὰ ἐρευνοῦμε τὰ περὶ τὸν θεὸν (ἢ περὶ τοὺς θεούς). 

Καὶ ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ στὴν ἱστορία ἀνθρώπινη κοινότητα ποὺ νὰ μὴν  ἔχει ἀναφορὰ στὸ θεῖο - καθὼς καὶ ὁ σοφὸς Πλούταρχος ἐπιβεβαιώνει, λέγοντας ὅτι βρῆκε στὰ ταξίδια του ἀνὰ τὸν κόσμο πόλεις χωρὶς τείχη, σπίτια, σχολεῖα, θέατρα, γυμναστήρια, βασιλεῖς, νομίσματα κ.λπ., πουθενὰ ὅμως χωρὶς θεοὺς καὶ θυσιαστήρια (βωμούς) - καταλαβαίνει κανεὶς ὅτι ὁ κάθε λαὸς εἶχε τὴν δική του θεολογία, ὅποια ἢ ὅσο ἀνεπτυγμένη κι ἂν ἦταν αὐτή. Ἂν θέλουμε βέβαια νὰ εἴμαστε ἀκριβεῖς, αὐτὸ δὲν ἦταν θεολογία, ἀλλὰ μυθολογία περισσότερο. 

Διότι στοὺς πρὸ Χριστοῦ αἰῶνες οὐδεὶς λαὸς ἐγνώριζε τὸν ἀληθινὸ Θεό. Σχέση μαζί του εἶχαν μόνον οἱ Ἑβραῖοι. Καὶ γιὰ τοὺς Ἑβραίους δὲν εἶχε τόση σημασία ὁ λόγος περὶ Θεοῦ (θεολογία), ἀλλὰ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ (ἀποκάλυψις).

Στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα μνεία τοῦ ὅρου θεολογία κάνει πρῶτος ὁ Πλάτων. Ὡς θεολόγοι θεωροῦνταν οἱ ποιητές. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὸ σκηνικὸ μηχάνημα διὰ τοῦ ὁποίου ἐμφανιζόταν στὸ ἀρχαῖο θέατρο ὁ «ἀπὸ μηχανῆς θεὸς» (τὴν ἔκφραση χρησιμοποιοῦμε μέχρι σήμερα), τὸ ὀνόμαζαν «θεολογεῖον». Προφητικό! Ὁ Θεὸς ἄνωθεν ἔρχεται καὶ μιλάει στοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸς δίνει τὴν λύση τῆς τραγωδίας. Ὁ ἄνθρωπος μόνος του δὲν μπορεῖ. Τὸ εἶπε καὶ ὁ σοφὸς Σωκράτης.

Ἐπίσης, οἱ ἀρχαῖοι ὀνόμαζαν θεολόγους καὶ τοὺς ἑρμηνευτὲς τῶν μύθων, ἐπειδὴ ταύτιζαν κατὰ κάποιον τρόπο τὴν θεολογία μὲ τὴν μυθολογία. Αὐτὸ τὸ κρατᾶμε. Ἀληθινοὶ θεολόγοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἑρμηνεύουν τὰ ἱερὰ κείμενα καὶ τὶς παραδόσεις, καὶ ὄχι αὐτοὶ ποὺ τὶς ἀναπαράγουν ἁπλῶς καὶ τὶς ἐκθέτουν σὰν μουσειακὸ ὑλικό. Ἑρμηνεύω δὲ σημαίνει ἀναδεικνύω τὴν σημασία καὶ ἀξία ποὺ ἔχει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στὸν σύγχρονο κόσμο, τὴν ζωὴ τοῦ σήμερα. Ἀλλιῶς, εἶναι νεκρὸ γράμμα.

Μένοντας στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, ἀξίζει νὰ μνημονεύσουμε τὴν ἀξία ποὺ δίνει ὁ Ἀριστοτέλης στὴν θεολογία, τὸ βέλτιστον γένος τῆς «θεωρητικῆς ἐπιστήμης», διότι ἀσχολεῖται, ὅπως λέει, μὲ τὸ τιμιώτερον τὸν ὄντων (τὸν Θεόν): «περὶ τὸ τιμιώτατον γάρ ἐστι τῶν ὄντων» (Μετὰ τὰ Φυσικά, Κ7, 1064b). 

Θέτει δηλαδὴ τὴν θεολογία στὴν κορυφὴ τῆς πυραμίδος. Ἐμεῖς σήμερα ποῦ τὴν ἔχουμε; Μὲ τί βαθμὸ περνᾶ κανεὶς στὴν Θεολογικὴ Σχολή; Μὲ πολὺ χαμηλὸ βαθμό. Γιατί; Διότι ἡ θεολογία δέν ...τρώγεται! Στὴν χρησιμοθηρικὴ ἐποχή μας δὲν ἔχει καμμία ἀξία. Αὐτὸ καὶ μόνο φανερώνει τὴν πνευματική μας ὑποστάθμη καὶ ποῖοι εἴμαστε ἐν σχέσει πρὸς τοὺς ἀρχαίους προγόνους μας (εἰδωλολάτρας ὄντας)· Ἡ τιμιωτέρα τῶν ἐπιστημῶν στὴν κορυφὴ μιᾶς ἀνεστραμμένης πυραμίδος (ἐμεῖς τὴν ἀναστρέψαμε)!

Κατὰ τοὺς ἑλληνιστικοὺς χρόνους ἡ θεολογία ἄρχισε νὰ ταυτίζεται μὲ τὴν θρησκευτικὴ πίστη καὶ πράξη.

Ἀργότερα, ὅταν οἱ Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες ἄρχισαν νὰ προσκυνοῦνται ὡς θεοί, ἡ θεολογία συνδέθηκε καὶ μὲ αὐτὴν ἀκόμη τὴν πρακτικὴ (ἀποθέωσις τοῦ βασιλέως).

Αὐτὸ ἔκανε τοὺς Χριστιανοὺς νὰ εἶναι πολὺ ἐπιφυλακτικοὶ ἀπέναντι στὸν ὅρο θεολογία, πιὸ ἐπιφυλακτικοὶ ἀπ’ ὅτι καὶ ἀπέναντι στὸν ὅρο φιλοσοφία· καὶ οἱ δύο παρέπεμπαν στὴν εἰδωλολατρία.

Πιὸ διστακτικὴ στάθηκε ἡ Δύση. Πρῶτος τόλμησε νὰ ὀνομάσει ἐκεῖ τὴν θεολογία «ἐπιστήμη τοῦ Θεοῦ» ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος. Ἀργότερα βέβαια ἡ «ἱερὰ ἐπιστήμη» θὰ εἰσαχθεῖ ἀκόμη καὶ στὰ Πανεπιστήμια ὡς ἰδιαίτερος κλάδος σπουδῶν (facultas theologia).

Πολλὲς φορὲς ἡ θεολογία σήμαινε ἀκόμη καὶ τὴν ὑμνολογία.

Ἄλλοι λέγοντας θεολογία ἐννοοῦσαν (καὶ σήμερα ἐννοοῦν) ἕνα σύστημα χριστιανικῶν ἀληθειῶν.

Κυρίως ὅμως ἡ θεολογία σήμαινε τὴν περὶ Θεοῦ γνώση, τὴν προσπάθεια νὰ περιγραφεῖ ἡ θεότης καὶ οἱ σχέσεις τῶν τριῶν θείων προσώπων (τριαδολογία), τὴν ἐνασχόληση μὲ τὶς ἔννοιες πρόσωπον, οὐσία, ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πάσχιζαν νὰ διακρίνεται ἡ χριστιανικὴ θεολογία ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ (εἰδωλολατρική). Εἶναι ἡ «ἀληθὴς θεολογία», ἡ «ὄντως φιλοσοφία». Ἔχει τὶς ρίζες της στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ὁ Μωϋσῆς καὶ οἱ Προφῆτες εἶναι οἱ μεγάλοι θεολόγοι τῶν παλαιῶν χρόνων .

Στὴν ἀνάπτυξή της ἡ θεολογία χρησιμοποίησε, ὡς γνωστόν, τὰ στοιχεῖα τοῦ ἑλληνικοῦ (ἑλληνιστικοῦ γιὰ τὴν ἀκρίβεια) πολιτισμοῦ καὶ κυρίως τὴν γλῶσσα καὶ τὴν φιλοσοφία (φιλοσοφικοὺς ὅρους). Διότι ὁ Χριστιανισμὸς γεννήθηκε καὶ ἀναπτύχθηκε μέσα σὲ περιβάλλον πολιτισμικὰ ἑλληνιστικό.

Οἱ θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας πῆραν ἀπὸ τὴν φιλοσοφία ὅ,τι πολυτιμότερο αὐτὴ εἶχε, προσέχοντας συγχρόνως νὰ μὴ πλανηθοῦν ἀπὸ τὶς ἰδέες της. Διότι ἡ φιλοσοφία ἀσκοῦσε μεγάλη γοητεία πάνω τους καὶ κάποιοι ἔστω καὶ προσκαίρως πλανήθηκαν· οἱ δὲ αἱρετικοὶ δὲν ἐπέστρεψαν ποτέ.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ ποῦμε ὅτι ἐν Χριστῷ μποροῦμε νὰ φιλοσοφοῦμε· καὶ θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε φιλόσοφον νοῦν. Ὅμως ἡ ἐν Χριστῷ φιλοσοφία δὲν εἶναι πιθανολογία. Ἐμεῖς γνωρίζουμε, δὲν ψάχνουμε νὰ βροῦμε, δὲν ξεκινοῦμε ἀπροϋπόθετα, δὲν ὑποθέτουμε, δὲν στοχαζόμαστε, δὲν χτίζουμε νέους οὐρανοὺς γιὰ νὰ χανόμαστε μετὰ στὴν ἀπεραντοσύνη τους, ἔχουμε τὴν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια. Ἐπ’ αὐτῆς φιλοσοφοῦμε· ἐν τέλει θεολογοῦμε.

Διότι ἡ φιλοσοφία πιθανολογεῖ, ἡ θεολογία βεβαιώνει.

Θὰ τελειώσουμε μὲ τὴν θεόσοφη φράση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ποὺ διακρίνει ἀνάμεσα στὸ νὰ μιλᾶς γιὰ τὸν Θεὸ καὶ νὰ συναναστρέφεσαι (νὰ ἔχεις σχέση μὲ) τὸν Θεό. «Περὶ Θεοῦ γάρ τι λέγειν καὶ Θεῷ συντυγχάνειν οὐχὶ ταὐτόν» (Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, λόγος 1, 3, 42, Ε.Π.Ε., τ. 2, σ. 200).

Ἄλλο νὰ μιλᾶς γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἄλλο νὰ ἔχεις τὴν ἐμπειρία τῆς σχέσεως.

Ἄλλο νὰ μιλᾶς γιὰ τὸν ἔρωτα καὶ ἄλλο νὰ εἶσαι ἐρωτευμένος.

Ἤ, γιὰ νὰ ποῦμε ἕνα ἄλλο παράδειγμα· Φανταστεῖτε κάποιον νὰ μιλάει διαρκῶς γιὰ τὸ μέλι, τὶς ποικιλίες του, τὴν θρεπτική του ἀξία κ.λπ., καὶ νὰ μὴν ἔχει δοκιμάσει ποτὲ μέλι. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, σκεφτεῖτε μιὰ γιαγιούλα ἀγράμματη ποὺ δὲν ξέρει νὰ ἀρθρώσει λέξη. Ἂν τὴν ρωτήσεις τί εἶναι τὸ μέλι, θὰ σοῦ πεῖ· ἔλα, παιδάκι μου, νὰ σοῦ δώσω μιὰ κουταλιὰ νὰ δοκιμάσεις. Ἔχει τὴν ἐμπειρία, καὶ αὐτὸ εἶναι καλύτερο, ἀσφαλέστερο. Δὲν θὰ ἦταν ὅμως ἀκόμη καλύτερο τὸ νὰ ἔχει κάποιος καὶ τὴν ἐμπειρία καὶ θὰ ξέρει νὰ μιλάει καὶ νὰ ἐξηγεῖ;

Προηγεῖται λοιπὸν τὸ νὰ ἔχεις σχέση μὲ τὸν Θεό. Ἡ πνευματικὴ ἐμπειρία σὲ κάνει ἀσφαλῶς θεολόγο. Μπορεῖ νὰ σὲ φθάσει καὶ στὴν θεοπτία (νὰ ὁρᾶς τὸν Θεό).

Καλὸ ὅμως εἶναι καὶ τὸ νὰ μιλᾶς γιὰ τὸν Θεό, νὰ ξέρεις νὰ μιλᾶς. Ἄλλωστε, δὲν γίνεται νὰ ἔχεις σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ μὴ θέλεις αὐτὸ νὰ τὸ διαλαλεῖς.

Γι’ αὐτό, πιστεύω, θὰ πρέπει διαρκῶς νὰ καταρτιζόμαστε θεολογικά, νὰ μεταλαμβάνουμε τοῦ πλούτου τῆς θεολογικῆς μας παραδόσεως, νὰ ἐντρυφοῦμε στὴν σοφία τῶν θείων Πατέρων, νὰ γινόμαστε θεολόγοι.

Διότι ἡ θεολογία δὲν εἶναι μόνον γιὰ τοὺς θεολόγους.

Σχόλια

  1. Σε ευχαριστώ πολύ π. Δημήτρη για των ωραία ανάλυση των της Θεολογίας. Μου άρεσε το "Ἄλλο νὰ μιλᾶς γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἄλλο νὰ ἔχεις τὴν ἐμπειρία τῆς σχέσεως" καθώς επίσης το ότι " Η Φιλοσοφία πιθανολογεί, η Θεολογία βεβαιώνει ".

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Τὰ ἄρθρα δὲν εἶναι πραγματεῖες, ὥστε νὰ ἐξαντλοῦν ἕνα θέμα. Περισσότερο προβληματισμοὺς εἰσάγουν καὶ ἀφορμὲς γιὰ σκέψη καὶ διάλογο. Γι' αὐτὸ καὶ τὰ καλοπροαίρετα σχόλια εἶναι εὐπρόσδεκτα ἐδῶ, μᾶλλον δὲ καὶ ἐπιθυμητά. Εὐπρόσδεκτες ἐπίσης εἶναι καὶ οἱ ἐρωτήσεις. Ὁ δὲ διάλογος ἐνθαρρύνεται ὅλως ἰδιαιτέρως .

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Προσοχὴ στὰ ΑΜΗΝ τοῦ Facebook!

Ἕνας ὀφειλόμενος ἐπίλογος

Ὁ Ἅγιος Παντελεήμων διασώζει τὴν Ν. Ἀγχίαλο