Ἦθος τὸ ἐμφυὲς

 π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου


Τὸ παρὸν ἀποτελεῖ περιεχόμενο ὁμιλίας μας, ἡ ὁποία ἔχει ἀναρτηθεῖ στὸ YouTube.
Ἡ ὁμιλία συνοδεύεται ἀπὸ διαφάνειες PowerPoint, ποὺ προβάλλονται στὸ βίντεο.
Μπορεῖτε νὰ τὴν παρακολουθήσετε στὴν παρακάτω διεύθυνση.
➡️ Πατῆστε ἐδῶ γιὰ τὸ βίντεο


Π

αρακολουθήσαμε τὴν περασμένη φορὰ τὴν σημασιολογικὴ διαδρομὴ τοῦ ρήματος δοκῶ καὶ τοῦ ὀνόματος (οὐσιαστικὸ) δόγμα.

Τὸ δοκῶ σημαίνει (κυρίως) «νομίζω, πιστεύω, φρονῶ, ἔχω τὴν γνώμη, ἔχω τὴν πεποίθηση, μοῦ φαίνεται ὀρθὸ» κ.ἄ.

Ἐξ αὐτοῦ, δόγμα εἶναι «ἡ γνώμη, ἡ πεποίθηση, τὸ φρόνημα, ἡ δόξα (ἄποψη)» κ.λπ.

Τὸ δόγμα δὲν εἶναι δογματισμός. Τὸ τονίσαμε αὐτό. Ἂς μὴ συγχέουμε τοὺς δύο ὅρους.

Ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ μακαριστὸς γέρων Αἰμιλιανὸς ὁ Σιμωνοπετρίτης, ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, ἐπειδὴ ἔχει μάθει νὰ ἀρνεῖται κάθε μορφὴ αὐθεντίας, νὰ προβάλλει τὸ θέλημά του, νὰ ἐπιβάλλει τὴν γνώμη του, νὰ λιβανίζει τὴν ἀσυδοσία του, νὰ ὑποστηρίζει τὴν ἐλευθεριότητα καὶ τὴν χειραφέτηση, λέει μὲ καμάρι ὅτι δὲν πιστεύει σὲ δόγματα. Ἁπλούστατα δὲν τὰ καταλαβαίνει. Νομίζει ὅτι εἶναι θεολογικοὶ ὁρισμοί. Δὲν ἔχει θεολογικὲς γνώσεις καὶ ἀνησυχίες καὶ συνδέει στὸ ἀκουσμά της τὴν λέξη δόγμα μὲ τὴν ἐπιβολὴ νόμων ἢ ἔστω μὲ ἀκατανόητες φιλοσοφικὲς δοξασίες καὶ ἀρχές.

Ὅμως τὸ δόγμα δὲν εἶναι νόμος ἐπιβλητικός, ἄπιαστη φιλοσοφία, δὲν εἶναι καταθλιπτικὴ ὑποχρέωση, ἀπειλητικὸς ὅρος γιὰ τὴν ζωή μας. Εἶναι ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως εἴπαμε. 

Ἀλλὰ καὶ κάτι ἀκόμη πολὺ σημαντικὸ σημειώσαμε τὴν περασμένη φορά· ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν εἶναι ἰδεολογικὸ μανιφέστο. Μιὰ τέτοια ἐκδοχὴ (καὶ ἀποδοχὴ) ὁδηγεῖ στὸν δογματισμό. Ἡ ἰδεολογοποίηση τῆς πίστεως συνιστᾶ ἔκπτωσή της.

Συνεχίζοντας, θὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν σχέση τοῦ δόγματος μὲ τὸ ἦθος, ὅπως ὑποσχεθήκαμε ἄλλωστε.

Γιὰ νὰ κατανοήσουμε ὅμως καλύτερα τὴν σχέση αὐτή, θὰ πρέπει νὰ δοῦμε πρῶτα τί εἶναι τὸ ἦθος ― γιὰ τὸ δόγμα μιλήσαμε.

Ἡ λέξη ἦθος-ους (-εος) ἀποτελεῖ ἐκτεταμένο τύπο τῆς λέξεως ἔθος. Προῆλθε δηλαδὴ ἀπὸ τὴν λέξη ἔθος, μὲ ἔκταση τοῦ ἀρχικοῦ της γράμματος (τὸ βραχὺ ε ἔγινε μακρὸν η): ἔθος > ἦθος. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἡ λέξη ἠθική. 

Ἔχουμε λοιπὸν τρεῖς ὁμόρριζες λέξεις σχετικὲς μὲ τὸ θέμα μας:

Ἔθος - Ἦθος - Ἠθική.

Ἂν θέλουμε νὰ προχωρήσουμε στηριζόμενοι σὲ γερὲς βάσεις, θὰ πρέπει νὰ προσεγγίσουμε ὁλόπλευρα αὐτὲς τὶς τρεῖς λέξεις, νὰ γνωρίσουμε  τὸ σημασιολογικό τους περιεχόμενο ἐν πρώτοις.

Ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ ἐκείνη ἐκ τῆς ὁποίας προῆλθαν οἱ ἄλλες δύο, τὴν λέξη ἔθος.

Ἔθος
-ους (-εος) εἶναι ἡ συνήθεια. Αὐτὴ εἶναι ἡ κύρια σημασία τῆς λέξεως, τὴν ὁποία χρησιμοποιοῦμε καὶ μὲ τὴν σημασία τοῦ ἐθίμου, λέξεως συγγενικῆς (ὁμόρριζος). 

Ἔθιμο εἶναι ὁ ἄγραφος νόμος, σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὸν γραπτό· τὸ «ἔγγραφον ἔθος». Ὁ Σουΐδας στὸ λεξικό του λέει «ὅτι τὸ ἔθος οὐκ ἔστιν εὕρεμα ἀνθρώπων, ἀλλὰ βίου καὶ χρόνου»· δὲν εἶναι δηλαδὴ κάτι ποὺ τὸ σκέφτηκαν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὸ νομοθέτησαν, ἀλλὰ κάτι ποὺ προῆλθε ἐκ τοῦ βίου των σὺν τῷ χρόνῳ. 

Συνδέεται λοιπὸν ἄμεσα τὸ ἔθος μὲ τὸν χρόνο — ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἡ σημασία τῆς συνηθείας.

Ἐτυμολογικῶς — καὶ σύμφωνα μὲ τὴν γνώμη τῶν περισσοτέρων — τὸ ἔθος προέρχεται ἐκ τοῦ ρήματος ἔθω «συνηθίζω, ἔχω τὴν συνήθεια»: ἔθω > ἔθος· ὅπως μένω > μένος, σθένω > σθένος.

Ἐκ τοῦ ρήματος ἔθω προέρχεται καὶ τὸ εἴωθα (παρακείμενος μὲ σημασία ἐνεστῶτος), καθὼς καὶ ἡ μετοχὴ εἰωθὼς (-υῖα -ός), ἐκ τῆς ὁποίας καὶ οἱ πανέμορφες γνωστὲς ἐκφράσεις κατὰ τὸ εἰωθὸς κατὰ τὰ εἰωθότα «κατὰ τὸν συνήθη τρόπο, κατὰ τὰ εἰθισμένα».

Πολὺ γνωστὲς ἐπίσης εἶναι καὶ οἱ ὁμόρριζες λέξεις ἐθίζω, ἐθιμοτυπία, ἐθιμοτυπικῶς, ἐθισμός.

Ἀλλὰ καὶ ἡ λέξη ἔθνος ἀπὸ ἐκεῖ προέρχεται· «ἑκάστῳ γὰρ ἔθνει ἴδιον ἔθος ἕπεται» (τὸ κάθε ἔθνος ἔχει τὸ δικό του ἔθος, μὲ ἁπλᾶ λόγια, τὶς δικές του συνήθειες).

Μὲ βάση τὴν λέξη ἔθος ἔχουν σχηματισθεῖ πολλὲς περιφράσεις. Ἰδοὺ μερικές. «Ἐν ἔθει εἶναι» (ἔχει τὴν συνήθειαν)· «ἔθος ἔστι μοι» (μοῦ εἶναι συνήθεια)· «ὁ ἐν ἔθει» (ὁ συνήθης)· «ὡς ἔθος», ἢ «ὡς τὸ ἔθος» (ὅπως εἶναι συνήθεια)· καὶ «ἔθει» (κατ' ἔθος, κατὰ συνήθειαν), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ «φύσει»· κάτι ποὺ θυμίζει τὸ γνωστὸ «φύσει καὶ θέσει» (π.χ. «εἶναι φύσει καὶ θέσει δάσκαλος»· δηλαδὴ ἔχει ἔμφυτο τὸ χάρισμα τοῦ νὰ διδάσκει, ἀλλὰ καὶ ἔχει σπουδάσει τὴν παιδαγωγικὴ ἐπιστήμη).

Ἡ λέξη ἔθος ἀπαντᾶ στὴν Ἁγία Γραφὴ μὲ τὴν σημασία τῆς συνηθείας, τοῦ ἐθίμου. Ἔτσι, γίνεται λόγος γιὰ πάτρια ἢ πατρῷα ἔθη (ἔθιμα τῶν προγόνων) καὶ χρησιμοποιοῦνται ἐκφράσεις ὅπως «ἔθος ἱερατείας», «ἔθος ἑορτῆς», «ἔθος ἐστὶ» κ.ἄ.

Τί νὰ θυμόμαστε ἀπὸ ὅλα αὐτά;

Ἔθος = συνήθεια.

Καὶ πᾶμε τώρα νὰ δοῦμε τὴν λέξη ἦθος, ἡ ὁποία, ὅπως προείπαμε, προέρχεται ἐκ τοῦ ἔθος. Λεπτὴ εἶναι καὶ ἡ σημασιολογικὴ διαφορὰ τῶν δύο λέξεων.

Ἔθος εἶναι ἡ συνήθεια, τὸ ἔθιμο.

Ἦθος
εἶναι ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἠθική του στάση, οἱ τρόποι συμπεριφορᾶς του, ἡ διάθεση, ἡ νοοτροπία, τῆς ὁποίας ὅμως τὴν διαμόρφωση ἐπηρεάζουν καὶ ἐν πολλοῖς καθορίζουν τὰ ἔθη. 

Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ ἦθος σὲ μεγάλο βαθμὸ γεννᾶται ἀπὸ τὸ ἔθος.

Στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία ἡ λέξη ἦθος χρησιμοποιεῖται ὡς οὐσιαστικὸ ἐνῷ ἡ λέξη ἠθική, ὅπως τὴν ἑπομένη φορὰ θὰ δοῦμε, χρησιμοποιεῖται ὡς ἐπίθετο.

Ὅταν τὸ ἦθος λαμβάνεται στὸν πληθυντικὸ ἀριθμὸ (τὰ ἤθη· ἀσυναίρετον ἤθεα) σημαίνει τοὺς τόπους ὅπου συχνάζουν, τρέφονται καὶ κοιμοῦνται τὰ ζῶα, τὸ ἐνδιαίτημά τους δηλαδή, τὸ κατάλυμά τους· μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ κρησφύγετό τους αὐτό, ἡ σπηλιὰ γιὰ τὰ ἄγρια ζῶα (π.χ. τοὺς λέοντες), ἀλλὰ καὶ τὸ ποιμνιοστάσιο, ὁ στάβλος γιὰ τὰ οἰκόσιτα.

Ἀκόμη, ἡ λέξη σημαίνει καὶ τὶς φωλεὲς τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ ἢ τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης. 

Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ δένδρα χρησιμοποιεῖται —  πάντα μὲ τὴν ἴδια σημασία, τοῦ τόπου δηλαδή· ἐν προκειμένῳ τοῦ τόπου στὸν ὁποῖον αὐτὰ φύονται καὶ εὐδοκιμοῦν.

Ἀργότερα, ἡ λέξη χρησιμοποιήθηκε καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων, μὲ τὴν σημασία πάλι τοῦ τόπου διαμονῆς, τῆς οἰκήσεως, τῆς μονίμου ἐγκαταστάσεως (ἐνδιαίτημα, κατοικία, στέκι). Ἔλεγαν «βάρβαρα ἤθη» καὶ ἐννοοῦσαν τὶς χῶρες τῶν βαρβάρων.

Κατόπιν τὸ ἦθος ἀπέκτησε καὶ τὴν σημασία τοῦ ἔθους, τῆς συνηθείας, τοῦ ἐθίμου· λογικό, ἀφοῦ τὶς συνήθειες τὶς ἀποκτᾶ κανεὶς διαμένοντας σὲ ἕνα τόπο, σὲ μία κατοικία.

Εἶχε ἐπίσης ἡ λέξη καὶ τὴν σημασία τοῦ τόπου ἀπὸ τὸν ὁποῖον τακτικῶς ἐφορμᾶται κανείς, ἐκκινεῖ (συνήθης ἀφετηρία). Μὲ τὴν σημασία αὐτὴ χρησιμοποιήθηκε εἰδικώτερα γιὰ τὸν ἥλιο¹.

¹ Ἀναφέρω καὶ τέτοιου εἴδους λεπτομέρειες ἐδῶ, διότι ὅλες οἱ σημασίες μποροῦν νὰ συνεισφέρουν στὴν προσέγγιση τοῦ θέματός μας.

Ὅταν τώρα χρησιμοποιοῦνταν στὸ ἑνικὸ ἀριθμὸ (τὸ ἦθος), ὑποδήλωνε τὴν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ θεῖον, ἀλλὰ καὶ τὸν χαρακτῆρα, τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου — ὁ ὁποῖος  ἐμφαίνεται καὶ στὸν συνήθη τρόπο συμπεριφορᾶς του.

Αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ Ἡράκλειτος ὅταν ἔλεγε ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων (H. Diels, Die Fragmente der Vorsokratiker, Zürich, Berlin 1964, τόμ. 1,177, στ. 119)· τὸ ἦθος δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου ταυτίζεται μὲ τὸ θεῖον (θεία δύναμη) ποὺ κατοικεῖ μέσα του.

Ἐξ ὅλων αὐτῶν συνεκδοχικῶς ἡ λέξη ἀπέκτησε σιγὰ σιγὰ καὶ τὴν σημασία τῶν θεσμίων, τὰ ὁποῖα ἐπικρατοῦν πατροπαραδότως σὲ ἕναν τόπο ὅπου κατοικοῦν πολλοὶ ἄνθρωποι· καθ’ ὅσον ἡ ἐπὶ μακρὸν συνοίκηση διαμορφώνει κοινὲς συνήθειες, ἔθιμα.

Γιὰ τὴν λέξη ἔθιμο μιλήσαμε καὶ παραπάνω. Πρόκειται γιὰ λέξη ποὺ χρησιμοποιεῖται ἐν συνεκφορᾷ καὶ ἐν ἀντιδιαστολῇ πρὸς τοὺς νόμους.

«Τὸ ἔθιμο νικάει τὸν νόμο» λέμε. Γιατί; Διότι πρόκειται γιὰ συνήθειες οἱ ὁποῖες ἔχουν παγιωθεῖ σὲ κάποιον τόπο καὶ θεωροῦνται ἀπὸ ὅλους ὀρθὲς καὶ νόμιμες.

Γνωστὴ καὶ ἡ ἔκφραση «ἤθη καὶ ἔθιμα», δηλαδὴ ἄγραφοι κανόνες, ἄγραφοι νόμοι. Πρόκειται ἀκριβῶς γιὰ τὶς συνήθειες ποὺ διαμορφώνονται καὶ καθιερώνονται ἐκ τῆς συμβιώσεως πολλῶν ἀνθρώπων στὸν ἴδιο τόπο. 

Μέχρι ἐδῶ παρατηροῦμε ὅτι ὅλες οἱ σημασίες τῆς λέξεως ἦθος συνδέονται ἄμεσα μὲ τὴν ἔννοια τοῦ τόπου. Ἡ συμβίωση στὸν ἴδιο τόπο δημιουργεῖ τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα. Εἶναι κοινωνικὸς δηλαδὴ ὁ χαρακτῆρας τοῦ ἤθους. Ἐπίσης, τὸ ἦθος εἶναι κάτι τὸ σταθερὸ καὶ ὁμοιόμορφο, ὄχι κάτι τὸ τυχαῖο καὶ μεταβλητό.

Ὅλα αὐτὰ σὺν τῷ χρόνῳ ἔδωσαν καὶ τὴν ἄλλη σημασία τῆς λέξεως, αὐτὴν τοῦ τρόπου, τοῦ τρόπου ζωῆς, τοῦ πῶς φέρεται δηλαδὴ ἕνα σύνολο ἀνθρώπων ἢ ἕνα ξεχωριστὸ πρόσωπο στὰ ὅρια τοῦ κοινωνικοῦ βίου, πῶς ὁμιλεῖ, πῶς πράττει. 

Στὴν ἑλληνικὴ γραμματεία γίνεται λόγος γιὰ «ἦθος τῆς πόλεως», ἀλλὰ καὶ γιὰ «τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος» (ψυχικὴ διάθεση, ροπή), «ἦθος τῆς γνώμης», «ἦθος τῆς ἀνδρείας».

Ἐπὶ προσώπων χρησιμοποιοῦνται ἐκφράσεις ὅπως «πρᾶος κατὰ τὸ ἤθος, γλυκύς, ἤπιος, ἀσθενής, σοβαρὸς» κ.λπ.

Ἀνάλογα μὲ τὴν ἐξωτερικὴ ὄψη ἐπίσης, τὴν ἔκφραση τοῦ προσώπου ἢ τοῦ βλέμματος, γίνεται λόγος γιὰ «ὀφθαλμῶν ἤθη» ἢ «ἤθος ἱλαρό, ἄγριο (ἀγριεμένο)» κ.λπ. 

Σχεδὸν ταυτίζεται δηλαδὴ σὲ κάποιες περιπτώσεις τὸ ἦθος μὲ τὸ ὕφος.

Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐν γένει ἐμφάνιση χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη, γιὰ τὴν φυσιογνωμία δηλαδή, τὸ παρουσιαστικό: «ὑψηλὸς τῷ ἤθει», «ἔχει συμπαθὲς ἦθος».

Ἡ χρήση τοῦ ἤθους ὡς οὐσιαστικοῦ, τὸ κάνει νὰ δέχεται ἐπιθετικοὺς προσδιορισμοὺς (καὶ εἶναι πολλοὶ αὐτοί)· π.χ. «ἦθος κόσμιο, ἀξιαίπενο, εὐπρεπές, τίμιο»· ἀλλὰ καὶ «ὕπουλο, ὑποβολιμαῖο, πανοῦργο, ἄηθες, μιαρό, ἀγοραῖο»· γίνεται ἐπίσης λόγος γιὰ «βάρβαρα ἦθη», «αἰσχρά», ἀλλὰ καὶ «χρηστά».

Τὸ τελευταῖο μᾶς παραπέμπει στὴν πολὺ γνωστὴ φράση τοῦ Μενάνδρου φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαὶ (Γνῶμαι Μονόστιχοι, 738)· φράση ποὺ χρησιμοποίησε καὶ ὁ ἀπ. Παῦλος, χωρὶς τὴν ἔκθλιψη στὴν λέξη «χρηστά»: «φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαὶ». (Α΄ Κορ. [ιε΄15], 33).

Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ μόνη φορὰ ποὺ χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη ἦθος στὴν Καινὴ Διαθήκη.

Ἡ ἔκφραση «χρηστὰ ἤθη» περιλαμβάνεται καὶ στὴν νομικὴ ὁρολογία (Ἀστ. Κώδ.). Τὸ Ποινικὸ Δίκαιο κάνει λόγο γιὰ «προσβολὴ ἠθῶν» καὶ «βλάβη ἠθῶν». Παλαιότερα ὑπῆρχε (δὲν ξέρω ἂν ὑπάρχει ἀκόμη) ἀστυνομικὸ «Τμῆμα Ἠθῶν».

Ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν ζώων χρησιμοποιεῖται τὸ ἦθος: «τὰ ἤθη τῶν μελισσῶν» π.χ. Ὁ Ἀριστοτέλης ἔλεγε ὅτι οἱ διαφορὲς τῶν ζώων ἀφοροῦν στοὺς βίους καὶ στὰ ἤθη, δηλαδὴ στοὺς χαρακτῆρες — μὲ τὶς λέξεις ἦθος καὶ χαρακτὴρ ἐννοεῖ τὶς ἔμφυτες διαθέσεις.

Πρόκειται γιὰ τὸ λεγόμενο ἐμφυὲς ἦθος, ἦθος δηλαδὴ φυσικό, ἐνστικτώδης διάθεση καὶ ἐνέργεια. Μὲ βάση αὐτὸ μποροῦμε καὶ λέμε, λόγου χάριν, ὅτι ἡ ἀλεποὺ εἶναι πονηρὴ κατὰ τὸ ἦθος. 

Δὲν ταιριάζουν βέβαια στὰ ζῶα οἱ χαρακτηρισμοὶ αὐτοί, πονηρός, ἀγαθός, καλός, κακὸς κ.λπ.· καθότι ὡς ἄλογα ὄντα δὲν εἶναι πλασθέντα κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, δὲν εἶναι πρόσωπα, δὲν ἔχουν ἐλευθερία πνευματική, ἀλλὰ εἶναι ὑποτεταγμένα στὴν φύση τους, στὴν φυσικὴ νομοτέλεια. 

Ἐν τούτοις, χρησιμοποιοῦμε καταχρηστικῶς καὶ γι’ αὐτὰ τέτοιους ἐπιθετικοὺς προσδιορισμούς.

Συνεπῶς, ὅταν λέμε ὅτι ἡ ἀλεποὺ εἶναι κατὰ τὸ ἦθος πονηρή, ἐννοῦμε ὅτι κατὰ τὸ ἐμφυὲς αὐτῆς ἦθος, κατὰ τὴν ἔμφυτη ἰδιοσυστασία της δηλαδὴ ἐνεργεῖ μὲ τρόπο ποὺ παραπέμπει στὴν ἀνθρώπινη πονηρία. 

Ἐμφυὲς ἦθος ὑπάρχει καὶ στὸν ἄνθρωπο. Μόνο ποὺ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ τὸ καλλιεργήσει. Μέχρι ἑνὸς σημείου βέβαια μπορεῖ νὰ καλλιεργηθεῖ καὶ τὸ ἐμφυὲς ἦθος κάποιων ζώων, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ἀνθρώπου πάντα. Σὲ καμμία περίπτωση ὅμως δὲν εἶναι τὸ ἴδιο. Τὸ ζῶο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ τὴν φύση του, ὅπως ὁ ἄνθρωπος. Παρ’ ὅλα αὐτά, ἐπαναλαμβάνω, καὶ γιὰ τὰ ζῶα χρησιμοποιοῦμε τοὺς παραπάνω ἐπιθετικοὺς προσδιορισμούς. Βλέπετε, ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν γῆ, ποὺ εἶναι κάτι τὸ ἄψυχο, ὁ Κύριος χρησιμοποίησε τὸ ἐπίθετο «ἀγαθὴ» (παραβολὴ σπορέως).

Γι' αὐτό, μὴ μᾶς φαίνεται παράξενο ὅτι ὄχι μόνον γιὰ τὰ ζῶα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ἄψυχα, γιὰ τὰ πράγματα, χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη ἦθος. Στὴν ἰατρική, γιὰ παράδειγμα, ὑπάρχει ἡ ἔκφραση «ἦθος τοῦ πυρετοῦ» (φύση, εἶδος).

Καὶ γιὰ τὰ ἔργα τέχνης ἐπίσης: «ἡ γραφὴ του δὲν ἔχει ἦθος»· δὲν εἶναι ἐκφραστικὴ δηλαδὴ καὶ δὲν ἀφήνει κάποια ἠθικὴ ἐντύπωση.

Καὶ γιὰ τὴν ρητορικὴ ὁμοίως. Τὸ ἦθος ἑνὸς ρήτορος τὸ χαρακτήριζαν ἀνάλογα μὲ τὴν (ἠθικὴ) ἐντύπωση ποὺ θὰ ἄφηναν στοὺς ἀκροατὲς οἱ λόγοι του.

Ἐξαιρετικὸ ὅμως ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ χρήση τοῦ ὅρου ἦθος στὴν μουσικὴ — καὶ ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες καὶ ἀπὸ τοὺς βυζαντινούς· δὲν κάνουν λόγο μόνον γιὰ μουσικὸ ὕφος, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἦθος.

Τί εἶναι τὸ μουσικὸ ἦθος; Εἶναι ἡ θυμικὴ διάθεση ποὺ ἐμπεριέχεται στὸ ᾆσμα, ἡ αἰσθητικὴ ὑφὴ τοῦ μουσικοῦ ἔργου, ὁ ἰδιάζων αἰσθητικὸς χαρακτῆρας μιᾶς κλίμακος, ἀλλὰ καὶ ἑνὸς μουσικοῦ ὀργάνου. Ἔτσι, γίνεται λόγος γιὰ «ἦθος ἁρμονίας», «ἦθος αὐλοῦ» κ.λπ. 

Μὲ τὴν ἔκφραση «ἦθος τῆς μελωδίας» ἐννοεῖται ἡ διάθεση ποὺ ἐκφράζει τὸ μέλος καὶ τὴν ὁποία ζητεῖ νὰ μεταδώσει στοὺς ἀκροατές. Οἱ μελωδίες ἐκφράζουν ποικίλες ψυχικὲς διαθέσεις, ἐναρμονισμένες μάλιστα καὶ μὲ τὰ νοήματα τοῦ στίχου· γι’ αὐτὸ καὶ διεγείρουν ποικίλα συναισθήματα, καὶ καλλιεργοῦν ἀνάλογο ἦθος στὴν ψυχή.

Δύο μέλη λοιπὸν μποροῦν νὰ διαφέρουν μεταξύ τους καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα, ἀλλὰ καὶ στὸ ἦθος.

Τρία εἶναι αὐτὰ τὰ ἤθη. Τὰ διακρίνουμε καὶ στὰ μέλη τῶν βυζαντινῶν καὶ σὲ ἐκεῖνα τῶν ἀρχαίων· καὶ στοὺς «ἤχους» τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς δηλαδὴ καὶ στοὺς «τρόπους» τῆς ἀρχαιοελληνικῆς.

Διασταλτικὸν ὀνομάζεται τὸ πρῶτο (ἐκ τοῦ διαστέλλω = τεντώνω, μεγαλώνω ἢ ἐξαίρω κάτι). Εἶναι τὸ ἦθος ποὺ ἐκφράζει κάθε τι μέγα, ὑψηλό, ἄξιο θαυμασμοῦ καὶ ἐξάρσεως. Ἐμπνέει ἐνθουσιασμὸ καὶ φρόνημα γενναιότητος.

Συσταλτικὸν χαρακτηρίζεται τὸ δεύτερο (ἐκ τοῦ συστέλλω = μαζεύω, περιορίζω). Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διασταλτικόν, ἐκφράζει συναισθήματα πένθους, μετανοίας, ταπεινώσεως, οἴκτου, ἀγάπης κ.λπ. Ἐμπνέει γενικῶς τὴν συστολή.

Ἡσυχαστικὸν εἶναι τὸ τρίτο, καὶ κεῖται μεταξὺ τῶν ἄλλων δύο. Ἐκφράζει συναισθήματα γαλήνης καὶ εἰρήνης· ἐμπνέει δηλαδὴ ἠρεμία στὴν ψυχή.

Μελωδίες μὲ ἦθος διασταλτικὸν ταιριάζουν στοὺς ὕμνους ἐκείνους διὰ τῶν ὁποίων ἀναπέμπεται δοξολογία πρὸς τὸν ἅγιο Θεό, ἐκφράζεται εὐγνωμοσύνη γιὰ τὶς εὐεργεσίες καὶ δωρεές του, ἐξαιρέτως δὲ γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασή του· ἀλλὰ καὶ στοὺς ὕμνους ἐκείνους ποὺ ἐξυμνοῦν τὰ τῆς πίστεως κατορθώματα, τοὺς ἄθλους τῶν ἁγίων. Οἱ ὕμνοι αὐτοὶ ἔχουν πανηγυρικὸ χαρακτῆρα καὶ ἀναπτερώνουν τὸ φρόνημα.

Στὸ συσταλτικὸν ἦθος ἀνήκουν κατὰ τὸ πλεῖστον ὕμνοι μετανοίας καὶ ἐπικλήσεως τοῦ θείου ἐλέους, καθὼς καὶ διδασκαλίες ποὺ καταστέλλουν κάθε ἔπαρση καὶ ὑποδεικνύουν τὴν ἀγάπη, τὴν μακροθυμία, τὴν ὑπομονὴ κ.λπ.

Τέλος, στὸ ἡσυχαστικὸν ἦθος ὑπάγονται συνήθως οἱ διδακτικοὶ ὕμνοι. Αὐτοὶ περιέχουν συμβουλὲς καὶ ἐνθάρρυνση πρὸς τὸν βίο τῆς ἀρετῆς, προβάλλουν τὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ παραδείγματα τῶν ἁγίων².

² Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Δημητρίου Γ. Παναγιωτοπούλου Θεωρία καὶ πρᾶξις τῆς βυζαντινῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, ἔκδ. «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀθῆναι 1997, σελ. 180.

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸ βιβλίο τῆς Παρακλητικῆς ὑπάρχουν στίχοι ἀφιερωμένοι στοὺς ὀκτὼ ἤχους — γιὰ ἕνα ἕκαστον στὸ τέλος τῆς οἰκείας περιόδου. Αὐτοὶ ἐκφράζουν σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ τὸ ἦθος τοῦ ἤχου. Νά, γιὰ παράδειγμα, πῶς χαρακτηρίζει ἕνα τέτοιος στίχος τὸν τρίτο ἦχο: «Ἄκομψος, ἁπλοῦς, ἀνδρικὸς πάνυ».

Πᾶμε ὅμως νὰ προσεγγίσουμέ κάπως βαθύτερα τὴν ἔννοια τοῦ ἤθους.

Θυμόσαστε ἐκεῖνο τὸ περὶ ἐμφυοῦς ἤθους, ποὺ ἀναφέραμε παραπάνω. Τί εἶναι αὐτό; Εἶναι ἡ ἐγκατεσπαρμένη μέσα μας γνώση περὶ τῆς θείας προνοίας, ὅπως θὰ μᾶς ἔλεγε καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. «Τεκμήριον οὐ μικρὸν» αὐτοῦ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι στὶς πολὺ δύσκολες στιγμές, ἰδιαίτερα σὲ ἄκρως ἐπικίνδυνες καταστάσεις «ἀπροαιρέτως, πρίν τινα καὶ σκέψασθαι, τὸν Θεὸν ἐπιβοώμεθα»· ἐπικαλούμεθα δηλαδὴ τὸν Θεό, πρὶν καλὰ καλὰ προλάβουμε κάτι νὰ σκεφτοῦμε. Τυχαῖο ἐπίσης δὲν εἶναι τὸ ὅτι ὅλοι ἐπιδοκιμάζουμε καὶ ἐκτιμοῦμε τὴν ἀγάπη, τὴν δικαιοσύνη, τὴν τιμιότητα, τὸ σεβασμὸ πρὸς τὴν ζωή, τὴν ἀληθῆ μαρτυρία κ.λπ. Ἀλλὰ καὶ ὅλοι ἔχουμε τὸ αἴσθημα τῆς ντροπῆς, καταδικάζουμε τὸ ψεῦδος, τὴν βία, τὴν παιδεραστία, ἂν θέλετε, τὴν αἱμομιξία καὶ τὰ ὅμοια (βλ. ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ Ἀποριῶν, PG 91, 1192C).

Εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁ σοφὸς Ἡράκλειτος ἐκφράζει μὲ τὴν ρήση του ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων. Δαίμων ἐδῶ δὲν εἶναι ὁ σκοτεινὸς ἄγγελος, τὸ δαιμονικὸ πνεῦμα, τὸ πνεῦμα τοῦ κακοῦ· εἶναι ἐκεῖνο ποὺ χαράσσει μέσα μας ἡ θεία δύναμις· τὸ ἀποτύπωμα τοῦ Θεοῦ, ἄλλως εἰπεῖν.

Κάποιοι, ἑρμηνεύοντας μὲ εἰδωλολατρικὰ κριτήρια τὸ ἀπόφθεγμα αὐτὸ τοῦ Ἡρακλείτου, θεωροῦν πὼς ἦθος καὶ δαίμων εἶναι ἐδῶ ἡ μοῖρα ἢ ἡ τύχη ἢ κάποια δύναμη ποὺ ὁρίζει τὸν ἄνθρωπο. Ὄχι! 

Εἶναι ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἀποτύπωμα τοῦ Θεοῦ μέσα μας, τὸ πῶς ἔφτιαξε ὁ Θεὸς τὸν καθένα μας, τὸ «σασί», ἂν θέλετε, τοῦ καθενός μας. 

Δὲν γεννιόμαστε ὅλοι μὲ τὸν ἴδιο χαρακτῆρα. Ἄλλος εἶναι ἐξωστρεφής, γιὰ παράδειγμα, ἄλλος ἐσωστρεφής· ἄλλος ἤπιος ἀπὸ τὴν φύση του, ἄλλος πιὸ δυναμικὸς κ.ο.κ.

Αὐτὴν τὴν ἀλήθεια θὰ πρέπει ἐξαρκούντως καὶ διὰ παντὸς νὰ ἔχουμε κατὰ νοῦν· οἱ γονεῖς κυρίως καὶ οἱ πάσης φύσεως διδάσκαλοι. 

Τὸν χαρακτῆρα τοῦ παιδιοῦ δὲν τὸν πειράζουμε! 

Τὸν σεβόμαστε. Πάνω σ’ αὐτὸν θὰ κτίσουμε τὴν προσωπικότητά του. Δὲν μπορεῖς νὰ κτίσεις σὲ ἀλλότριο θεμέλιο. Ὁ Θεὸς ἔχει βάλει τὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο.

Τὸ σασὶ τὸ πειράζουμε; 

Ποτέ! Μπορεῖ νὰ ἀλλάξουμε καθίσματα, ταπετσαρία, ζάντες, λάστιχα καὶ ὅ,τι ἄλλο στὸ αὐτοκίνητό μας, ὄχι ὅμως τὸ σασί· διότι τότε ἁπλὰ θὰ ἔχουμε ἄλλο αὐτοκίνητο. Εἶναι δομικὸ στοιχεῖο τοῦ ὀχήματος τὸ σασί, ἡ ταυτότητά του· γι' αὐτὸ μάλιστα φέρει καὶ τὸν ἀριθμὸ πλαισίου (VIN). Ὁποιαδήποτε παρέμβαση μπορεῖ νὰ ἐπιφέρει νομικὲς κυρώσεις.

Κρατῆστε αὐτὸ τὸ παράδειγμα, γιὰ νὰ δεῖτε πόσο ἐγκληματικὸ εἶναι νὰ λέει μιὰ δασκάλα (συγχωρέστε μου τὴν ἔκφραση) «κοιμήσι» ἕνα παιδάκι ποὺ ἔχει ἀπὸ τὴν φύση του (ἐκ χαρακτῆρος δηλαδὴ) μία ἐσωστρέφεια. Αὐτὸ τὸ παιδάκι μπορεῖ αὔριο μεθαύριο νὰ γίνει καλλιτέχνης, ἕνα ποιητὴς μὲ εὐαισθησία. Μὴ τοῦ ραγίζεις τὴν ψυχή!

Οὔτε μπορεῖς νὰ λὲς «ἀνάποδο» ἕνα παιδάκι ζωηρό, ποὺ τὸ χαρακτηρίζει ἡ ἐξωστρέφεια. Αὐτὸ μπορεῖ αὔριο μεθαύριο νὰ γίνει ἕνας στρατηγός, ἕνας δημοσιογράφος, ἕνας ἄνθρωπος δραστήριος ἐν πάσῃ περιπτώσει.

Τὸν χαρακτῆρα τοῦ Θεοῦ μέσα μας δὲν τὸν πειράζουμε. Πάνω του μποροῦμε νὰ χαράξουμε καινούργια δεδομένα, ὅμως τὸ ὑπόβαθρο τὸ φυλᾶμε ἀκέραιο — μὲ μεγάλη εὐλάβεια!

Δύο λοιπὸν εἶναι οἱ χαρακτῆρες· ἤ, γιὰ νὰ τὸ πῶ καλύτερα, ὁ ὅρος «χαρακτὴρ» ἔχει διττὴ σημασία. Δηλώνει καὶ αὐτὰ ποὺ χαράσσουμε ἐμεῖς καὶ ἐκεῖνα ποὺ ἔχει χαράξει στὴν φύση μας ἐξ ἀρχῆς ὁ ἴδιος ὁ Θεός, τὰ ὁποῖα καὶ μᾶς (στὴν κυριολεξία) χαρακτηρίζουν. 

Αὐτὰ ποὺ χάραξε ὁ Θεὸς συνιστοῦν τὸ ἐμφυὲς ἦθος, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁμιλοῦμε. Πάνω ἐκεῖ μποροῦμε νὰ κτίσουμε. Τί; Τὴν προσωπικότητά μας. 

Πιὸ πολὺ μοῦ ἀρέσει ὁ ὅρος προσωπικότης, ὅταν ἀναφερόμαστε στὰ καθ’ ἡμᾶς, παρὰ ὁ ὅρος χαρακτήρ, ποὺ προτιμῶ νὰ ἀναφέρεται εἰς τὰ κατὰ Θεόν. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ χρησιμοποιοῦμε τὸν ὅρο χαρακτὴρ καὶ γιὰ τὸ οἰκοδόμημα τῆς προσωπικότητός μας, γιὰ ἐκεῖνα δηλαδὴ ποὺ ἐμεῖς χαράσσουμε πάνω μας.

Ὁ γνωστὸς Ἄγγλος φιλόσοφος John Locke (1632–1704) ἔλεγε ὅτι χαράσσουμε πάνω σὲ tabula rasa (ἄγραφος πίνακας). Ἔτσι, ἔλεγε, εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν αὐτὸς γεννιέται. Ἡ γνώση ἔρχεται μέσῳ τῶν αἰσθήσεων καὶ τῆς ἐμπειρίας, σὰν νὰ γράφεις πάνω σὲ λευκὸ χαρτὶ (white paper εἶναι ἡ ἔκφραση ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ἴδιος στὸ ἔργο του, ὄχι ἡ λατινικὴ tabula rasa· αὐτὴ προῆλθε ἀπὸ μετέπειτα σχολιαστές)³.

³  ἰδέα εἶναι βασισμένη στὸ χωρίο τοῦ Ἀριστοτέλους «ὥσπερ ἐν γραμματείῳ ᾧ μηθὲν ἐνυπάρχει ἐντελεχείᾳ γεγραμμένον» (Περὶ ψυχῆς, Γ΄ 4, 430a)· γραμματεῖον εἶναι τὸ πινάκιον (πινακίδιον).

Ὁ καθένας μας λοιπὸν (ἂν δεχθοῦμε, γιὰ τὴν οἰκονομία τῆς συζητήσεώς μας, αὐτὴν τὴν ἄποψη) γράφει πάνω στὸ λευκὸ αὐτὸ χαρτὶ (ψυχὴ) τὰ δικά του βιώματα, τὶς δικές τους σκέψεις, ἐπιθυμίες, συναισθήματα, ἰδέες.

Δὲν εἶναι ὅμως γιὰ τὸν καθένα μας φτιαγμένο ἀπὸ τὸ ἴδιο ὑλικὸ τὸ χαρτὶ αὐτό. Ἀπὸ ἄλλο ὑλικὸ τὸ δικό μου, ἀπὸ ἄλλο τὸ δικό σου. Ἀπὸ ξύλο τὸ ἕνα, ἀπὸ βαμβάκι πιθανῶς τὸ ἄλλο κ.ο.κ. Διαφέρουμε ὡς χαρακτῆρες. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔφτιαξε καὶ ὅμοιους καὶ διαφορετικούς.

tabula rasa λοιπόν, τὸ ἐμφυὲς ἦθος,δαίμων τοῦ Ἡρακλείτου, εἶναι ὁ χαρακτὴρ τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Ὅ,τι γράφεται ἐκεῖ πάνω, εἶναι πλέον ἡ ὑπόσταση τοῦ δικοῦ μας χαρακτῆρος.

Διότι ὑπάρχει χαρακτὴρ τοῦ Θεοῦ καὶ χαρακτὴρ δικός μας. Καὶ ἐκ τῆς συνθέσεως αὐτῶν μορφοῦται τὸ ἦθος τοῦ καθενός μας. Νὰ τὸ διατυπώσω ἀλλιῶς: αὐτοὶ οἱ δύο χαρακτῆρες συνθέτουν τὸ ἦθος μας.

Ὅταν λέω «χαρακτὴρ τοῦ Θεοῦ», ἐννοῶ αὐτὸ ποὺ χάραξε ὁ Θεὸς μέσα μας. Ἐννοῶ δηλαδὴ τὸν δικό μας χαρακτῆρα, ἀλλὰ ὡς ἀποτύπωμα τῆς θείας δυνάμεως. Ἄλλωστε, εἴμαστε χαρακτῆρες τῆς ὑποστάσεως τοῦ Θεοῦ, ὡς κατ' εἰκόνα αὐτοῦ πλασθέντες. Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς εἶναι «χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ» (Ἑβρ. α΄ 3), εἴμαστε καὶ ἐμεῖς· μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι ἐκεῖνος εἶναι φυσικὴ εἰκὼν τοῦ Πατρός, ἐνῷ ἐμεῖς τεχνητὲς εἰκόνες· εἰκόνες εἰκόνος (τοῦ Χριστοῦ δηλαδή).

Εἶναι λοιπὸν τὸ ἦθος πολυσήμαντο, ἀλλὰ καὶ πολυσύνθετο γνώρισμα. Ἐμπλέκεται στὴν δημιουργία του τὸ ἀποτύπωμα τοῦ Θεοῦ μέσα μας, τὸ κοινωνικὸ καὶ πολιτισμικό μας περιβάλλον, ἡ παιδεία ποὺ ὁ καθένας μας λαμβάνει, ἀπρόβλεπτοι καὶ ἀμέτρητοι ἀστάθμητοι παράγοντες· καί, τέλος, αὐτὰ ποὺ οἱ ἴδιοι ἐκ προαιρέσεως χαράσσουμε, καθότι εἴμαστε πρόσωπα καὶ ἔχουμε τὴν δυνατότητα νὰ ὑπερβοῦμε τὴν φυσικὴ τάξη. 

Ὅταν λέω «φυσικὴ τάξη», ἐννοῶ καὶ τὰ κοινωνικὰ πρότυπα, τὶς συνήθειες τῆς κοινότητος στὴν ὁποία ζοῦμε. 

Ἡ «κοινὴ γνώμη» διαμορφώνει ἐν πολλοῖς τὸ ἦθος μας. «Ὅλοι αὐτὸ κάνουν» λέμε συνήθως· ἢ «αὐτὸ δὲν τὸ κάνει κανείς». 

Ὅμως καὶ αὐτὴν τὴν συνθήκη μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ ὁ ἄνθρωπος. Μπορεῖ, ἂν θέλει, νὰ ἀγνοήσει τὴν κοινὴ γνώμη, γιὰ διαφόρους λόγους, καὶ ἀπὸ ποικίλες ἀφετηρίες ὁρμώμενος.

Ὅλοι οἱ παραπάνω παράγοντες συντελοῦν εἰς τὸ εἶναι ἀμέτρητα τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων. Πόσα; Ὅσα καὶ οἱ ἄνθρωποι. Ὁ καθένας ἔχει τὸ δικό του ἦθος, μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο· τὸ ὁποῖο μάλιστα δὲν εἶναι σταθερό, δὲν εἶναι κάθε στιγμὴ τὸ ἴδιο· ἀλλάζουμε συμπεριφορὰ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ μάλιστα κάποιες φορές.

Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι μετρήσιμο μέγεθος τὸ ἀνθρώπινο ἦθος. Τὸ τοῦ ζώου μπορεῖ, καθότι καὶ προβλέψιμο. Τὸ τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι!

Εἶναι ἀπρόβλεπτος ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι εὐμετάβολος ὕπαρξις καὶ πολὺ γρήγορα ἀλλάζει συμπεριφορά, προκειμένου νὰ προσαρμοσθεῖ στὶς περιστάσεις καὶ τὶς ἀνάγκες τῆς στιγμῆς. 

Δεῖτε μὲ τί ὄμορφα λόγια τὸ λέει αὐτὸ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς στὸ Περὶ Ἀποριῶν (PG 91, 1193A).

«Ἀγχίστροφον γὰρ τοῦτο τὸ ζῶον ὁ ἄνθρωπος, ὀξέως τοῖς καιροῖς καὶ ταῖς χρείαις συμμεταβαλλόμενον».

(Συνεχίζεται)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ἕνας ὀφειλόμενος ἐπίλογος

Προσοχὴ στὰ ΑΜΗΝ τοῦ Facebook!

Δόγμα καὶ δογματισμὸς