Δόγμα καὶ δογματισμὸς
Συνεχίζουμε μὲ τὸ θεολογικά μας θέματα
Θυμίζω ὅτι βρισκόμαστε στὰ πρῶτα βήματα τῆς προσπάθειάς μας νὰ ἐκθέσουμε τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ ὅσο γίνεται πιὸ ἁπλᾶ λόγια, στὸ εἰσαγωγικὸ μέρος.
Εἴπαμε λίγα λόγια γιὰ τὸ τί εἶναι θεολογία, ποιός εἶναι ὁ θεολόγος, τί σημασία ἔδιναν οἱ ἀρχαῖοι στὶς λέξεις αὐτές, πῶς πέρασαν ὡς ὅροι καὶ στὴν χριστιανικὴ γραμματεία, κ.λπ. Σημειώσαμε ἐπίσης καὶ κάποια ὀνόματα μεγάλων θεολόγων τῆς Ἀνατολικῆς καὶ τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας.
Συνεχίσαμε μὲ κάποιες διακρίσεις: Θεολογία - Οἰκονομία. Ἀκαδημαϊκὴ Θεολογία - Χαρισματικὴ Θεολογία. Καταφατικὴ Θεολογία - Ἀποφατικὴ Θεολογία.
Σήμερα θὰ προσπαθήσουμε νὰ προσεγγίσουμε ἑρμηνευτικὰ καὶ ἐτυμολογικὰ τὴν λέξη δόγμα.
Ἐπειδὴ τὴν Θεολογία συνήθως τὴν ταυτίζουμε μὲ τὴν Δογματικὴ (δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας), θὰ πρέπει νὰ γνωρίζουμε τί σημαίνει ἡ λέξη δόγμα.
Προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα δοκῶ-έω, ἐκ τοῦ ὁποίου καὶ οἱ λέξεις δόκησις, δόξα, δόκιμος, δοκιμάζω κ.ἄ.
Τὸ δοκῶ χρησιμοποιήθηκε μὲ πληθώρα σημασιῶν. Ἂς δοῦμε λίγο τὴν σημασιολογικὴ διαδρομή του.
Πρῶτα πρῶτα ἡ ἐτυμολογικὴ προέλευσή του (ἀπὸ τὸ ρῆμα δέχομαι) ὁδηγεῖ στὴν ἄποψη ὅτι ἡ λέξη ἀρχικὰ σήμαινε κάνω κάποιον νὰ δεχθεῖ κάτι, διδάσκω.
Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν σημασία τοῦ λατινικοῦ doceo (διδάσκω), ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται καὶ τὸ γνωστὸ doctor (διδάκτωρ, διδάσκαλος).
Ἡ κύρια σημασία τοῦ δοκῶ πάντως ἦταν σκέπτομαι, νομίζω, πιστεύω.
Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὴν λέξη δόγμα, ἡ ὁποία χρησιμοποιήθηκε στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου μὲ πάμπολλες σημασίες, ὅπως γνώμη, πεποίθηση, φρόνημα, δόξα (ἄποψη), ὅ,τι φαίνεται σὲ κάποιον καλό, ὅ,τι κάποιος θεωρεῖ ἀληθές, ὅ,τι φαίνεται ὀρθὸ κ.ἄ.
Κάπως ἔτσι τὴν χρησιμοποιοῦμε καὶ σήμερα. Πῶς ὅμως φθάσαμε μέχρι αὐτὴν τὴν σημασία;
Στὸν ἀρχαῖο κόσμο οἱ ἀποφάσεις (κυρίως ἐκεῖνες ποὺ ἀποτελοῦσαν γνῶμες τοῦ συνόλου), τὰ δημόσια ψηφίσματα, οἱ διαταγὲς κ.τ.ὅ. ὀνομάζονταν δόγματα (π.χ. τὰ τῶν Ἀμφικτιόνων δόγματα).
Ἕνα διάταγμα βασιλικὸ ὀνομάζονταν πολλὲς φορὲς δόγμα. Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ὀνομάζει δόγμα τὸ διάταγμα τοῦ Καίσαρος, στὸ ὁποῖο ὑπακούοντας ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ ἐγκυμονοῦσα Μαρία μετέβησαν στὴν Βηθλεὲμ γιὰ νὰ ἀπογραφοῦν: Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην (Λουκ. β΄ 1).
Εἰδικότερα, δόγματα ὀνομάζονταν οἱ ἀποφάσεις τῆς ρωμαϊκῆς συγκλήτου placitum, ἐνῷ ἐκεῖνες τῆς ἐκκλησίας τοῦ δήμου τῶν Ἀθηνῶν ψηφίσματα.
Στὸν ἀπόστολο Παῦλο ἀργότερα συναντοῦμε τὴν λέξη δόγμα μὲ τὴν σημασία τῶν ἐντολῶν τοῦ ἰουδαϊκοῦ νόμου: ...ἐξαλείψας τὸ καθ’ ἡμῶν χειρόγραφον τοῖς δόγμασιν (Κολ. β΄ 14).
Ἀκόμη ἡ λέξη ἀπέκτησε κατὰ καιροὺς καὶ τὶς σημασίες κρίση, ἔννοια, ἀξίωμα, ἀρχή. Μὲ τὴν τελευταία σημασία τὴν χρησιμοποιοῦμε καὶ σήμερα, ὅταν ὁμιλοῦμε π.χ. γιὰ ἐπιστημονικό, ἰδεολογικό, στρατηγικὸ δόγμα κ.λπ.
Ἐπίσης, ἀναφερόμενοι στὸ σύνολο τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν ποὺ διατυπώνονται ἀπὸ πολιτικὸ ἡγέτη ἢ κυβέρνηση, καὶ προτείνουν πολιτική, οἰκονομική, στρατιωτικὴ ἢ ἄλλη στρατηγική, ὁμιλοῦμε γιὰ δόγμα (π.χ. δόγμα Τροῦμαν, δόγμα Μονρόε, ἑνιαῖο ἀμυντικὸ δόγμα Ἑλλάδος – Κύπρου κ.ο.κ.).
Στὴν πρώτη περίπτωση ἐννοοῦμε τὶς θεμελιώδεις ἀρχὲς κάποιου φιλοσοφικοῦ συστήματος (π.χ. τὰ δόγματα τῶν Στωϊκῶν).
Στην δεύτερη, χρησιμοποιοῦμε τὴν λέξη γιὰ νὰ δηλώσουμε τὶς θεμελιώδεις ἀρχὲς ἑνὸς θρησκεύματος, τὸ σύνολο τῶν βασικῶν πεποιθήσεων μιᾶς θρησκείας, ἢ μιᾶς αἱρέσεως ἀκόμη (τὰ δόγματα τῶν ἀσεβῶν), τὴν διδασκαλία κάποιων ἑτεροδόξων ἐπίσης (προτεσταντικὸ δόγμα, ἀγγλικανικό, καλβινικὸ κ.ο.κ.), καθὼς καὶ ἄλλες ἀρχὲς καὶ πεποιθήσεις.
Κάπως ἔτσι φθάνουμε στὴν σημασία ποὺ ἔχει ἀποκτήσει ἡ λέξη καὶ στὴν ἐκκλησιαστική μας παράδοση. Μὲ μία διαφορὰ ὅμως· ὅτι ἐδῶ δὲν ἔχουμε θρησκευτικὲς δοξασίες, ἀλλὰ ἀποκεκαλυμμένες ἀλήθειες.
Θὰ ἔχετε ἀκούσει ἴσως τὴν ἔκφραση: «Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι θρησκεία, ἀλλὰ ἀποκάλυψη». Ὑπὸ ποίαν ἔννοια λέγεται αὐτό; Σὲ τί διαφέρει ἡ θρησκεία ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψη;
Θρησκεία εἶναι ἡ κίνηση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό. Ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ μὲ ὄχημα τὸν λόγο (λογικὴ) καὶ τὶς ἄλλες ἐνδόμυχες τάσεις, δυνάμεις καὶ ἐφέσεις τοῦ ἀνθρώπου (συναίσθημα κ.λπ.). Ἡ πρωτοβουλία ἐδῶ ἀνήκει στὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸς εἶναι τὸ ὑποκείμενο καὶ ὁ Θεὸς τὸ ἀντικείμενο, πρὸς τὸ ὁποῖο ἐπιχειρεῖται μία ἀναγωγὴ κατὰ τρόπο φυσικό. Ἐναγώνια καὶ φιλότιμη μᾶλλον τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς ἡ προσπάθεια, παρ’ ὅλες τὶς σκοτεινές της πλευρὲς (ἀνθρωποθυσίες κ.λπ.). Δὲν παύει ὅμως, ἐπαναλαμβάνω, νὰ κινεῖται σὲ χώρους ἀμιγῶς ἀνθρωποκεντρικοὺς καὶ φυσιοκρατικούς.
Ἀντίστροφη κίνηση, κίνηση δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ἔχουμε σ’ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε ἀποκάλυψη. Ἡ πρωτοβουλία ἐδῶ ἀνήκει στὸν Θεό, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς (Α΄ Ἰωάν. δ΄ 19) καὶ θυσιάσθηκε γιὰ μᾶς. Ἐδῶ εἴμαστε ἐμεῖς τὸ ἀντικείμενο καὶ ὁ Θεὸς τὸ ὑποκείμενο· καὶ γιὰ νὰ τὸ ποῦμε καλύτερα, δὲν ὑπάρχει ὑποκείμενο καὶ ἀντικείμενο, ἀλλὰ ἕνωσις κατὰ χάριν, μετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸ κάλλος τῆς θείας δόξης. Καὶ δὲν γνωρίζουμε ἐμεῖς τὸν Θεό, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἐμᾶς· καὶ μέσῳ αὐτῆς τῆς γνώσεως τὸν γνωρίζουμε καὶ ἐμεῖς. Ἐδῶ ὑπάρχει μεγάλο θεολογικὸ βάθος, γνωσιολογικῆς τάξεως, τὸ ὁποῖο θὰ ἀναλύσουμε περισσότερο μιὰν ἄλλη φορά. Ἡ πρωτοβουλία λοιπὸν ἀνήκει στὸν Θεό. Ἐμεῖς ἀνταποκρινόμαστε στὴν δική του ἀγάπη, στὸ δικό του κάλεσμα· ὅλα δὲ γίνονται ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Ἀποκάλυψις λοιπὸν καὶ ὄχι θρησκεία. Ἄλλωστε, ἡ λέξη θρησκεία (ὅπως καὶ τὸ θρησκεύειν) σπανίως ἀπαντᾶ στὴν Βίβλο. Ἕνδεκα φορὲς τὴν συναντοῦμε.
Στὴν Σοφία Σολομῶντος δύο φορὲς ἀπαντᾶ ἡ λέξη θρησκεία (ιδ΄ 18, 27) καὶ ἄλλες δύο τὸ ρῆμα θρησκεύειν (ια΄ 15. ιδ΄ 16). Καὶ στὰ τέσσερα χωρία οἱ λέξεις σημαίνουν τὴν λατρεία, μάλιστα δὲ ἀναφέρονται στὴν λατρεία τῶν εἰδώλων καὶ τὴν δεισιδαιμονία.
Δυὸ φορὲς ἐπίσης ἀπαντᾶ ἡ λέξη καὶ στὸ Δ΄ Μακκαβαίων (ε΄ 6, 13). Ἐκεῖ γίνεται λόγος γιὰ ἰουδαϊκὴ θρησκεία.
Στὴν Καινὴ Διαθήκη διαβάζουμε περὶ θρησκείας στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἐν πρώτοις. Ἐκεῖ βλέπουμε τὸν ἀπ. Παῦλο ἀπολογούμενο στὸν βασιλιὰ Ἀγρίππα νὰ λέει: κατὰ τὴν ἀκριβεστάτην αἵρεσιν τῆς ἡμετέρας θρησκείας ἔζησα Φαρισαῖος (Πράξ. [κς΄26], 5).
Στὴν πρὸς Κολασσαεῖς ἐπίσης ὁ Παῦλος μιλάει γιὰ ἀγγελοθρησκεία. Ἀναφέρεται σὲ κάποιους οἱ ὁποῖοι ἀπὸ ψευδοταπεινοφροσύνη, ὅτι δῆθεν δὲν ἦταν ἱκανοὶ νὰ λατρεύσουν κατ’ εὐθείαν τὸν Θεό, ἐπιδίδονταν σὲ ἕνα εἶδος θρησκείας τῶν ἀγγέλων (Κολ. β΄ 18).
Τέλος, ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος στὴν ἐπιστολή του χρησιμοποιεῖ μία φορὰ τὴν λέξη θρῆσκος καὶ δύο φορὲς τὴν λέξη θρησκεία: Εἴ τις δοκεῖ θρῆσκος εἶναι ἐν ὑμῖν μὴ χαλιναγωγῶν γλῶσσαν αὐτοῦ, ἀλλ' ἀπατῶν καρδίαν αὐτοῦ, τούτου μάταιος ἡ θρησκεία. θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου (Ἰακ. α΄ 26-27-27.
Γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς ὅμως τί ἰσχύει; Θρησκεύουμε; Πρέπει νὰ θρησκεύουμε;
Ὄχι!
Ἂς λέει ὁ ἀπ. Ἰάκωβος ὅλα τὰ παραπάνω. Τὰ λέει μὲ ἔννοια ἠθικὴ (θὰ μποροῦσε νὰ τὰ πεῖ καὶ ὁ σοφὸς μιᾶς ἄλλης θρησκείας, θὰ μποροῦσε δηλαδὴ νὰ ἀνήκουν στὴν σοφιολογικὴ γραμματεία μιᾶς ἄλλης παραδόσεως). Τὰ λέει ἐπίσης γιὰ κάποιον συγκεκριμένο σκοπὸ καὶ σὲ κάποια συγκεκριμένη στιγμή. Εἶναι σὰν νὰ λέει· ἂν θέλεις νὰ λέγεσαι θρῆσκος, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ θρησκεία.
Δὲν θὰ βγάλουμε ὅμως ἀπὸ ἐδῶ τὸ συμπέρασμα πὼς πρέπει νὰ εἴμαστε θρῆσκοι. Ἄλλο πρέπει νὰ εἴμαστε: ἐκκλησιαστικοὶ ἄνθρωποι. Ἄλλο θρῆσκος, θρησκευόμενος, «θρησκευτικός», καὶ ἄλλο ἐκκλησιαστικός. Ὁ θρησκευόμενος μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ μπερδεμένος. Ὁ ἐκκλησιαστικὸς εἶναι ἁπλοῦς· διότι ἁπλὸς εἶναι ὁ Χριστιανισμός.
Τί εἶναι ὁ Χριστιανισμός; Τί εἶναι στὴν οὐσία του, στὴν βάση του; Ποιὰ εἶναι ἡ καρδιά του; Ἡ κλάσις τοῦ ἄρτου. Ποῦ γνωρίζεται ὁ Χριστός; Ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου. Ἔ, αὐτὸ θὰ ἀρκοῦσε! Αὐτὸ ἔκαναν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Ἦσαν δὲ προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς [...] πάντες δὲ οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἶχον ἅπαντα κοινά, καὶ τὰ κτήματα καὶ τὰς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον καὶ διεμέριζον αὐτὰ πᾶσι καθότι ἄν τις χρείαν εἶχε· καθ᾿ ἡμέραν τε προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν ἐν τῷ ἱερῷ, κλῶντές τε κατ᾿ οἶκον ἄρτον, μετελάμβανον τροφῆς ἐν ἀγαλλιάσει καὶ ἀφελότητι καρδίας, αἰνοῦντες τὸν Θεὸν καὶ ἔχοντες χάριν πρὸς ὅλον τὸν λαόν. ὁ δὲ Κύριος προσετίθει τοὺς σῳζομένους καθ᾿ ἡμέραν τῇ ἐκκλησίᾳ (Πράξ. β΄ 42-47).
Τί ἦταν αὐτὸ ποὺ μεγάλωνε τὴν Ἐκκλησία δηλαδή; Ἡ ζωὴ τῶν χριστιανῶν. Ἔβλεπαν οἱ ἄνθρωποι, καὶ μιμοῦνταν· καὶ προσετίθεντο «καθ᾿ ἡμέραν τῇ ἐκκλησίᾳ». Ἔβλεπαν ζωή, ὄχι τύπους, τυπολατρία, θρησκεία ἐν τέλει, θρησκοληψία ἐνίοτε. Αὐτὸ εἶναι ὁ Χριστιανισμός.
Βεβαια, μετὰ τὴν παύση τῶν διωγμῶν (Μ. Κωνσταντῖνος, ἀρχὲς 4ου αἰ.), ὅταν οἱ εἰδωλολάτρες «ἀθρόον» πλέον προσήρχοντο στὴν Ἐκκλησία, παρέστη ἡ ἀνάγκη τὰ εἰσαχθοῦν καὶ στοιχεῖα ποὺ ἀνταποκρίνονταν στὶς συνήθειες τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων.
Τὰ στοιχεῖα αὐτὰ ἔγιναν περιτύλιγμα ἐκείνης τῆς πρώτης ἁπλότητος. Οἱ εἰδωλολάτρες ἦταν μαθημένοι στὶς πομπώδεις λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις. Ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἁπλῆ, ἁπλούστατη. Βέβαια τὰ πάντα πλουτίζονται σὺν τῷ χρόνῳ, ἐδῶ ὅμως ἔγινε μία ἔκρηξη.
Ἡ κλάσις τοῦ ἄρτου τώρα δὲν γίνεται μὲ τόσο λιτὸ καὶ ἄμεσο τρόπο. Κτίζονται ναοί, διαμορφώνεται λατρευτικὸ τυπικό, καταρτίζεται ἡ ἀκολουθία τῆς θείας λειτουργίας. Ὅλα αὐτὰ προσέδωσαν ἕνα χαρακτῆρα θρησκευτικότητος. Εἶναι κακά; θὰ πεῖ κανείς. Ὄχι ἀπαραίτητα. Μέχρις ἑνὸς σημείου δὲ ἦταν ἀναπόφευκτα. Ἡ Ἐκκλησία τὰ προσέλαβε (προσλαμβάνει τὸν κόσμο γενικῶς ἡ Ἐκκλησία, ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς προσέλαβε ὁλάκερη τὴν κτίση) καὶ δημιούργησε μὲ αὐτὰ τὴν δική της πολιτισμικὴ παράδοση, τὸν δικό της πολιτισμὸ (ὑμνογραφία, μουσική, εἰκονογραφία, ἀρχιτεκτονικὴ κ.λπ.).
Νὰ σημειώσουμε ὅμως κάτι πολὺ σημαντικὸ ἐδῶ. Ἡ Ἐκκλησία προσέδωσε καινούργιο νόημα σὲ ὅλα αὐτά· π.χ. στὸ θυμίαμα, στὶς βέρες, στὰ στέφανα τοῦ γάμου, σὲ κάθε στοιχεῖο γενικῶς ποὺ προσέλαβε ἀπὸ τὶς ἄλλες παραδόσεις (ἰουδαϊκὴ κυρίως καὶ εἰδωλολατρική, γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἀναφέραμε). Ἔδωσε σὲ ὅλα νέο περιεχόμενο. Τὰ νοηματοδότησε καινοπρεπῶς. Ὅλα ἔγιναν σύμβολα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ μέσα ἀναγωγικὰ τοῦ πνεύματος. Ἔτσι, ἀπέκτησαν καὶ αὐτὰ μίαν ἀξία, ἔγιναν παράδοση, ὅπως εἴπαμε.
Τὸν ὑπερκόσμιο θησαυρό της ἡ Ἐκκλησία τὸν φύλαξε καὶ σὲ ὀστράκινα σκεύη καὶ σὲ μαργαριταρένια. Ὅταν τὸ ἐπέβαλαν οἱ συνθῆκες, μποροῦσε νὰ ἀλλάξει, καὶ ἄλλαζε, τὴν συσκευασία της, τὸ ἐξωτερικό της περίβλημα. Γέγονε τοῖς πᾶσι τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσῃ (Α΄ Κορ. θ΄ 22). Οἱ φιλόσοφοι, λόγου χάριν, τῆ ἐποχῆς ἐκείνης προσέκοπταν στὴν γλῶσσα τῶν ἱερῶν κειμένων (χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος). Μαθημένοι ἀπὸ τὴν ὑψηλῆς λογοτεχνικῆς πνοῆς γλῶσσα τοῦ Πλάτωνος καὶ τῶν λοιπῶν, δὲν μποροῦσαν νὰ κατανοήσουν πῶς γίνεται μία ἀλήθεια τόσο μεγάλη καὶ ἀπόλυτη, ὅπως παρουσιάζονταν ἡ χριστιανική, νὰ διακηρύσσεται σὲ τόσο δημώδη γλῶσσα· σὰν νὰ λέμε, πῶς γίνεται ἕνα ὑπέροχο κρασὶ νὰ σερβίρεται σὲ τόσο ἁπλᾶ, καθημερινῆς χρήσεως ποτήρια. Ἡ Ἐκκλησία τί ἔκανε τότε; Τὸ σερβίρισε τὸ κρασί της καὶ σὲ κολονάτα ποτήρια! Ἦρθε ἡ ὥρα ποὺ καλλωπίσθηκε καὶ ἐξωτερικὰ δηλαδή, ἔγινε καὶ ἀριστοκράτισσα. Ἦλθαν οἱ μεγάλοι Πατέρες τοῦ 4ου αἰ. (καὶ ὄχι μόνον), ποὺ στὴν μόρφωση δὲν τοὺς ἔφτανε κανείς, καὶ ἔτσι ὁ ἐκκλησιαστικὸς λόγος διαγγέλθηκε καὶ σὲ λόγια γλῶσσα (μέχρι καὶ ποιήματα σὲ ἀττικὴ διάλεκτο ἔγραψε ὁ Θεολόγος Γρηγόριος).
Ἐν κατακλείδι, καὶ γιὰ νὰ κλείνει ἡ παρένθεση, σπουδαῖα ὅλα τὰ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ οἱ τύποι καὶ ἡ οὐσία. Ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ διακρίνουμε τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Καὶ ἂν τοὺς ἐξωτερικοὺς τύπους τοὺς ἔχουμε παραφορτώσει (ποὺ τοὺς ἔχουμε παραφορτώσει), ἂς τοὺς ξαλαφρώσουμε λίγο! Γιατὶ ἀλλιῶς, θὰ μᾶς χαρακτηρίζει ἡ θρησκευτικότης καὶ ὄχι ἡ ἐκκλησιαστικότης, ἡ τυπολατρία καὶ ὄχι ἡ θεοδοξία. Θὰ μένουμε νὰ κοιτᾶμε τὴν σκιὰ καὶ ὄχι τὸ σῶμα (τοῦ Χριστοῦ), ὅπως λέει ὁ Παῦλος στοὺς Κολασσαεῖς (β΄ 17)· τὸ δάχτυλο καὶ ὄχι τὸ φεγγάρι, κατὰ τὸ δὴ λεγόμενον. Τότε δὲν θὰ εἴμαστε ἐκκλησιαστικοί, ἀλλὰ «θρησκευτικοί».
Κλείνει ἡ παρένθεση. Εἴπαμε ὅτι στὸν χριστιανισμὸ ὅλα νοηματοδοτοῦνται καινοπρεπῶς. Αὐτὸ ἔγινε καὶ μὲ τὸ δόγμα, μὲ τὴν σημασία τῆς λέξεως δηλαδή, τὸ νόημά της. Ὁ ὅρος δόγμα ἀπέκτησε καινούργιο νόημα. Διαβάζουμε, γιὰ παράδειγμα, στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὅτι οἱ ἀπόστολοι περιόδευαν τὶς πόλεις καὶ ἐδίδασκαν τοὺς ἀνθρώπους φυλάσσειν τὰ δόγματα τὰ κεκριμένα ὑπὸ τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πρεσβυτέρων τῶν ἐν Ἱερουσαλὴμ (Πράξ. [ις΄16], 4). Δηλαδὴ νὰ φυλάττουν τοὺς ὅρους τῆς πίστεως, ποὺ ἔθεσαν οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι κατὰ τὴν ἀποστολικὴ σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων (49 μ.Χ. περ.). Ὅροι, θυμίζω, ὀνομάσθηκαν καὶ οἱ σχετικὲς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὀνομάσθηκεν ἔτσι, διότι θέτουν ὅρια· ὅρια τὰ ὁποῖα δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ μετακινήσει, οὔτε νὰ ὑπερβεῖ· ἀλλιῶς, πέφτει στὴν αἵρεση, στὴν κακοδοξία (κακὴ δόξα, κακὸ δόγμα). Ἔγιναν τυτόσημες λοιπὸν οἱ λέξεις αὐτές:
Ὅροι = ὅρια = δόγματα.
Κάτι ποὺ θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε ἰδιαιτέρως εἶναι καὶ ἡ διάκριση ἀνάμεσα στοὺς ὅρους δόγμα καὶ δογματισμός.
Γι’ αὐτὸ ὑπάρχει ἀντίσταση, ὅταν θίγεται ἡ ἀλήθεια. Θίγεται ἡ ἴδια ἡ ζωή. Γι’ αὐτὸ τὰ προβατάκια γίνονταν κέρβεροι ― ἐννοῶ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας φυσικὰ (τὸ λέγαμε καὶ προσφάτως)· ἦταν πραεῖς σὰν τὰ ἄκακα καὶ ἡσύχια προβατάκια· ὅμως, ὅταν θίγονταν ἡ ἀλήθεια, γίνονταν κέρβεροι. Πάρετε τὸν Ἀθανάσιο γιὰ παράδειγμα. Σαράντα χρόνια ἐξορία καὶ διωγμοὺς γιὰ ἕνα γιῶτα! νὰ μὴ λέμε ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι ὁμοιούσιος, ἀλλὰ ὁμοούσιος τῷ Πατρί. Ἦταν δογματικός; Ἦταν «κολλημένος», φανατικός; Θὰ χαρακτηρίζαμε ἔτσι ἕναν γιατρὸ ποὺ θὰ ὑποστήριζε μὲ ζέση τὴν ἐπιστήμη του, τὴν ἀλήθεια του δηλαδή, τὴν ἐμπειρία του, τὸ βίωμά του, ἀπέναντι σὲ κάποιον τσαρλατάνο;
Αὐτὸ ἔκαναν καὶ οἱ Πατέρες· καθόσον ὅ,τι εἶναι ἡ ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς γιὰ τὰ θεραπευτήρια καὶ τοὺς θεραπευτές, εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς ποιμένες της ἡ δογματική της διδασκαλία. Χωρὶς γνήσια ἐπιστημονικὴ ἰατρική, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει θεραπεία καὶ ἴαση. Χωρὶς ὀρθὴ δογματικὴ διδασκαλία, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει σωτηρία καὶ θέωση.
Εἶναι ἄλλο οἱ ἰατροί, ἄλλο οἱ κομπογιαννίτες. Ἄλλο οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλο οἱ πάσης φύσεως αἱρετικοί.
Οἱ ἰατροὶ δίνουν φάρμακα. Οἱ Ποιμένες προσφέρουν τὰ δόγματα, τὶς σωτηριώδεις ἀλήθειες τῆς Πίστεώς μας δηλαδή.
Τὰ φάρμακα σώζουν. Τὰ δόγματα σώζουν. Μᾶς προσφέρουν τὴν πνευματικὴ ὑγεία.
Τὰ φάρμακα μᾶς ἀπαλάσσουν ἀπὸ τὴν ἀσθένεια. Τὰ δόγματα μᾶς ἐλευθερώνουν ἀπὸ τὸ ψεῦδος· γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς (Ἰωάν. η΄ 32).
Τὰ δόγματα εἶναι ἡ αἰώνιος ζωὴ
«Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας ᾿Ιησοῦν Χριστὸν» (Ἰωάν. [ιζ΄17], 3).
Ἔχουμε λοιπὸν νὰ κάνουμε μὲ ἀλήθειες ἀποκεκαλυμμένες. Αὐτὸ πιστεύουμε ἐμεῖς. Καί, ξέρετε, σὲ κανέναν δὲν θέλουμε νὰ ἐπιβάλλουμε τὰ «πιστεύω» μας. Ἄρα δὲν ἔχουμε καὶ καμμία σχέση μὲ τὸν δογματισμό. Διότι δογματισμὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀποφθεγματικὴ διατύπωση ἀξιωμάτων, τὸ νὰ ἀποφαίνεται δηλαδὴ κανεὶς μὲ ἀπόλυτο τρόπο γιὰ ζητήματα ποὺ οὔτε αἰτιολογοῦνται οὔτε ἀποδεικνύονται. Δογματισμὸς εἶναι κυρίως ἡ ἀδιαλλαξία, ἡ μισαλλοδοξία, ἡ διάθεση ἐπιβολῆς μὲ κάθε μέσον.
Εἴδατε πόσα προξένησε στὴν ἀνθρωπότητα ὁ ἰδεολογικὸς δογματισμός; Πόσα ὁ θρησκευτικός; ― ἡ χειρότερη μορφὴ δογματισμοῦ.
Καὶ ὁ χριστιανισμός, ὅταν καταντᾶ θρησκεία καὶ ἰδεολογία, στὸν δογματισμὸ καταλήγει.
Δὲν εἶναι ὅμως δογματισμὸς Ἡ ἀκραιφνὴς χριστιανικὴ διδασκαλία δὲν ἔχει καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ τὸν δογματισμό. Πρῶτα πρῶτα μᾶς μαθαίνει νὰ ἀποδεχόμαστε τὰ ὅριά μας, τὰ ὅρια τῆς κτιστότητός μας. Στὸν δογματισμὸ δὲν ὑπάρχουν ὅρια. Ἐκεῖ ἀποφαίνεται κανεὶς καὶ γιὰ ζητήματα ποὺ κινοῦνται πέρα καὶ πάνω ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα γνωστικὰ ὅρια. Νομίζει δηλαδὴ ὅτι ἡ ἀνθρώπινη γνώση μπορεῖ νὰ κατακτήσει τὰ πάντα, καὶ τὴν φύση τῶν κτιστῶν ὄντων καὶ τὸν ἄκτιστο Θεό, πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ βλασφημία, ὕβρη κατὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες.
Ὁ ἀληθινὸς χριστιανός, ὁ ἐκκλησιαστικὸς καὶ ὄχι «θρησκευτικὸς» ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι δογματικός, ἀδιάλλακτος καὶ φανατικός. Δὲν σχετικοποιεῖ φυσικὰ τὴν πίστη του, ὁμολογεῖ τὰ δόγματά της ὡς ὅρια αἰώνια, ἀμετακίνητα, ὅμως δὲν κρατάει ποτὲ στάση δογματική, οὔτε ὕφος τὸ ἀξιωματικόν. Εἶναι σταθερὸς καὶ ἀμετακίνητος, ὅμως πραῢς καὶ εὐπροσήγορος. Δὲν φοβᾶται κάτι. Δὲν νιώθει πὼς ἡ πίστη του κινδυνεύει. Τὴν δική του πίστη αὐτὸς μόνος μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ· οὐδεὶς ἄλλος γι’ αὐτόν! Ἔτσι, πολιτεύεται ἐν εἰρήνῃ, χωρὶς ἀδιαλλαξία, χωρὶς φανατισμό. Δὲν τοῦ ταιριάζουν οἱ φωνασκίες, οἱ κραυγές, ἡ ἀπρέπεια, ἡ ἀσχημοσύνη.
Τί λέει γιὰ τὸν ταπεινὸ Ἰησοῦ ἀπὸ ἐκεῖνα τὸ χρόνια ὁ Ἡσαΐας, καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνει στὸ εὐαγγέλιό του ὁ Ματθαῖος;
«Οὐκ ἐρίσει οὐδὲ κραυγάσει, οὐδὲ ἀκούσει τις ἐν ταῖς πλατείαις τὴν φωνήν αὐτοῦ»!
Ματθ. [ιβ΄12], 19






Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τὰ ἄρθρα δὲν εἶναι πραγματεῖες, ὥστε νὰ ἐξαντλοῦν ἕνα θέμα. Περισσότερο προβληματισμοὺς εἰσάγουν καὶ ἀφορμὲς γιὰ σκέψη καὶ διάλογο. Γι' αὐτὸ καὶ τὰ καλοπροαίρετα σχόλια εἶναι εὐπρόσδεκτα ἐδῶ, μᾶλλον δὲ καὶ ἐπιθυμητά. Εὐπρόσδεκτες ἐπίσης εἶναι καὶ οἱ ἐρωτήσεις. Ὁ δὲ διάλογος ἐνθαρρύνεται ὅλως ἰδιαιτέρως .