Ἦθος τὸ ἐμφυὲς
π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου
Ἡ ὁμιλία συνοδεύεται ἀπὸ διαφάνειες PowerPoint, ποὺ προβάλλονται στὸ βίντεο.
Μπορεῖτε νὰ τὴν παρακολουθήσετε στὴν παρακάτω διεύθυνση.
➡️ Πατῆστε ἐδῶ γιὰ τὸ βίντεο
Π
αρακολουθήσαμε τὴν περασμένη φορὰ τὴν σημασιολογικὴ διαδρομὴ τοῦ ρήματος δοκῶ καὶ τοῦ ὀνόματος (οὐσιαστικὸ) δόγμα.
Τὸ δοκῶ σημαίνει (κυρίως) «νομίζω, πιστεύω, φρονῶ, ἔχω τὴν γνώμη, ἔχω τὴν πεποίθηση, μοῦ φαίνεται ὀρθὸ» κ.ἄ.
Τὸ δόγμα δὲν εἶναι δογματισμός. Τὸ τονίσαμε αὐτό. Ἂς μὴ συγχέουμε τοὺς δύο ὅρους.
Ὅμως τὸ δόγμα δὲν εἶναι νόμος ἐπιβλητικός, ἄπιαστη φιλοσοφία, δὲν εἶναι καταθλιπτικὴ ὑποχρέωση, ἀπειλητικὸς ὅρος γιὰ τὴν ζωή μας. Εἶναι ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως εἴπαμε.
Συνεχίζοντας, θὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν σχέση τοῦ δόγματος μὲ τὸ ἦθος, ὅπως ὑποσχεθήκαμε ἄλλωστε.
Ἡ λέξη ἦθος-ους (-εος) ἀποτελεῖ ἐκτεταμένο τύπο τῆς λέξεως ἔθος. Προῆλθε δηλαδὴ ἀπὸ τὴν λέξη ἔθος, μὲ ἔκταση τοῦ ἀρχικοῦ της γράμματος (τὸ βραχὺ ε ἔγινε μακρὸν η): ἔθος > ἦθος. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἡ λέξη ἠθική.
Ἔθος - Ἦθος - Ἠθική.
Ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ ἐκείνη ἐκ τῆς ὁποίας προῆλθαν οἱ ἄλλες δύο, τὴν λέξη ἔθος.
Ἔθιμο εἶναι ὁ ἄγραφος νόμος, σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὸν γραπτό· τὸ «ἔγγραφον ἔθος». Ὁ Σουΐδας στὸ λεξικό του λέει «ὅτι τὸ ἔθος οὐκ ἔστιν εὕρεμα ἀνθρώπων, ἀλλὰ βίου καὶ χρόνου»· δὲν εἶναι δηλαδὴ κάτι ποὺ τὸ σκέφτηκαν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὸ νομοθέτησαν, ἀλλὰ κάτι ποὺ προῆλθε ἐκ τοῦ βίου των σὺν τῷ χρόνῳ.
Ἐτυμολογικῶς — καὶ σύμφωνα μὲ τὴν γνώμη τῶν περισσοτέρων — τὸ ἔθος προέρχεται ἐκ τοῦ ρήματος ἔθω «συνηθίζω, ἔχω τὴν συνήθεια»: ἔθω > ἔθος· ὅπως μένω > μένος, σθένω > σθένος.
Πολὺ γνωστὲς ἐπίσης εἶναι καὶ οἱ ὁμόρριζες λέξεις ἐθίζω, ἐθιμοτυπία, ἐθιμοτυπικῶς, ἐθισμός.
Μὲ βάση τὴν λέξη ἔθος ἔχουν σχηματισθεῖ πολλὲς περιφράσεις. Ἰδοὺ μερικές. «Ἐν ἔθει εἶναι» (ἔχει τὴν συνήθειαν)· «ἔθος ἔστι μοι» (μοῦ εἶναι συνήθεια)· «ὁ ἐν ἔθει» (ὁ συνήθης)· «ὡς ἔθος», ἢ «ὡς τὸ ἔθος» (ὅπως εἶναι συνήθεια)· καὶ «ἔθει» (κατ' ἔθος, κατὰ συνήθειαν), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ «φύσει»· κάτι ποὺ θυμίζει τὸ γνωστὸ «φύσει καὶ θέσει» (π.χ. «εἶναι φύσει καὶ θέσει δάσκαλος»· δηλαδὴ ἔχει ἔμφυτο τὸ χάρισμα τοῦ νὰ διδάσκει, ἀλλὰ καὶ ἔχει σπουδάσει τὴν παιδαγωγικὴ ἐπιστήμη).
Τί νὰ θυμόμαστε ἀπὸ ὅλα αὐτά;
Καὶ πᾶμε τώρα νὰ δοῦμε τὴν λέξη ἦθος, ἡ ὁποία, ὅπως προείπαμε, προέρχεται ἐκ τοῦ ἔθος. Λεπτὴ εἶναι καὶ ἡ σημασιολογικὴ διαφορὰ τῶν δύο λέξεων.
Ἔθος εἶναι ἡ συνήθεια, τὸ ἔθιμο.
Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ ἦθος σὲ μεγάλο βαθμὸ γεννᾶται ἀπὸ τὸ ἔθος.
Ὅταν τὸ ἦθος λαμβάνεται στὸν πληθυντικὸ ἀριθμὸ (τὰ ἤθη· ἀσυναίρετον ἤθεα) σημαίνει τοὺς τόπους ὅπου συχνάζουν, τρέφονται καὶ κοιμοῦνται τὰ ζῶα, τὸ ἐνδιαίτημά τους δηλαδή, τὸ κατάλυμά τους· μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ κρησφύγετό τους αὐτό, ἡ σπηλιὰ γιὰ τὰ ἄγρια ζῶα (π.χ. τοὺς λέοντες), ἀλλὰ καὶ τὸ ποιμνιοστάσιο, ὁ στάβλος γιὰ τὰ οἰκόσιτα.
Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ δένδρα χρησιμοποιεῖται — πάντα μὲ τὴν ἴδια σημασία, τοῦ τόπου δηλαδή· ἐν προκειμένῳ τοῦ τόπου στὸν ὁποῖον αὐτὰ φύονται καὶ εὐδοκιμοῦν.
Κατόπιν τὸ ἦθος ἀπέκτησε καὶ τὴν σημασία τοῦ ἔθους, τῆς συνηθείας, τοῦ ἐθίμου· λογικό, ἀφοῦ τὶς συνήθειες τὶς ἀποκτᾶ κανεὶς διαμένοντας σὲ ἕνα τόπο, σὲ μία κατοικία.
¹ Ἀναφέρω καὶ τέτοιου εἴδους λεπτομέρειες ἐδῶ, διότι ὅλες οἱ σημασίες μποροῦν νὰ συνεισφέρουν στὴν προσέγγιση τοῦ θέματός μας.
Ὅταν τώρα χρησιμοποιοῦνταν στὸ ἑνικὸ ἀριθμὸ (τὸ ἦθος), ὑποδήλωνε τὴν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ θεῖον, ἀλλὰ καὶ τὸν χαρακτῆρα, τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου — ὁ ὁποῖος ἐμφαίνεται καὶ στὸν συνήθη τρόπο συμπεριφορᾶς του.
Ἐξ ὅλων αὐτῶν συνεκδοχικῶς ἡ λέξη ἀπέκτησε σιγὰ σιγὰ καὶ τὴν σημασία τῶν θεσμίων, τὰ ὁποῖα ἐπικρατοῦν πατροπαραδότως σὲ ἕναν τόπο ὅπου κατοικοῦν πολλοὶ ἄνθρωποι· καθ’ ὅσον ἡ ἐπὶ μακρὸν συνοίκηση διαμορφώνει κοινὲς συνήθειες, ἔθιμα.
Γιὰ τὴν λέξη ἔθιμο μιλήσαμε καὶ παραπάνω. Πρόκειται γιὰ λέξη ποὺ χρησιμοποιεῖται ἐν συνεκφορᾷ καὶ ἐν ἀντιδιαστολῇ πρὸς τοὺς νόμους.
Μέχρι ἐδῶ παρατηροῦμε ὅτι ὅλες οἱ σημασίες τῆς λέξεως ἦθος συνδέονται ἄμεσα μὲ τὴν ἔννοια τοῦ τόπου. Ἡ συμβίωση στὸν ἴδιο τόπο δημιουργεῖ τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα. Εἶναι κοινωνικὸς δηλαδὴ ὁ χαρακτῆρας τοῦ ἤθους. Ἐπίσης, τὸ ἦθος εἶναι κάτι τὸ σταθερὸ καὶ ὁμοιόμορφο, ὄχι κάτι τὸ τυχαῖο καὶ μεταβλητό.
Στὴν ἑλληνικὴ γραμματεία γίνεται λόγος γιὰ «ἦθος τῆς πόλεως», ἀλλὰ καὶ γιὰ «τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος» (ψυχικὴ διάθεση, ροπή), «ἦθος τῆς γνώμης», «ἦθος τῆς ἀνδρείας».
Ἀνάλογα μὲ τὴν ἐξωτερικὴ ὄψη ἐπίσης, τὴν ἔκφραση τοῦ προσώπου ἢ τοῦ βλέμματος, γίνεται λόγος γιὰ «ὀφθαλμῶν ἤθη» ἢ «ἤθος ἱλαρό, ἄγριο (ἀγριεμένο)» κ.λπ.
Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐν γένει ἐμφάνιση χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη, γιὰ τὴν φυσιογνωμία δηλαδή, τὸ παρουσιαστικό: «ὑψηλὸς τῷ ἤθει», «ἔχει συμπαθὲς ἦθος».
Τὸ τελευταῖο μᾶς παραπέμπει στὴν πολὺ γνωστὴ φράση τοῦ Μενάνδρου φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαὶ (Γνῶμαι Μονόστιχοι, 738)· φράση ποὺ χρησιμοποίησε καὶ ὁ ἀπ. Παῦλος, χωρὶς τὴν ἔκθλιψη στὴν λέξη «χρηστά»: «φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαὶ». (Α΄ Κορ. [ιε΄15], 33).
Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ μόνη φορὰ ποὺ χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη ἦθος στὴν Καινὴ Διαθήκη.
Ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν ζώων χρησιμοποιεῖται τὸ ἦθος: «τὰ ἤθη τῶν μελισσῶν» π.χ. Ὁ Ἀριστοτέλης ἔλεγε ὅτι οἱ διαφορὲς τῶν ζώων ἀφοροῦν στοὺς βίους καὶ στὰ ἤθη, δηλαδὴ στοὺς χαρακτῆρες — μὲ τὶς λέξεις ἦθος καὶ χαρακτὴρ ἐννοεῖ τὶς ἔμφυτες διαθέσεις.
Δὲν ταιριάζουν βέβαια στὰ ζῶα οἱ χαρακτηρισμοὶ αὐτοί, πονηρός, ἀγαθός, καλός, κακὸς κ.λπ.· καθότι ὡς ἄλογα ὄντα δὲν εἶναι πλασθέντα κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, δὲν εἶναι πρόσωπα, δὲν ἔχουν ἐλευθερία πνευματική, ἀλλὰ εἶναι ὑποτεταγμένα στὴν φύση τους, στὴν φυσικὴ νομοτέλεια.
Συνεπῶς, ὅταν λέμε ὅτι ἡ ἀλεποὺ εἶναι κατὰ τὸ ἦθος πονηρή, ἐννοῦμε ὅτι κατὰ τὸ ἐμφυὲς αὐτῆς ἦθος, κατὰ τὴν ἔμφυτη ἰδιοσυστασία της δηλαδὴ ἐνεργεῖ μὲ τρόπο ποὺ παραπέμπει στὴν ἀνθρώπινη πονηρία.
Γι' αὐτό, μὴ μᾶς φαίνεται παράξενο ὅτι ὄχι μόνον γιὰ τὰ ζῶα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ἄψυχα, γιὰ τὰ πράγματα, χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη ἦθος. Στὴν ἰατρική, γιὰ παράδειγμα, ὑπάρχει ἡ ἔκφραση «ἦθος τοῦ πυρετοῦ» (φύση, εἶδος).
Καὶ γιὰ τὴν ρητορικὴ ὁμοίως. Τὸ ἦθος ἑνὸς ρήτορος τὸ χαρακτήριζαν ἀνάλογα μὲ τὴν (ἠθικὴ) ἐντύπωση ποὺ θὰ ἄφηναν στοὺς ἀκροατὲς οἱ λόγοι του.
Τί εἶναι τὸ μουσικὸ ἦθος; Εἶναι ἡ θυμικὴ διάθεση ποὺ ἐμπεριέχεται στὸ ᾆσμα, ἡ αἰσθητικὴ ὑφὴ τοῦ μουσικοῦ ἔργου, ὁ ἰδιάζων αἰσθητικὸς χαρακτῆρας μιᾶς κλίμακος, ἀλλὰ καὶ ἑνὸς μουσικοῦ ὀργάνου. Ἔτσι, γίνεται λόγος γιὰ «ἦθος ἁρμονίας», «ἦθος αὐλοῦ» κ.λπ.
Μὲ τὴν ἔκφραση «ἦθος τῆς μελωδίας» ἐννοεῖται ἡ διάθεση ποὺ ἐκφράζει τὸ μέλος καὶ τὴν ὁποία ζητεῖ νὰ μεταδώσει στοὺς ἀκροατές. Οἱ μελωδίες ἐκφράζουν ποικίλες ψυχικὲς διαθέσεις, ἐναρμονισμένες μάλιστα καὶ μὲ τὰ νοήματα τοῦ στίχου· γι’ αὐτὸ καὶ διεγείρουν ποικίλα συναισθήματα, καὶ καλλιεργοῦν ἀνάλογο ἦθος στὴν ψυχή.
Τρία εἶναι αὐτὰ τὰ ἤθη. Τὰ διακρίνουμε καὶ στὰ μέλη τῶν βυζαντινῶν καὶ σὲ ἐκεῖνα τῶν ἀρχαίων· καὶ στοὺς «ἤχους» τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς δηλαδὴ καὶ στοὺς «τρόπους» τῆς ἀρχαιοελληνικῆς.
Συσταλτικὸν χαρακτηρίζεται τὸ δεύτερο (ἐκ τοῦ συστέλλω = μαζεύω, περιορίζω). Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διασταλτικόν, ἐκφράζει συναισθήματα πένθους, μετανοίας, ταπεινώσεως, οἴκτου, ἀγάπης κ.λπ. Ἐμπνέει γενικῶς τὴν συστολή.
Τέλος, στὸ ἡσυχαστικὸν ἦθος ὑπάγονται συνήθως οἱ διδακτικοὶ ὕμνοι. Αὐτοὶ περιέχουν συμβουλὲς καὶ ἐνθάρρυνση πρὸς τὸν βίο τῆς ἀρετῆς, προβάλλουν τὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ παραδείγματα τῶν ἁγίων².
² Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Δημητρίου Γ. Παναγιωτοπούλου Θεωρία καὶ πρᾶξις τῆς βυζαντινῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, ἔκδ. «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀθῆναι 1997, σελ. 180.
Πᾶμε ὅμως νὰ προσεγγίσουμέ κάπως βαθύτερα τὴν ἔννοια τοῦ ἤθους.
Εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁ σοφὸς Ἡράκλειτος ἐκφράζει μὲ τὴν ρήση του ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων. Δαίμων ἐδῶ δὲν εἶναι ὁ σκοτεινὸς ἄγγελος, τὸ δαιμονικὸ πνεῦμα, τὸ πνεῦμα τοῦ κακοῦ· εἶναι ἐκεῖνο ποὺ χαράσσει μέσα μας ἡ θεία δύναμις· τὸ ἀποτύπωμα τοῦ Θεοῦ, ἄλλως εἰπεῖν.
Αὐτὴν τὴν ἀλήθεια θὰ πρέπει ἐξαρκούντως καὶ διὰ παντὸς νὰ ἔχουμε κατὰ νοῦν· οἱ γονεῖς κυρίως καὶ οἱ πάσης φύσεως διδάσκαλοι.
Τὸν σεβόμαστε. Πάνω σ’ αὐτὸν θὰ κτίσουμε τὴν προσωπικότητά του. Δὲν μπορεῖς νὰ κτίσεις σὲ ἀλλότριο θεμέλιο. Ὁ Θεὸς ἔχει βάλει τὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο.
Ποτέ! Μπορεῖ νὰ ἀλλάξουμε καθίσματα, ταπετσαρία, ζάντες, λάστιχα καὶ ὅ,τι ἄλλο στὸ αὐτοκίνητό μας, ὄχι ὅμως τὸ σασί· διότι τότε ἁπλὰ θὰ ἔχουμε ἄλλο αὐτοκίνητο. Εἶναι δομικὸ στοιχεῖο τοῦ ὀχήματος τὸ σασί, ἡ ταυτότητά του· γι' αὐτὸ μάλιστα φέρει καὶ τὸν ἀριθμὸ πλαισίου (VIN). Ὁποιαδήποτε παρέμβαση μπορεῖ νὰ ἐπιφέρει νομικὲς κυρώσεις.
Κρατῆστε αὐτὸ τὸ παράδειγμα, γιὰ νὰ δεῖτε πόσο ἐγκληματικὸ εἶναι νὰ λέει μιὰ δασκάλα (συγχωρέστε μου τὴν ἔκφραση) «κοιμήσι» ἕνα παιδάκι ποὺ ἔχει ἀπὸ τὴν φύση του (ἐκ χαρακτῆρος δηλαδὴ) μία ἐσωστρέφεια. Αὐτὸ τὸ παιδάκι μπορεῖ αὔριο μεθαύριο νὰ γίνει καλλιτέχνης, ἕνα ποιητὴς μὲ εὐαισθησία. Μὴ τοῦ ραγίζεις τὴν ψυχή!
Οὔτε μπορεῖς νὰ λὲς «ἀνάποδο» ἕνα παιδάκι ζωηρό, ποὺ τὸ χαρακτηρίζει ἡ ἐξωστρέφεια. Αὐτὸ μπορεῖ αὔριο μεθαύριο νὰ γίνει ἕνας στρατηγός, ἕνας δημοσιογράφος, ἕνας ἄνθρωπος δραστήριος ἐν πάσῃ περιπτώσει.
Δύο λοιπὸν εἶναι οἱ χαρακτῆρες· ἤ, γιὰ νὰ τὸ πῶ καλύτερα, ὁ ὅρος «χαρακτὴρ» ἔχει διττὴ σημασία. Δηλώνει καὶ αὐτὰ ποὺ χαράσσουμε ἐμεῖς καὶ ἐκεῖνα ποὺ ἔχει χαράξει στὴν φύση μας ἐξ ἀρχῆς ὁ ἴδιος ὁ Θεός, τὰ ὁποῖα καὶ μᾶς (στὴν κυριολεξία) χαρακτηρίζουν.
Πιὸ πολὺ μοῦ ἀρέσει ὁ ὅρος προσωπικότης, ὅταν ἀναφερόμαστε στὰ καθ’ ἡμᾶς, παρὰ ὁ ὅρος χαρακτήρ, ποὺ προτιμῶ νὰ ἀναφέρεται εἰς τὰ κατὰ Θεόν. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ χρησιμοποιοῦμε τὸν ὅρο χαρακτὴρ καὶ γιὰ τὸ οἰκοδόμημα τῆς προσωπικότητός μας, γιὰ ἐκεῖνα δηλαδὴ ποὺ ἐμεῖς χαράσσουμε πάνω μας.
Ὁ γνωστὸς Ἄγγλος φιλόσοφος John Locke (1632–1704) ἔλεγε ὅτι χαράσσουμε πάνω σὲ tabula rasa (ἄγραφος πίνακας). Ἔτσι, ἔλεγε, εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν αὐτὸς γεννιέται. Ἡ γνώση ἔρχεται μέσῳ τῶν αἰσθήσεων καὶ τῆς ἐμπειρίας, σὰν νὰ γράφεις πάνω σὲ λευκὸ χαρτὶ (white paper εἶναι ἡ ἔκφραση ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ἴδιος στὸ ἔργο του, ὄχι ἡ λατινικὴ tabula rasa· αὐτὴ προῆλθε ἀπὸ μετέπειτα σχολιαστές)³.
³ Ἡ ἰδέα εἶναι βασισμένη στὸ χωρίο τοῦ Ἀριστοτέλους «ὥσπερ ἐν γραμματείῳ ᾧ μηθὲν ἐνυπάρχει ἐντελεχείᾳ γεγραμμένον» (Περὶ ψυχῆς, Γ΄ 4, 430a)· γραμματεῖον εἶναι τὸ πινάκιον (πινακίδιον).
Ὁ καθένας μας λοιπὸν (ἂν δεχθοῦμε, γιὰ τὴν οἰκονομία τῆς συζητήσεώς μας, αὐτὴν τὴν ἄποψη) γράφει πάνω στὸ λευκὸ αὐτὸ χαρτὶ (ψυχὴ) τὰ δικά του βιώματα, τὶς δικές τους σκέψεις, ἐπιθυμίες, συναισθήματα, ἰδέες.
Ἡ tabula rasa λοιπόν, τὸ ἐμφυὲς ἦθος, ὁ δαίμων τοῦ Ἡρακλείτου, εἶναι ὁ χαρακτὴρ τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Ὅ,τι γράφεται ἐκεῖ πάνω, εἶναι πλέον ἡ ὑπόσταση τοῦ δικοῦ μας χαρακτῆρος.
⁴ Ὅταν λέω «χαρακτὴρ τοῦ Θεοῦ», ἐννοῶ αὐτὸ ποὺ χάραξε ὁ Θεὸς μέσα μας. Ἐννοῶ δηλαδὴ τὸν δικό μας χαρακτῆρα, ἀλλὰ ὡς ἀποτύπωμα τῆς θείας δυνάμεως. Ἄλλωστε, εἴμαστε χαρακτῆρες τῆς ὑποστάσεως τοῦ Θεοῦ, ὡς κατ' εἰκόνα αὐτοῦ πλασθέντες. Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς εἶναι «χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ» (Ἑβρ. α΄ 3), εἴμαστε καὶ ἐμεῖς· μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι ἐκεῖνος εἶναι φυσικὴ εἰκὼν τοῦ Πατρός, ἐνῷ ἐμεῖς τεχνητὲς εἰκόνες· εἰκόνες εἰκόνος (τοῦ Χριστοῦ δηλαδή).
Εἶναι λοιπὸν τὸ ἦθος πολυσήμαντο, ἀλλὰ καὶ πολυσύνθετο γνώρισμα. Ἐμπλέκεται στὴν δημιουργία του τὸ ἀποτύπωμα τοῦ Θεοῦ μέσα μας, τὸ κοινωνικὸ καὶ πολιτισμικό μας περιβάλλον, ἡ παιδεία ποὺ ὁ καθένας μας λαμβάνει, ἀπρόβλεπτοι καὶ ἀμέτρητοι ἀστάθμητοι παράγοντες· καί, τέλος, αὐτὰ ποὺ οἱ ἴδιοι ἐκ προαιρέσεως χαράσσουμε, καθότι εἴμαστε πρόσωπα καὶ ἔχουμε τὴν δυνατότητα νὰ ὑπερβοῦμε τὴν φυσικὴ τάξη.
Ὅταν λέω «φυσικὴ τάξη», ἐννοῶ καὶ τὰ κοινωνικὰ πρότυπα, τὶς συνήθειες τῆς κοινότητος στὴν ὁποία ζοῦμε.
Ἡ «κοινὴ γνώμη» διαμορφώνει ἐν πολλοῖς τὸ ἦθος μας. «Ὅλοι αὐτὸ κάνουν» λέμε συνήθως· ἢ «αὐτὸ δὲν τὸ κάνει κανείς».
Ὅμως καὶ αὐτὴν τὴν συνθήκη μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ ὁ ἄνθρωπος. Μπορεῖ, ἂν θέλει, νὰ ἀγνοήσει τὴν κοινὴ γνώμη, γιὰ διαφόρους λόγους, καὶ ἀπὸ ποικίλες ἀφετηρίες ὁρμώμενος.
Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι μετρήσιμο μέγεθος τὸ ἀνθρώπινο ἦθος. Τὸ τοῦ ζώου μπορεῖ, καθότι καὶ προβλέψιμο. Τὸ τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι!
Εἶναι ἀπρόβλεπτος ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι εὐμετάβολος ὕπαρξις καὶ πολὺ γρήγορα ἀλλάζει συμπεριφορά, προκειμένου νὰ προσαρμοσθεῖ στὶς περιστάσεις καὶ τὶς ἀνάγκες τῆς στιγμῆς.
Δεῖτε μὲ τί ὄμορφα λόγια τὸ λέει αὐτὸ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς στὸ Περὶ Ἀποριῶν (PG 91, 1193A).








Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τὰ ἄρθρα δὲν εἶναι πραγματεῖες, ὥστε νὰ ἐξαντλοῦν ἕνα θέμα. Περισσότερο προβληματισμοὺς εἰσάγουν καὶ ἀφορμὲς γιὰ σκέψη καὶ διάλογο. Γι' αὐτὸ καὶ τὰ καλοπροαίρετα σχόλια εἶναι εὐπρόσδεκτα ἐδῶ, μᾶλλον δὲ καὶ ἐπιθυμητά. Εὐπρόσδεκτες ἐπίσης εἶναι καὶ οἱ ἐρωτήσεις. Ὁ δὲ διάλογος ἐνθαρρύνεται ὅλως ἰδιαιτέρως .