Ὁμοφυλοφιλία καὶ ὁμοφυλόφιλοι (Μέρος Β΄)

 

π. Δημήτριος Ν. Θεοδωρόπουλος


Εἴδαμε ὅτι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη καταδικάζει τὴν ὁμοφυλοφιλία, ἐπὶ ποινῇ θανάτου μάλιστα: «θανάτῳ θανατούσθωσαν» (Λευϊτικὸν ιη΄ 22, κ΄ 18).

✔ Γιὰ νὰ διαβάσετε τὸ προηγούμενο ἄρθρο ἀκολουθῆστε τὸν παρακάτω σύνδεσμο· 
https://pdimtheodor.blogspot.com/2023/10/blog-post_23.html

Σήμερα φυσικὰ δὲν ἰσχύει κάτι τέτοιο. Ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῆς χάριτος καὶ ὄχι τοῦ νόμου.

Ἂς μὴ βιασθεῖ λοιπὸν κανεὶς νὰ πάρει τὸν πέλεκυ γιὰ νὰ χτυπήσει τὸν ἀδελφό του. Ὅλοι βράζουμε στὸ ἴδιο καζάνι. Ὅλοι εἴμαστε ἕνα μάτσο χάλια. Ἂν κανεὶς δὲν θέλει νὰ τὸ δεῖ ἔτσι, πλανᾶται πλάνην οἰκτράν.

Καὶ τὸ λέω αὐτό, διότι μιλᾶμε γιὰ τὴν ὁμοφυλοφιλία. Ἀκούστηκαν ἤδη σκληρὰ πράγματα (τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης) καὶ θὰ ἀκουστοῦν ἀκόμη σκληρότερα ἴσως σὲ ἑπόμενα κείμενα. Τοὺς ὁμοφυλόφιλους τοὺς ἔχει κανεὶς ἴσως στὸν πάτο τῆς κολάσεως, ὅτι βράζουν στὸν πάτο τῶν καζανιῶν. Κι ἂν ἔτσι εἶναι ὅμως, ἂς μὴ ξεχνοῦμε ὅτι στὸ ἴδιο καζάνι ὅλοι βράζουμε. Τί κι ἂν βράζεις στὸν πάτο, τί κι ἂν βράζεις στὸν ἀφρό! Τὸ ποιός δὲ βράζει στὸν πάτο καὶ ποιός στὸν ἀφρὸ μόνον ὁ Θεὸς τὸ ξέρει. Τί κρύβει ὁ καθένας μέσα του ἐμεῖς δὲν τὸ γνωρίζουμε. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος εἶπε· «Μὴ κρίνετε κατ' ὄψιν» (Ἰωάν. ζ΄ 24)· μὴ δικάζετε καὶ μὴ σχηματίζετε κρίσεις μὲ βάση τὴν ἐξωτερικὴ ὄψη καὶ τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα. Ἔχει μεγάλο βάθος ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη.

Εἶναι ἀνάγκη λοιπὸν νὰ κάνουμε καὶ ἐδῶ τὴν διάκριση καταστάσεως καὶ καταστάντος (ἀνθρώπου). Γι' αὐτὸ καὶ ὁ γενικὸς τίτλος αὐτῆς τῆς κειμενικῆς σειρᾶς εἶναι: «Ὁμοφυλοφιλία καὶ ὁμοφυλόφιλοι». Δὲν εἶναι σκέτο «Ὁμοφυλοφιλία»· οὔτε σκέτο «Ὁμοφυλόφιλοι».

Ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ποὺ ξεκινήσαμε, μέχρι τὴν σημερινὴ ἐποχὴ θὰ δοῦμε ἀπόψεις περὶ ὁμοφυλοφιλίας ποικίλες καὶ ἀλληλοαντικρουόμενες, ὅπως καὶ στὴν ἀρχὴ εἶπα. Ποικίλουν οἱ ἑρμηνεῖες (ἀκόμη καὶ τῶν ἱερῶν κειμένων), ποικίλουν οἱ ἐπιστημονικὲς ἔρευνες, ποικίλουν οἱ ἀπόψεις, τὰ θέλω ἐν τέλει, οἱ ἀντιλήψεις. 

Αὐτὰ ὅλα μποροῦν νὰ συζητηθοῦν. Ἕνα πρᾶγμα ὅμως εἶναι ἀδιαπραγμάτευτο, ἡ ἀγάπη. Αὐτὴ δὲν χωρεῖ σὲ συζητήσεις. Καὶ οὔτε ὑπάρχει κάτι ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὴν νικήσει. Ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Οὐδεὶς ἐξαιρεῖται. Κι ἐμεῖς οὐδένα ἂς μὴν ἐξαιροῦμε. 

Ἐκεῖνο ποὺ ψάχνουμε ἐδῶ εἶναι ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴν ὁμοφυλοφιλία, ὄχι γιὰ τοὺς ὁμοφυλόφιλους. Οἱ ὁμοφυλόφιλοι ἔχουν τὴν δική τους ἀλήθεια. Ὁ καθένας τὴν δική του. Ξέρετε πόσες τέτοιες ἀλήθειες ὑπάρχουν; Ὅσες καὶ οἱ ὁμοφυλοφιλίες. Καὶ ξέρετε πόσες εἶναι οἱ ὁμοφυλοφιλίες; Ὅσες καὶ οἱ ὁμοφυλόφιλοι. Διότι ὁ καθένας εἶναι μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος. Καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀγαπάει, ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ ἀλήθεια του. Δὲν ἐπηρεάζει τὴν ἀγάπη ἡ ἀλήθεια. Οὔτε τὴν ἀλήθεια ἐπηρεάζει ἡ ἀγάπη, ὅταν εἶναι ἀγάπη καὶ ὄχι συναισθηματισμός.

Ἔπρεπε νὰ ποῦμε τὰ παραπάνω λόγια γιὰ νὰ ξέρουμε πῶς βαδίζουμε. Αὐτὰ ποὺ παραθέτουμε ἐδῶ, δὲν τὰ παραθέτουμε γιὰ νὰ γίνουν πέτρες σὲ κάποιους, βαυκαλίσματα σὲ κάποιους ἄλλους. Μὲ ἀγάπη ἐν ἀληθείᾳ καὶ ἀλήθεια ἐν ἀγάπῃ ἂς πορευθοῦμε.

*** 

Εἴπαμε ὅτι σήμερα δὲν ἰσχύουν τὰ ὅσα προβλέπει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη γιὰ τὶς ὁμοφυλοφιλικὲς πράξεις. Ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῆς χάριτος καὶ ὄχι τοῦ νόμου.

Τί σημαίνει ὅμως αὐτό; Ὅτι ὁ νόμος καταργεῖται; Ὄχι, βέβαια!

Ὁ Κύριος εἶπε: «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον καὶ τοὺς προφῆτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι» (Ματθ. ε΄ 17)· μὴ νομίσετε ὅτι ἦλθα νὰ καταργήσω καὶ νὰ ἀκυρώσω τὸν νόμο τοῦ Μωϋσέως καὶ τὰ ὅσα ἐδίδαξαν οἱ προφῆτες. Δὲν ἦλθα νὰ τὰ καταργήσω, ἀλλὰ νὰ τὰ συμπληρώσω καὶ νὰ σᾶς τὰ παραδώσω τέλεια.

Δύο ἀπαρέμφατα ἐδῶ, τὸ «καταλῦσαι» καὶ τὸ «πληρῶσαι» ἔχουν πολλὰ νὰ μᾶς ποῦν.

Τὸ «καταλῦσαι» (ἀπαρέμφατον ἀορίστου τοῦ καταλύω) σημαίνει «νὰ καταργήσω». Βλέπουμε ὅτι τὸ ἐπαναλαμβάνει δίς, παρ’ ὅτι θὰ ἀρκοῦσε ἡ μία φορά. Θέλει νὰ τὸ τονίσει ἰδιαιτέρως, νὰ τὸ ὑπογραμμίσει, νὰ ἐπιστήσει τὴν προσοχή μας σ’ αὐτό.

Καὶ δὲν ἀρκεῖται στὴν ἀρνητικὴ διατύπωση, δὲν λέει ἁπλῶς «οὐκ ἦλθον καταλῦσαι». Συνεχίζει μὲ τὸ «πληρῶσαι».

Τὸ «πληρῶσαι» εἶναι ἀπαρέμφατον ἀορίστου τοῦ ρήματος πληρῶ (-όω) καὶ σημαίνει γεμίζω, καθιστῶ κάτι πλῆρες (τὸ γεμίζω ἐντελῶς), συμπληρώνω, συντελῶ, ἐκπληρώνω, καλύπτω, τηρῶ (νόμοι πληρούμενοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ τηροῦνται ἐντελῶς), ὁλοκληρώνω, πραγματοποιῶ, εἶμαι πλήρης. 

Σὲ ὅλες τὶς παραπάνω σημασίες ὁ Κύριος μὲ τὴν παρουσία του, τὴν ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του ἀνταποκρίθηκε πλήρως. «Ἐπλήρωσε» τὸν «νόμον καὶ τοὺς προφῆτας». Πῶς;

Πρῶτα-πρῶτα ὅλα ὅσα εἶπαν γι' αὐτὸν οἱ προφῆτες, ἐκπληρώθηκαν στὸ ἀκέραιο. Τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἀληθινούς, βεβαίωσε πλήρως τὰ λεγόμενά τους, στὸ πρόσωπό του ἐπαληθεύθηκαν ὅλες οἱ προφητεῖες. Γι’ αὐτὸ τὰ ἱερὰ εὐαγγέλια βρίθουν ἐκφράσεων ὅπως «ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τοῦ προφήτου»· «τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ προφήτου»· «ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαί»· «σήμερον πεπλήρωται ἡ γραφὴ» (Ματθ. α΄ 22, β΄ 17· Μάρκ. ιδ΄ 49· Λουκ. δ΄ 21) καὶ ἄλλες παρόμοιες. Ἐν Χριστῷ πραγματοποιήθηκαν ὅλα τὰ γεγονότα ποὺ προανήγγειλαν οἱ προφῆτες. Τὸ «πληρῶσαι» λοιπὸν ἐδῶ ἔχει τὴν σημασία τοῦ «ἐκπληρῶσαι».

Ὡς πρὸς τὸ νόμο, τὸ ρῆμα συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Ὁ Κύριος ἐτήρησε ὅλον τὸν νόμο,  παρ’ ὅτι κανεὶς δὲν τὸν ὑποχρέωνε γι’ αὐτό. Δὲν ἦταν ὑπὸ νόμον, ὅπως ἐμεῖς, ἔγινε ὅμως μὲ τὴν θέλησή του διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν. 

Τελειοποίησε τὸν νόμο ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν παρέβη καμμία ἀπὸ τὶς διατάξεις του. Θυμηθεῖτε τί εἶπε στὸν Ἰωάννη κατὰ τὴν βάπτισή του· «Οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. γ΄ 15)· θὰ πρέπει νὰ μὲ βαπτίσεις γιὰ νὰ πληρώσω πᾶσαν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ. Καὶ στοὺς Ἰουδαίους ἔλεγε· «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰωάν. η΄ 46)· ποιὸς ἀπὸ σᾶς μπορεῖ νὰ μὲ ἐλέγξει καὶ γιὰ τὴν παραμικρὴ ἔστω ἁμαρτία; Καὶ πάλι στοὺς μαθητές· «Ἔρχεται γὰρ ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν» (Ἰωάν. ιδ΄ 30)· ποὺ σημαίνει, ἔρχεται ἐναντίον μου ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου, ὁ διάβολος δηλαδή, καὶ καμμία ἐξουσία δὲν ἔχει ἐπάνω μου, διότι ἐγὼ εἶμαι ἀναμάρτητος. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἡσαΐας ὀκτὼ αἰῶνες πρὶν προλέγει· «ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (κεφ. νγ΄ 9)· δὲν ἔκανε καμμιὰ ἀνομία (παράβαση τοῦ νόμου), οὔτε βρέθηκε δόλος ἢ ψεύτικος λόγος στὸ στόμα του. 

Ἐπλήρωσε ἐπίσης ὁ Κύριος τὸν νόμο χαρίζοντας καὶ σ’ ἐμᾶς αὐτὴν τὴν δυνατότητα, ὅπως λέει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, καὶ αὐτὸ εἶναι ἐξόχως θαυμαστό· «ἐπλήρωσεν, ἀλλὰ καὶ ἡμῖν ἐχαρίσατο τοῦτο» (Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Ματθαῖον τὸν Εὐαγγελιστήν, Ὁμιλία ιϛ΄, PG 57, 241).

Πῶς ὅμως μποροῦμε καὶ ἐμεῖς νὰ πληρώσουμε τὸν νόμο; Διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀσφαλῶς. Ὅλα διὰ τοῦ Ἰησοῦ μποροῦμε ἐμεῖς νὰ τὰ πετύχουμε. Καὶ τὸν νόμο διὰ τοῦ Ἰησοῦ, ἤτοι διὰ τῆς πίστεως, δυνάμεθα «πληρῶσαι». Ἂν δὲν μποροῦμε νὰ κρατήσουμε τὸν νόμο, διότι εἶναι παντέλειος, διὰ τῆς πίστεως εἶναι σὰν νὰ τὸν ἐφαρμόζουμε κι ἐμεῖς. Διὰ τῆς πίστεως μετέχουμε στὸ «πληρῶσαι» τοῦ Χριστοῦ. Σὲ ὅλα ὅσα ἐπέτυχε ἐκεῖνος μποροῦμε διὰ τῆς πίστεως νὰ μετέχουμε· διὰ Χριστοῦ καὶ ἐν Χριστῷ. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει· «Τέλος γὰρ νόμου Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι» (Ρωμ. ι΄ 4)· σκοπὸς τοῦ νόμου δηλαδὴ καὶ τέρμα τῆς ἀποστολῆς του εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος καὶ δικαιώνει τὸν καθένα ποὺ πιστεύει εἰς αὐτόν. Μὲ ἄλλα λόγια, δικαιώνεται ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει στὸν Χριστό, καὶ ὄχι ἐκεῖνος ποὺ ἐξαρτᾶ τὴν δικαίωσή του ἀπὸ τὸν νόμο, ὅπως συνέχισαν νὰ κάνουν οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ δὲν πίστευσαν (βλ. καὶ Ρωμ. η΄ 4).

Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι ἡ πίστη καταργεῖ τὸν νόμο. Θὰ ἀποτελοῦσε μεγίστη πλάνη νὰ πιστέψει κανεὶς κάτι τέτοιο. Ὁ Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του γράφει· «Νόμον οὖν καταργοῦμεν διὰ τῆς πίστεως; Μὴ γένοιτο, ἀλλὰ νόμον ἱστῶμεν» (κεφ. γ΄ 31). Καταργοῦμε, λέει, ἐν ὀνόματι τῆς πίστεως τὸ κῦρος καὶ τὴν ἰσχὺ τοῦ νόμου; Μή γένοιτο! Ὄχι μόνον δὲν τὸν καταργοῦμε, ἀλλὰ καὶ στηρίζουμε τὸ κῦρος του (διότι αὐτὸς ἀπεδείχθη ἀληθὴς καὶ κάθε ἐπαγγελία του ἐπραγματοποιήθη διὰ τοῦ Χριστοῦ· αὐτὸς ὁ νόμος εἶναι ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ σ’ ἐκεῖνον, εἶναι «παιδαγωγὸς εἰς Χριστόν»).

Εἶναι ὅμως καὶ κάτι ἄλλο πολὺ σημαντικό. Ὁ Χριστὸς «ἐπλήρωσε» τὸν νόμο καὶ ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τοῦ «συμπλήρωσε, ὁλοκλήρωσε, ἔκαμε πλήρη». Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ὅτι μᾶς ἔδειξε τὸ πραγματικὸ βάθος τοῦ νόμου καὶ ὅλη του τὴν ἔκταση. Αὐτὸν τὸν σκοπὸ εἶχαν ἐκεῖνα τὰ «ἐρέθη τοῖς ἀρχαίοις», «ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν».

Λέει, γιὰ παράδειγμα· «Ἠκούσατε ὅτι  ἐρρέθη  τοῖς  ἀρχαίοις,  οὐ  μοιχεύσεις. Ἐγὼ  δὲ λέγω  ὑμῖν  ὅτι  πᾶς  ὁ  βλέπων  γυναῖκα  πρὸς  τὸν ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ» (Ματθ. ε΄ 27-28). Ἀκούσατε ὅτι ἐλέχθη στοὺς ἀρχαίους· μὴ μοιχεύσεις. Καὶ σεῖς νομίζετε ὅτι ἡ ἐντολὴ αὐτὴ περιορίζεται μόνο στὴν σχέση μὲ παντρεμένη γυναῖκα [1]. Σᾶς λέω λοιπὸν ὅτι ἔχει περισσότερο βάθος ἀπ’ ὅσο νομίζετε. Ὁ καθένας ποὺ βλέπει μία γυναῖκα μὲ πονηρὰ ἐπιθυμία, ἤδη μὲ τὴν ἐμπαθῆ αὐτὴ ματιὰ ἐμοίχευσε μέσα στὴν καρδιά του, ἁμάρτησε μὲ τὴν πρόθεση καὶ τὴν προαίρεσή του. 

[1] Μόλις καὶ μετὰ βίας εἶναι ἀνάγκη νὰ σημειώσουμε ὅτι ὅσα ἀναφέρονται ἐδῶ γιὰ τοὺς ἄνδρες, ἰσχύουν καὶ γιὰ τὶς γυναῖκες. Ἡ Γραφὴ συνήθως ἀναφέρεται στοὺς ἄνδρες, διότι ἡ κοινωνικὴ θέση τῆς γυναίκας τότε ἦταν αὐτὴ ποὺ ὅλοι γνωρίζουμε.

Πρὶν ἀπὸ τὴν μοιχεία εἶχε ἀναφερθεῖ στὸν φόνο. Νομίζετε, λέει, ὅτι στὸν φόνο μόνο περιορίζεται ἡ ἐνοχή; Ὄχι. Καὶ ὁ ὀργιζόμενος ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του διαπράττει τὸ ἴδιο ἁμάρτημα. Παρακάτω ἀναφέρεται στὸ διαζύγιο, στὸν ὅρκο, στὸ ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, στὴν ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον καὶ τὸ μῖσος γιὰ τὸν ἐχθρό. Ἐπεκτείνει καὶ ἐπανορθώνει τὶς ἐντολές, τὶς ἀνακαινίζει, τὶς τελειοποιεῖ, ὅπως ὅλα. 

Πάντως δὲν τὶς καταργεῖ. Δὲν ἔχουμε ἀναίρεση, ἀλλὰ ἐπίταση, πλήρωση καὶ ὄχι κατάλυση. Ὄχι ἁπλῶς νὰ εἶσαι ἐλεήμων, λέει, ἀλλὰ νὰ προσφέρεις καὶ τὰ ροῦχα σου ἀκόμη. Δὲν ἀρκεῖ νὰ εἶσαι ἤρεμος, θὰ πρέπει καὶ νὰ στρέφεις τὸ μάγουλό σου ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τὸ «μὴ ὀργίζεσαι», δὲν ἀναιρεῖ τὸ «οὐ φονεύσεις»· τὸ πληροῖ μᾶλλον καὶ τὸ τελειοῖ. Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλες τὶς ἐντολές. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος δὲν εἶπε μόνον τὸ «οὐκ ἦλθον καταλῦσαι», ἀλλὰ καὶ τὸ «πληρῶσαι»· ὄχι μόνον δὲν ἦλθα νὰ καταργήσω τὸν νόμο, ἀλλ' ἦλθα καὶ γιὰ νὰ τὸν «πληρώσω» (μὲ ὅλες τὶς παραπάνω σημασίες).

Συμπερασματικῶς

Ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῆς χάριτος. Οὔτε τοὺς ὁμοφυλόφιλους πετροβολοῦμε, οὔτε τὶς μοιχαλίδες, οὔτε καὶ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς κτηνοβάτες. Δὲν ἀκολουθοῦμε τὸ γράμμα τοῦ νόμου.

Ὅμως αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι καταργεῖται καὶ τὸ πνεῦμα του. Ὁ νόμος ἰσχύει. Καὶ θὰ ἰσχύει πάντα. «Ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ  τοῦ  νόμου  ἕως  ἂν  πάντα  γένηται» (Ματθ. ε΄ 18)· ἀλήθεια σᾶς λέω, ὅσο ὑπάρχει ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, οὔτε ἕνα γιῶτα ἢ μία κεραία (ὀξεῖα ἢ κόμμα) δὲν θὰ παραπέσει ἀπὸ τὸν νόμο, μέχρι ὅλα ὅσα αὐτὸς προβλέπει νὰ ἐπαληθευθοῦν.

Μπορεῖ σήμερα νὰ μὴ λιθοβολοῦμε ἐκείνους ποὺ βρίζουν καὶ κακολογοῦν τοὺς γονεῖς τους, ὅμως αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία δὲν παραμένει θανάσιμος. Μὴ μᾶς κακοφαίνεται αὐτό. Ἡ ἁμαρτία ἔχει ἤδη χαρακτηρισθεῖ:  «Ὁ γὰρ Θεὸς ἐνετείλατο λέγων· τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα· καὶ ὁ κακολογῶν πατέρα ἢ μητέρα θανάτῳ τελευτάτω» (Ματθ. ιε΄ 4· πρβλ. Ἐξ. κ΄ 12). Θάνατος ἡ ποινή; Θανάσιμος ἡ ἀμαρτία. 

Ὅ,τι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη τιμωρεῖται μὲ θάνατο, εἶναι θανάσιμος ἁμαρτία, καὶ τότε καὶ τώρα καὶ πάντα. 

Ξέρω ὅτι αὐτὴ ἡ γενίκευση χωράει κουβέντα. Σίγουρα ὅμως ἀποτελεῖ ἀπαρχὴ καὶ βάση. Σὲ τέτοιες βάσεις στηρίζονται καὶ οἱ ἱεροί μας κανόνες. Εἶναι κάπως ἄχαρος ὁ ρόλος τους, διότι ἀναγκάζονται νὰ καταφεύγουν σὲ μετρήσεις γιὰ πράγματα ποὺ δὲν εἶναι μετρήσιμα, ὅπως ἡ ἁμαρτία. Ὅπως ἔχει λεχθεῖ, ἀπὸ πνευματικῆς ἀπόψεως δὲν ὑπάρχει μικρὴ ἢ μεγάλη ἁμαρτία, ἀλλὰ μικρὴ καὶ μεγάλη μετάνοια. Ἐν τούτοις, ἀλλιῶς «κανονίζει» τὴν πορνεία, γιὰ παράδειγμα, ἡ Ἐκκλησία μας, ἀλλιῶς τὴν μοιχεία. Ἀπὸ πνευματικῆς ἀπόψεως τὸ ἴδιο εἶναι. Ἡ ὀπτικὴ τῶν κανόνων ὅμως τὶς ξεχωρίζει. Ἐξαρτᾶται πῶς θὰ δεῖς τὰ πράγματα· ἀπὸ πάνω πρὸς τὰ κάτω, ἢ ἀπὸ κάτω πρὸς τὰ πάνω;

Κάπως ἔτσι κι ἐγὼ ἀνέφερα ἐδῶ τὴν λέξη «θανάσιμος». Σίγουρα ἐπιδέχεται ἑρμηνεία (ἑρμηνεῖες ἴσως).

Πάντως, γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε καὶ στὴν κουβέντα μας, ἡ χάρις δὲν καταργεῖ τὸν νόμο. Ὁ νόμος εἶναι ἀπαραίτητος. Αὐτὸς μᾶς ὁδηγεῖ στὴν χάρη. Χωρὶς τὸν νόμο δὲν φτάνουμε στὴν πηγή της. Ἂν δὲν ξέρεις ὅτι κάτι εἶναι ἐφάμαρτο, ὅτι τὸ ἀπαγορεύει ὁ Θεός, πῶς θὰ κράξεις καὶ θὰ πεῖς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν»;

Ὁ νόμος εἶναι «παιδαγωγὸς εἰς Χριστὸν» (Γαλ. γ΄ 24)· παιδαγωγὸς στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἦταν ἐκεῖνος ποὺ ἦγε (ὁδηγοῦσε) τὸ παιδὶ στὸ σχολεῖο: παῖς (παιδὶ) + ἄγω (ὁδηγῶ).

Ὁ νόμος λοιπὸν ὡς καλὸς παιδαγωγὸς μᾶς πιάνει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μᾶς προσάγει στὸν Χριστό. Διότι, ὡς συνεχῶς ἁμαρτάνοντες, ἤτοι παραβαίνοντες τὸν νόμο, τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὁδηγούμαστε σὲ ἀδιέξοδο, καὶ τότε αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη νὰ στραφοῦμε πρὸς ἐκεῖνον λέγοντες· Κύριε, δὲν εἶμαι ἀναμάρτητος, δὲν μπορῶ νὰ τηρήσω τὸν ὑπερτέλειο νόμο σου, τί θὰ γίνει μ’ ἐμένα; Καὶ ἐκεῖνος ἀπαντᾶ· Μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε, καὶ ἀγωνίζου ὅσο μπορεῖς.

Πῶς ὅμως ὁ νόμος θὰ μὲ ὁδηγήσει στὸν Χριστό, ἂν δὲν τὸν γνωρίζω ἢ δὲν τὸν ἀναγνωρίζω (δὲν τὸν παραδέχομαι); Πῶς θὰ πῶ· «Κύριε, ἐλέησον»· «Κύριε, ἔσφαλα», ἂν δὲν πιστεύω ὅτι παρέβην κάτι; Γιατί νὰ ζητήσω τὴν χάρη, ὅταν δὲν αἰσθάνομαι ὅτι ἁμάρτησα κάνοντας ἔκτρωση, γιὰ παράδειγμα; Γιατί νὰ θεωρήσω ἁμαρτία τὴν μοιχεία, ἀπὸ τὴν στιγμὴ μάλιστα ποὺ ἔχει ἀποποινικοποιηθεῖ; Νὰ γιατί προηγεῖται ὁ νόμος.

Ναί, προηγεῖται ὁ νόμος, ἀκολουθεῖ ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος ἀπὸ τὴν παράβασή του, ἕπεται ἡ στροφὴ πρὸς τὸν Λυτρωτὴ καὶ Σωτῆρα, γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἐν τέλει ὁ ἐρχομὸς τῆς χάριτος.

Νόμος καὶ χάρις βρίσκονται σὲ μία παράξενη διαλεκτική. Ὅσο ἐκεῖνος βαθαίνει, τόσο ἡ χάρις ἐλευθερώνει. Παρ’ ὅτι τὰ πράγματα εἶναι πολὺ πιὸ δύσκολα ἀπ’ ὅτι φανταζόμαστε, ἡ χάρις τὰ ἁπλοποιεῖ. 

Ναί, τὰ πράγματα εἶναι πολὺ «χειρότερα» ἀπ’ ὅ,τι φαντάζεσθε, λέει ὁ Κύριος, ὁ νόμος εἶναι πολὺ πιὸ αὐστηρὸς ἀπ’ ὅσο νομίζετε, οἱ ἐντολές μου ἔχουν πολὺ πιὸ μεγάλο βάθος. Ὅμως ἐγὼ εἶμαι ἐδῶ. Σταυρώθηκα γιὰ σᾶς. 

Εἶναι σὰν νὰ βρισκόμαστε σὲ μιὰ φυλακὴ καὶ γιὰ νὰ βγοῦμε πρέπει νὰ ἐφαρμόσουμε ὁρισμένους κανόνες. Ἔρχεται λοιπὸν κάποιος καὶ μᾶς λέει· Κοιτάξτε, δὲν ἀρκεῖ ἡ ἐφαρμογὴ αὐτῶν τῶν κανόνων, ὑπάρχουν καὶ ἄλλες λεπτομέρειες ποὺ θὰ πρέπει νὰ γνωρίζετε. Μά, ἐμεῖς, τοῦ λέμε, δὲν μποροῦμε νὰ τηρήσουμε αὐτά· μᾶς βάζεις κι ἄλλα ἀπὸ πάνω; Σᾶς δείχνω, τὴν ἀλήθεια, λέει ὁ Κύριος. Ὅμως μὴν ἀπελπίζεσθε. Ἐλάτε μαζί μου καὶ θὰ σᾶς βγάλω ἐγὼ ἀπ' αὐτὴ τὴν φυλακή. Δωρεάν. Πιστέψτε με μόνο, πιστεύετε σ' ἐμένα. Ὅσοι πιστεύουν δικαιώνονται. 

Ἡ σχέση τοῦ νόμου μὲ τὴν χάρη μοιάζει μὲ ἐκείνη τῆς ἀλήθειας μὲ τὴν ἀγάπη. 

Ἡ ἀγάπη χωρὶς τὴν ἀλήθεια καταντᾶ γλυκανάλατη καὶ προκλητικὴ ἀγαπολογία. Ἡ δὲ ἀλήθεια χωρὶς τὴν ἀγάπη, ἐντελὴς ἀφιλανθρωπία.

Στὸ θέμα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ, δὲν εἶναι λίγοι αὐτοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο ἄκρο.

Ἐμεῖς ἂς συνταιριάξουμε τὴν ἀγάπη μὲ τὴν ἀλήθεια· τὸ ἀγαπᾶν ἐν ἀληθείᾳ καὶ ἀληθεύειν ἐν ἀγάπῃ.

Οὔτε νὰ χτυπᾶμε, καὶ καλά, τὴν πλάτη, ὅτι ὅλα εἶναι ἐντάξει, οὔτε νὰ πετροβολοῦμε.

(Συνεχίζεται)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Προσοχὴ στὰ ΑΜΗΝ τοῦ Facebook!

Ὁμοφυλοφιλία καὶ ὁμοφυλόφιλοι

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἱεροὶ κανόνες γιὰ τὴν ὁμοφυλοφιλία