Δόγμα καὶ ἦθος
π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου
Ἡ ὁμιλία συνοδεύεται ἀπὸ διαφάνειες PowerPoint, ποὺ προβάλλονται στὸ βίντεο.
Μπορεῖτε νὰ τὴν παρακολουθήσετε στὴν παρακάτω διεύθυνση.
➡️ Πατῆστε ἐδῶ γιὰ τὸ βίντεο
Ἔ
χουμε κάνει ἤδη ἰδιαίτερη ἀναφορὰ στὶς λέξεις δόγμα, ἔθος, ἦθος καὶ ἠθική. Οἱ τρεῖς τελευταῖες εἶναι ὁμόρριζες. Τὸ ἔθος μᾶς ἔδωσε τὸ ἦθος, ἐκ δὲ τοῦ ἤθους προῆλθε ἡ ἠθική: ἔθος > ἦθος > ἠθική.
Νὰ συμπληρώσουμε ὅτι ἀπὸ τὴν λέξη ἠθικὴ προῆλθαν οἱ σύγχρονοι ὅροι Ethique (γαλ.), Ethik (γερμ.) καὶ Ethics (ἀγγλ.), οἱ ὁποῖοι ὑποδηλώνουν τὴν ἠθικὴ ἐπιστήμη.
Ἐπίσης, ἀπὸ τὸ λατινικὸ mos (ἦθος) προῆλθαν οἱ ὅροι Morale (γαλ.) Moral (γερμ.) Morality (ἀγγλ.). Μὲ αὐτοὺς δηλώνεται τὸ ἀντικείμενο τῆς ἠθικῆς ἐπιστήμης, ἡ ἠθικὴ ζωή.
Τώρα ἂς ἔλθουμε στὴν σχέση δόγματος καὶ ἤθους.
Μὲ μία ἁπλῆ διατύπωση θὰ λέγαμε ὅτι δόγμα εἶναι ἡ θεωρία καὶ ἦθος ἡ πράξη. Ὁπότε, ἡ σχέση δόγματος καὶ ἤθους δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ σχέση θεωρίας καὶ πράξεως.
Ποιό ἀπὸ τὰ δύο προηγεῖται καὶ ποιό ἕπεται; Ἡ πράξη προηγεῖται τῆς θεωρίας, ἢ ἡ θεωρίας τῆς πράξεως; Τὸ δόγμα τοῦ ἤθους, ἢ τὸ ἦθος τοῦ δόγματος;
Ἡ λογικὴ λέει ὅτι πρῶτα ἔπραξε ὁ ἄνθρωπος κάτι καὶ ἐκ τῆς παρατηρήσεως ἐξήγαγε συμπεράσματα ἐπ’ αὐτοῦ (θεωρία). Ἄρα ἡ πράξη προηγεῖται τῆς θεωρίας, ἐπὶ τῆς πράξεως στηρίζεται ἡ θεωρία.
Ὅμως πρὶν προβεῖ σὲ μία ἐνέργεια ὁ ἄνθρωπος, δὲν ἔκανε κάποιον στοιχειώδη σχεδιασμό; Ὅταν πήγαινε ὁ πρωτόγονος νὰ κυνηγήσει, δὲν κατήρτιζε ἕνα σχέδιο δράσεως, προκειμένου νὰ συλλάβει τὸ θήραμά του; Γιὰ νὰ φτιάξει τὴν καλύβα του, δὲν ἐργαζόταν βάσει κάποιου «ἀρχιτεκτονικοῦ» σχεδίου;
Συνεπῶς, πιὸ ἀσφαλὲς θὰ ἦταν νὰ δεχθοῦμε ὅτι θεωρία καὶ πράξη συνυπάρχουν ἀλληλαιτίως, ἀλληλοφυῶς καὶ φεραλλήλως. Ἡ μία γεννᾶ τὴν ἄλλη. Πρόκειται γιὰ μεγέθη ποὺ ἀλληλοεπηρεάζονται καὶ ἀλληλεξαρτῶνται.
Πάντα βέβαια προηγεῖται ἡ ζωή. Αὐτὸ δὲν χρειάζεται πολὺ σκέψη οὔτε ὑψηλὴ φιλοσοφία γιὰ νὰ γίνει ἀντιληπτό. Ἡ γυναῖκα γεννοῦσε πρὶν ἀκόμη ἀναπτυχθεῖ ἡ ἐπιστήμη τῆς μαιευτικῆς. Ὅμως καὶ ἡ μαιευτικὴ ἐπηρέασε στὴν συνέχεια τοὺς τρόπους τοῦ τοκεκοῦ.
Ἡ ζωὴ καὶ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου στήριξαν τὸ ἦθος τῶν πρώτων χριστιανῶν, τὸν τρόπο ζωῆς τους δηλαδή. Τὰ δόγματα ποὺ διατυπώθηκαν ἀργότερα ἀπὸ τὶς Συνόδους (Ἀποστολική, Οἰκουμενικὲς καὶ ἄλλες), ἑρμήνευσαν ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ ἦθος, ὁριοθετῶντας παράλληλα τὶς εὐαγγελικὲς ἀλήθειες, πάνω στὶς ὁποῖες καὶ στηρίχθηκε (τὸ ἦθος). Ὅμως καὶ τὰ δόγματα ἔγιναν στὴν συνέχεια βάση διαμόρφωσης τοῦ ἤθους.
Εἴδαμε ὅτι καὶ ὁ Ἀριστοτέλης ἀναζήτησε τὴν βάση καὶ τὴν πηγὴ ἔμπνευσης τοῦ ἤθους, καὶ τὴν βρῆκε στὸν ὀρθὸν λόγον.
Προφητικὸς ἐδῶ! Προφητικὸς ὁ Ἡράκλειτος πρῶτος, καὶ ὁ Πυθαγόρας μετὰ καὶ ὁ Ξενοφάνης καὶ ὁ Σωκράτης καὶ ὁ Πλάτων καὶ οἱ Στωϊκοὶ καὶ ὅλοι ὅσοι μίλησαν γιὰ τὸν «λόγον». Σκιαγράφησαν φιλοσοφικῷ τῷ τρόπῳ τὸν ἕνα Λόγον. Ὁ δικός τους λόγος, μὲ λάμδα μικρόν. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, μὲ λάμδα κεφαλαῖον. Ἀπρόσωπος ἐκεῖνος, πρόσωπον ὁ εἷς τῆς Τριάδος.
Ἡ φιλοσοφία προετοίμασε μὲ τὸν δικό της τρόπο τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν ὑποδοχὴ καὶ ἀποδοχὴ τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειας. Σκιαγράφησε καὶ αὐτὴ τὰ μέλλοντα. Τὸ παραπάνω παράδειγμα εἶναι πολὺ εὔγλωτο. Δὲν ὑπάρχει στὴν ἑλληνικὴ γραμματεία κεντρικώτερη καὶ καθολικώτερη ἔννοια ἀπὸ αὐτὴν τοῦ λόγου. Δὲν ὑπάρχει στὴν ἱστορία τοῦ σύμπαντος κόσμου κεντρικώτερο πρόσωπο ἀπὸ τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ. Στὴν Ἔφεσο ὁ Ἡράκλειτος πρωτομίλησε γιὰ «λόγο». Στὴν ἴδια ἀκριβῶς πόλη ὁ Ἰωάννης εἶπε τὸ «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος». Ὁ ἀπρόσωπος λόγος τοῦ Ἡρακλείτου καὶ τῶν ἄλλων φιλοσόφων, ἀπὸ ἔννοια, δύναμις, ἰδέα ἢ ὅ,τι ἄλλο, ἔγινε ὑπόστασις (πρόσωπον), ὁ εἷς τῆς Τριάδος.
Συμφωνοῦμε μὲ τὸν Ἀριστοτέλη. Ὀρθῶς θέτει τὸν «ὀρθὸν λόγον» ὡς λίθον θεμέλιον τῆς ἀρετῆς: «τὸ μὲν οὖν κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον πράττειν κοινὸν καὶ ὑποκείσθω» (Ἠθικὰ Νικομάχεια Β΄ 2, 1103b 32).
![]() |
| Ἀριστοτέλης (384-322 π.Χ.) |
Ἂς μᾶς ἐπιτρέψει ὅμως νὰ κάνουμε τὴν δική μας ἀναγωγή, ἐκ τῆς εἰδωλολατρίας εἰς τὴν σφαῖραν τοῦ Πνεύματος, ἐκ τοῦ λόγου εἰς τὸν Λόγον. Πόσο καλὸ σκαλοπάτι ἔγινε ὁ Ἀριστοτέλης γιὰ μᾶς! Μᾶς ἑτοίμασε διὰ τοῦ λόγου νὰ δεχθοῦμε τὸν Λόγον. Εὐχαριστοῦμε τοὺς φιλοσόφους μας γενικῶς, ποὺ δίκην προφητῶν προετοίμασαν τὰ ἔθνη νὰ δεχθοῦν τὸν Μονογενῆ.
«Ὑποκείσθω» κατὰ τὸν Λόγον ἡ ἀρετή, θὰ σοῦ ποῦμε, φίλτατε Ἀριστοτέλη. Καὶ θὰ συμφωνήσεις μαζί μας. Θὰ νιώσεις ὑπερήφανος ποὺ μᾶς ἄνοιξες τὸν δρόμο — τὸν δρόμο πού, ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐφώτισε ἡ ἐνυπόστατος τοῦ Θεοῦ Σοφία δείχνοντάς μας τί ἀκριβῶς ἤθελες νὰ πεῖς.
Μὲ τὸ «ὑποκείσθω» ἔθεσες ὡς βάση τὸν «ὀρθὸν λόγον», σικαγραφῶντας ἐν ταυτῷ τὸν «Θεὸν Λόγον». Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἐμπνέει ἡμῶν τὸ ἦθος. Καὶ εἶναι πρόσωπον. Ὄχι κάποια ἀφηρημένη σύλληψις, κωδικοποιημένη ἀναφορά, ἰδέα ἄληπτος.
Ἀκόμη καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἐμεῖς δὲν τὶς αὐτονομοῦμε. Δὲν τὶς ἐκλαμβάνουμε ὡς «ὁδηγίες πρὸς ναυτιλομένους», ἀλλ’ ὡς ἀτραποὺς ποὺ ὁδηγοῦν σ’ Ἐκεῖνον. Ἐκεῖνος εἶναι ποὺ ποθοῦμε· γι’ αὐτὸ τρέχουμε στοὺς δρόμους του, γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μαζί του.
Οὐδεὶς δύναται νὰ ζεῖ «κατὰ Χριστόν», ἐὰν δὲν ζεῖ «ἐν Χριστῷ».
«Ἐν Χριστῷ» σημαίνει ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐν τοῖς μυστηρίοις, ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ. Μόνον ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ μορφώσει ἦθος Χριστοῦ, ὅπερ σημαίνει τὸ «κατὰ Χριστὸν ζῆν», τὸ «κατὰ Πνεῦμα ἢ ἐν φωτὶ περιπατεῖν». Εἶναι καρπὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος τὸ ἦθος.
Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ξεκινοῦμε ἀπ’ ἔξω, ἀπὸ τὸ μακιγιάζ. Ξεκινοῦμε ἀπὸ μέσα, καὶ ροδαλίζει τὸ πρόσωπό μας καλύτερα ἀπ’ ὅ,τι θὰ γινόταν καὶ μὲ τὸ πιὸ ἀκριβὸ ρούζ.
Ἀλλιῶς, καὶ ὑποκριτικὸ ἀκόμη ἦθος μποροῦμε νὰ ἀποκτήσουμε — διπλὸ τὸ λέει ὁ Μ. Βασίλειος. Τὸ παθαίνουν αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας ἐνίοτε· εἶναι μία ἀπὸ τὶς παγίδες ποὺ κρύβει ἡ πνευματικὴ ζωή. Δὲν λέω πὼς γίνονται ὑποκριτές, σὰν τοὺς Φαρισαίους. Ἀλλὰ νομίζουν ὅτι ἐπειδὴ εἶναι «τῆς Ἐκκλησίας», θὰ πρέπει νὰ φοροῦν κοστούμι ἁγιότητος. Αὐτὸ εἶναι σκλαβιά, πειθαναγκασμός. Τὸ χριστιανικὸ ἦθος ὅμως δὲν ἀπορρέει ἀπὸ πειθαναγκασμούς, δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα σωφρονιστικῶν μέτρων, νομικῶν ἐντολῶν.
Δεῖξε, ἄνθρωπε, τὴν ἀλήθεια σου! Νὰ δεῖ καὶ ὁ ἄλλος ὅτι εἶσαι (ὅπως κι ἐκεῖνος) ἕνα μάτσο χάλια. Ἔτσι θὰ νιώσει πιὸ ζεστά, πιὸ ἀνθρώπινα. Οἱ ἅγιοι δὲν ὑποκρίνονταν, δὲν φοροῦσαν μάσκα. Ἦταν ἁπλοὶ καὶ πηγαῖοι, πολὺ χωμάτινοι, ὄχι ὑπεράνθρωποι. Δὲν κατασκευάζει ὑπερανθρώπους ὁ χριστιανισμός, πολὺ ἀνθρώπινους θέλει νὰ μᾶς φτιάξει.
Τὸ χριστιανικὸ ἦθος λοιπὸν δὲν πηγάζει ἀπὸ τὴν μηχανικὴ ἐφαρμογὴ ἐντολῶν καὶ κανόνων, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν σχέση μας μὲ τὸν Χριστό, σχέση ποὺ μυσταγωγεῖται ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ — προηγεῖται ἐξάπαντος ἡ σχέση.
Ὅπως μὲ ἕνα ζευγάρι. Ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἑνὸς πρὸς τὸν ἄλλον ἔχει νόημα μόνον ὅταν πηγάζει ἀπὸ σχέση ἀγάπης καὶ ἀλληλοσεβασμοῦ, ὄχι ἀπὸ συμφωνίες καὶ προγράμματα γιὰ τὸ ποιός καὶ πότε θὰ πλένει τὰ πιάτα, πότε θὰ κατεβάζει τὰ σκουπίδια, πότε θὰ σιδερώνει.
Καλὲς οἱ συμφωνίες, ὅταν ὅμως πηγάζουν ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Ὅταν αὐτὴ λείπει, ὅσο καὶ νὰ λειτουργοῦν οἱ συμφωνίες, ἡ σχέση εἶναι παγερή, νεκρά.
Ἄλλο ἔρως καὶ ἀγάπη, ἄλλο «Συμφωνία Κυρίων»!
Συνεπῶς, οὔτε τὸ δόγμα ἀπὸ μόνο του ἔχει κάποια ἀξία, οὔτε τὸ ἦθος ποὺ διαμορφώνεται ἀπὸ κωδικοποιημένες ἕξεις ἔχει κάποιο νόημα.
Τὸ δόγμα ἔχει ἀξία, ὅταν ἐκφράζει τὸ ἦθος τὸ ἐκκλησιαστικό, τὸ ἀκραιφνὲς καὶ ἄδολο.
Τὸ ἦθος εἶναι ἀληθινό, ὅταν πηγάζει ἀπὸ τὸ δόγμα ὡς ὅρο ζωῆς, καὶ ὄχι ὡς σύνολο κανόνων συμπεριφορᾶς· ρήματα ζωῆς εἶναι τὰ δόγματα καὶ ὄχι ἀφηρημένες δοξασίες.
Πῶς ἡ ἀλήθεια αὐτὴ ἀποτυπώνεται στὸ ἦθος τοῦ χριστιανοῦ· «ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς»; Μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ζωή. Ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ μυσταγωγεῖται ἡ ἑνότης τῆς μυριοϋπόστατης ἀνθρωπότητος, κατὰ τὸ πρότυπον τῆς τρισυπόστατης θεότητος. Ἀλληλοπεριχωροῦνται τὰ ἀνθρώπινα πρόσωπα, κατὰ τὸ πρότυπον τῆς ἀλληλοπεριχωρήσεως τῶν τριῶν θείων προσώπων. Διότι καὶ οἱ ἄνθρωποι (ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς ἀγγέλους) ἔχουν κοινὴ τὴν οὐσία, διακριτὲς ὅμως τὶς ὑποστάσεις. Εἴμαστε ὅμοιοι, ἀλλὰ συγχρόνως μοναδικοὶ καὶ ἀνεπανάληπτοι.
Αὐτὸ τὸ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ σημαίνει ὅτι δὲν προσπαθοῦμε μόνοι μας νὰ ἐνσαρκώσουμε τὰ δόγματα ἢ νὰ ἐφαρμόσουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε συνεργὸ τὴν θεία χάρη, κάτι ποὺ δὲν ἰσχύει στὴν προσπάθεια ἐφαρμογῆς φιλοσοφικῶν, ἰδεολογικῶν ἢ ἄλλων ἀρχῶν.
Ἐπίσης, δὲν εἶναι ἀτομικὸ τὸ ὅποιο κατόρθωμα, ἀλλὰ κοινωνικό· ἐπιτυγχάνεται ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ποὺ εἶναι κοινωνία προσώπων.
Ἂν λοιπὸν διακρίνουμε στὸ ἦθος ἑνὸς χριστιανοῦ τὸν ἀπόλυτο σεβασμὸ πρὸς κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο, δὲν θὰ εἶναι διότι αὐτὸς ἐφαρμόζει οὑμανιστικὲς ἰδέες (ἔχει ἀποκτήσει κάτι σὰν savoir vivre), ἀλλὰ διότι ἐνσαρκώνει τὸ δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος μυσταγωγούμενος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὅπου κάθε ἀγῶνας γιὰ ἠθικὴ πρόοδο λογίζεται ὡς συλλογικὸ ἄθλημα, καὶ κάθε κατόρθωμα ὡς ἐκκλησιαστικὸ γεγονός. Εἶναι ἀσκητικὸς ὁ χαρακτῆρας τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους, ἀπαιτοῦνται δηλαδὴ ἀγῶνες καὶ θυσίες γιὰ τὴν διαπαιδαγώγησή του· ὅμως δὲν εἶναι ὑπόθεση ἀτομική. Τὸ ἀσκητικὸς συνοδεύεται ἀπὸ τὸ ἁγιοπνευματικὸς καὶ εὐχαριστιακός· ὁπότε κάθε ἄλλο παρὰ ἀτομικὸς εἶναι.
Ἄλλωστε, ὅλα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ βρίσκουν τὸ πλήρωμά τους. Ἐδῶ μυσταγωγεῖται καὶ ἡ ἑνότης (ἑνικότης καλύτερα) δόγματος καὶ ἤθους. Ἡ συνδεσή τους ἀπηχεῖται παντοῦ. Στοὺς ὕμνους, γιὰ παράδειγμα, καὶ στὶς λειτουργικὲς εὐχὲς συμπλέκονται περίτεχνα δογματικὲς ἀναφορὲς (τριαδολογικές, χριστολογικές, ἐσχατολογικὲς κ.ἄ.) μὲ ἐπικλήσεις ἢ προτροπὲς γιὰ κάθαρση, ἁγιασμό, ἄφεση ἁμαρτιῶν, καλλιέργεια ἀρετῶν κ.λπ.
Διότι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει δόγμα ὀρθόν, ποὺ νὰ μὴν ἐκφράζει τὴν ἐκκλησιαστικὴ βιωματικὴ ἐμπειρία, τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος δηλαδή.
Οὔτε πάλι μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἦθος ὀρθόν, ποὺ νὰ μὴ στηρίζεται καὶ ἐμπνέεται ἀπὸ τὰ ὀρθὰ δόγματα.
Γι’ αὐτὸ γίνεται λόγος περὶ ὀρθοδοξίας καὶ ὀρθοπραξίας στὴν ἐκκλησιαστική μας παράδοση. Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ὀρθὴ δόξα (δόγμα, πίστη). Ὀρθοπραξία, ἡ ὀρθὴ πράξη (ἔργα, ἦθος, συμπεριφορά).
Δόγμα καὶ ἦθος εἶναι «ἐκ φύσεως» ἀλληλένδετα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ σύνδεσμός τους θὰ πρέπει νὰ παραμένει ἀδιάσπαστος.
Ἂν τὸ δόγμα ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὸ ἦθος (ἡ ἀλήθεια ἀπὸ τὴν ζωή), ἰδεολογοποιεῖται ἡ πίστη, ὁπότε καὶ ἐκπίπτει, ὅπως καὶ προσφάτως λέγαμε. Αὐτὸ παρατηρεῖται ἔντονα στὶς μέρες μας· εἶναι ὁ ἄκρατος καὶ ἀνεπίγνωστος ζηλωτισμός.
Ἂν πάλι τὸ ἦθος αὐτονομηθεῖ ἀπὸ τὸ δόγμα, φαλκιδεύεται ἡ πνευματικότης (πνευματικὴ ζωή). Τότε καταλήγουμε στὸν ἠθικισμό.
Παντοῦ καὶ πάντοτε καὶ διὰ πάντας ἀνθρώπους ἀποτελεῖ ζητούμενο ἡ ἑνότης δόγματος καὶ ἤθους, ἡ συστοιχία θεωρίας καὶ πράξεως, ἡ συνέπεια πίστεως καὶ ἔργων, λόγων καὶ πράξεων.
Ἔτσι πρέπει καὶ ἐμεῖς: Ἢ νὰ ζοῦμε ὡς χριστιανοί, ἢ νὰ ἀλλάξουμε αὐτὸ τὸ ὄνομα.
Καὶ λέγοντας αὐτά, μοῦ ἔρχονται στὸν νοῦ τώρα ἐκεῖνοι οἱ Ἀμερικανοὶ γαιοκτήμονες, ποὺ πήγαιναν καλοφορεμένοι τὴν Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ προσευχηθοῦν στὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης, δὲν δίσταζαν ὅμως ὕστερα νὰ μαστιγώσουν τὴν ἰδέα τοῦ ἀνθρώπου στὰ πρόσωπα ἐκείνων ποὺ ἡ πίστη τους ἤθελε πλασμένους καὶ αὐτοὺς κατ’ ἐκόνα Θεοῦ· ἐννοῶ τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἄμοιρων νέγρων ποὺ ἔπεσαν θύματα τοῦ μεγαλύτερου γιὰ μένα ἐγκλήματος στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, τοῦ δουλεμπορίου ἐκείνου. Τὸ μέγα αὐτὸ ὄνειδος γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, ὁ ἐξανδραποδισμὸς τῶν ἑκατομμυρίων ψυχῶν ποὺ τοὺς ἔλαχε γιὰ πατρίδα ἡ χαρακωμένη ἀπὸ τὴν μοῖρα τῆς σκλαβιᾶς ἤπειρος, ποὺ τὴν εἶπαν μαύρη, γίνεται ἀκόμη πιὸ ἀπεχθὲς ὡς ἔγκλημα ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι οἱ αὐτουργοί του εἶχαν τὸ θράσος νὰ φέρουν τὸ ἡγιασμένο ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ.
Ἡ ἀσυνέπεια πίστεως καὶ ἔργων, εἴτε ἀφορᾷ σὲ θρησκευτικὴ πίστη, εἴτε σὲ φιλοσοφικὴ ἢ ἰδεολογική, δημιουργεῖ ἀγανάκτιση καὶ ὀργὴ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.
Στὴν Ἁγία Γραφὴ μὲ κάθε τρόπο τονίζεται ἡ ἀνάγκη γιὰ τὴν συνέπεια αὐτή. Κοιτάξτε τί ὄμορφα καὶ ἁπλὰ περιγράφει τὴν ἐν λόγῳ ἀλήθεια ὁ Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος στὴν ἐπιστολή του.
«Τί τὸ ὄφελος, ἀδελφοί μου, ἐὰν πίστιν λέγῃ τις ἔχειν, ἔργα δὲ μὴ ἔχῃ; μὴ δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν; ἐὰν δὲ ἀδελφὸς ἢ ἀδελφὴ γυμνοὶ ὑπάρχωσι καὶ λειπόμενοι ὦσι τῆς ἐφημέρου τροφῆς, εἴπῃ δέ τις αὐτοῖς ἐξ ὑμῶν, ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ, θερμαίνεσθε καὶ χορτάζεσθε, μὴ δῶτε δὲ αὐτοῖς τὰ ἐπιτήδεια τοῦ σώματος, τί τὸ ὄφελος; οὕτω καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ' ἑαυτήν. ἀλλ' ἐρεῖ τις· σὺ πίστιν ἔχεις, κἀγὼ ἔργα ἔχω· δεῖξόν μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου, κἀγὼ δείξω σοι ἐκ τῶν ἔργων μου τὴν πίστιν μου. σὺ πιστεύεις ὅτι ὁ Θεὸς εἷς ἐστι· καλῶς ποιεῖς· καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουσι καὶ φρίσσουσι. θέλεις δὲ γνῶναι, ὦ ἄνθρωπε κενέ, ὅτι ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστιν; ᾿Αβραὰμ ὁ πατὴρ ἡμῶν οὐκ ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη, ἀνενέγκας ᾿Ισαὰκ τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον; βλέπεις ὅτι ἡ πίστις συνήργει τοῖς ἔργοις αὐτοῦ, καὶ ἐκ τῶν ἔργων ἡ πίστις ἐτελειώθη, καὶ ἐπληρώθη ἡ γραφὴ ἡ λέγουσα· ἐπίστευσε δὲ ᾿Αβραὰμ τῷ Θεῷ, καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην, καὶ φίλος Θεοῦ ἐκλήθη. ὁρᾶτε τοίνυν ὅτι ἐξ ἔργων δικαιοῦται ἄνθρωπος καὶ οὐκ ἐκ πίστεως μόνον. ὁμοίως δὲ καὶ Ραὰβ ἡ πόρνη οὐκ ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη, ὑποδεξαμένη τοὺς ἀγγέλους καὶ ἑτέρᾳ ὁδῷ ἐκβαλοῦσα; ὥσπερ γὰρ τὸ σῶμα χωρὶς πνεύματος νεκρόν ἐστιν, οὕτω καὶ ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι» (Ἰακ. β΄ 14-26).
Οὔτε πίστη λοιπὸν χωρὶς ἔργα, οὔτε ἔργα χωρὶς πίστη. Τὰ δύο συνδέονται μὲ ὁδὸν διπλῆς κατευθύνσεως. Τὸ δόγμα φωτίζει τὴν πράξη, καὶ ἡ πράξη ἐκφαίνει τὸ δόγμα. Ἡ πνευματικὴ ἀλήθεια δὲν εἶναι κάποια μεταφυσικὴ θεωρία, ἀλλὰ ἠθικὴ καὶ πρακτική.
Χωρὶς τὶς πράξεις τὰ δόγματα καταντοῦν ἀνούσιες θεωρίες, ἀφηρημένες ἔννοιες, νοητικὰ κατασκευάσματα.
Χωρὶς τὰ δόγματα οἱ πράξεις χωροῦν στὴν σφαῖρα τῆς αὐτόνομης ἠθικῆς, ποὺ τὴν πνευματική της γύμνια σπεύδει νὰ καλύψει ὁ ἀνιαρός, ἀνιώδης (ἄχρωμος) καὶ μονότροπος οὑμανισμός.
«Ὁ γὰρ τῆς θεοσεβείας τρόπος», λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, «ἐκ δύο τούτων συνέστηκε, δογμάτων εὐσεβῶν καὶ πράξεων ἀγαθῶν· καὶ οὔτε τά δόγματα χωρὶς ἔργων ἀγαθῶν εὐπρόσδεκτα Θεῷ, οὔτε τὰ μὴ μετ’ εὐσεβῶν δογμάτων ἔργα τελούμενα προσδέχεται ὁ Θεός. Τί γάρ ὄφελος, εἰδέναι μὲν τὰ περὶ Θεοῦ δόγματα καλῶς, καὶ πορνεύειν αἰσχρῶς; τί δ’ αὖ πάλιν ὄφελος σωφρονεῖν μὲν καλῶς, καὶ βλασφημεῖν ἀσεβῶς;» (Κατήχησις Δ΄, PG 33, 456 B).
Δόγματα εὐσεβῆ καὶ πράξεις ἀγαθὲς δηλαδὴ συνιστοῦν τὸν τρόπο τῆς θεοσεβείας. Καὶ δὲν εἶναι εὐσπρόσδεκτα στὸν Θεὸ οὔτε τὰ δόγματα χωρὶς ἔργα ἀγαθά, οὔτε τὰ ἔργα πάλι ποὺ τελοῦνται χωρὶς νὰ ἐμπνέονται ἀπὸ τὰ εὐσεβῆ δόγματα, ἤτοι ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως. Ποιό τὸ ὄφελος, λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος, τοῦ νὰ γνωρίζεις καλὰ τὰ περὶ Θεοῦ δόγματα, ἀλλ' ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ πορνεύεις αἰσχρῶς; Καὶ πάλι, ποιό τὸ ὄφελος τοῦ νὰ σωφρονεῖς μὲν καλῶς, ὅμως νὰ βασφημεῖς ἀσεβῶς; Δηλαδὴ σὲ τί μπορεῖ νὰ σὲ ὠφελήσει τὸ νὰ εἶσαι ἠθικῶς ἄμεμπτος, κατὰ τὸ ἀνθρώπινο, ὅμως νὰ βασφημεῖς τὸν Θεὸ καὶ τὶς ἀλήθειες του; Ποιό τὸ ὄφελος, ἐὰν ἡ ἀρετή σου στηρίζεται σὲ μία ἠθικὴ αὐτόνομη καὶ κανονιστική;
![]() |
| Ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος (Κύπρος· 1134-1214 μ.Χ.) |
Ρωτάει καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Καὶ τί τῆς πίστεως ὄφελος, εἰπέ μοι, βίου μὴ ὄντος καθαροῦ;» (ποιό τὸ ὄφελος τῆς πίστεως, ἐὰν ὁ βίος δὲν εἶναι καθαρός; — Πρὸς τοὺς πολεμοῦντας τὸν μοναχικὸν βίον, PG 47, 53C).
Ἡ ὀρθὴ πίστη λοιπὸν θὰ πρέπει νὰ συμβαδίζει μὲ τὸν ὀρθὸν βίον.
Ὁ βίος θὰ πρέπει νὰ δίνει τὴν καλὴ μαρτυρία περὶ τῆς ὀρθότητος τῶν δογμάτων ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐμπνέεται.
Τὰ δὲ δόγματα θὰ πρέπει νὰ μαρτυροῦν περὶ τῆς ὀρθότητος τοῦ βίου, ὅτι δηλαδὴ ὀρθῶς ἔπραξε κάποιος κάτι, αὐτὸ προβλέπει ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἂν θέλετε, ὁ ὀρθὸς λόγος τοῦ Ἀριστοτέλους ἔγινε σ' ἐμᾶς τὸ ὀρθὸν δόγμα.
Εἶναι δὲ φυσικὸ ὁ καθένας νὰ συμμορφώνει τὴν ζωή του πρὸς αὐτὰ ποὺ πιστεύει ὡς ὀρθὰ δόγματα, νὰ πράττει δηλαδὴ σύμφωνα μὲ τὶς πεποιθήσεις του, τὶς ἀντιλήψεις ποὺ ἔχει περὶ ζωῆς, κόσμου καὶ Θεοῦ. Ὅλοι ἔχουν μία θεωρία μέσα τους, μία φιλοσοφία, ἂν θέλετε. Ἀκόμη καὶ αὐτοὶ ποὺ λένε ὅτι δὲν πιστεύουν σὲ φιλοσοφίες καὶ τέτοια, ἔχουν τὴν δική τους φιλοσοφία· αὐτὸ μᾶλλον ποὺ λένε (ὅτι δὲν πιστεύουν σὲ φιλοσοφίες) συνιστᾶ ἀκριβῶς τὴν φιλοσοφία τους, ἡ ὁποία καὶ διαμορφώνει τὴν δική τους στάση ζωῆς. Ὁ καθένας, μὲ ἁπλᾶ λόγια, ἐνεργεῖ σύμφωνα μὲ τὰ «πιστεύω» του.
Νὰ ποῦμε ἕνα παράδειγμα. Ἂν πᾶς στὴν Ἰνδία καὶ περπατήσεις στὸν δρόμο μαζὶ μὲ ἕναν ἰνδουϊστή, συναντήσεις δὲ στὴν διαδρομὴ κάποιον τυφλὸ νὰ ζητιανεύει καὶ βγάλεις κάτι νὰ τοῦ δώσεις, ὁ ἰνδουϊστὴς τὸ πιὸ πιθανὸ εἶναι νὰ σοῦ πεῖ, μὴ δίνεις, γιατὶ αὐτὸς (ὁ ἐπαίτης) στὴν προηγούμενη ζωή του εἶχε μᾶλλον βγάλει τὰ μάτια κάποιου καὶ τώρα τὸ κάρμα του τὸν παιδαγωγεῖ. Ἐσὺ ὡς χριστιανὸς λειτουργεῖς ἀλλιῶς, διότι ἄλλα εἶναι τὰ «πιστεύω» σου. Ἐκεῖνος ἔχει τὰ δικά του δόγματα καὶ ἀπὸ αὐτὰ ἐμπνέεται.
Ἡ ἠθική μας στάση λοιπὸν ὁρίζεται ἀπὸ τὶς δογματικές μας ἀντιλήψεις. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ ὑπάρξει ἠθικὴ ἑνότης τῶν ἀνθρώπων, ἐὰν πρῶτα δὲν ὑπάρξει ἑνότης δογματικὴ (κοινὴ πίστη).
Ἐγὼ βέβαια ὡς χριστιανὸς θὰ πῶ ὅτι ἐὰν οἱ ἄνθρωποι δὲν πιστεύσουν στὴν διδασκαλία τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἐὰν δὲν βαπτισθοῦν στὴν ἁγία της κολυμβήθρα καὶ δὲν ζήσουν τὴν μυστηριακή της ζωή, τελεία ἠθικὴ πρόοδος δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει. Οὔτε εἰρήνη ἀληθινή, σταθερὰ καὶ βεβαία μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ, οὔτε λύσις τοῦ λεγομένου οἰκολογικοῦ προβλήματος (ποὺ στὴν βάση του εἶναι πνευματικὸ ζήτημα) νὰ ἐπιτευχθεῖ, οὔτε τὸ πρόβλημα τῆς φτώχιας νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ὅπως πρέπει, οὔτε κάποιο ἄλλο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀπασχολοῦν τὴν ἀνθρωπότητα ὡς ἄλυτα προβλήματα, νὰ βρεῖ ἑδραία λύση.
Ἀλλὰ καὶ οὔτε ποτὲ θὰ μπορέσουν οἱ ἄνθρωποι νὰ βροῦν ἠθικὸ κώδικα κοινῆς ἀποδοχῆς — πρᾶγμα ποὺ ἡ χριστιανικὴ ἠθικὴ δὲν ψάχνει, καθ’ ὅσον προβάλει τὸν Χριστὸ ὡς τὸ ζῶν ἠθικὸ πρότυπο.
Γιὰ μᾶς βέβαια τὸ ζήτημα στὴν ἀφετηρία του δὲν εἶναι ἠθικό. Ἐὰν οἱ ἄνθρωποι ἔφθαναν κάποτε νὰ κοινωνοῦν ὅλοι ἀπὸ τὸ ἴδιο Ποτήριο, θὰ ὑπῆρχε ἐλπίδα νὰ γίνουν πραγματικὰ ἀδέλφια μεταξύ τους. Θὰ κυλοῦσε στὶς φλέβες τους τὸ ἴδιο αἷμα τότε. Καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ θὰ τοὺς ἔκανε ἀδελφούς, ὄχι ἡ ἀναφορὰ σὲ κοινὸ κώδικα ἠθικῆς συμπεριφορᾶς.
Ὅμως τὸ κοινὸ Ποτήριο προϋποθέτει ἑνότητα πίστεως. «Εἷς γὰρ Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα· εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ἡμῖν» (Ἐφεσ. δ΄ 5-6). Στὴν Θεία Λειτουργία λέμε τὸ «Πιστεύω» ἀμέσως μετὰ τὴν ἐκφώνηση «Τὰς θύρας, τὰς θύρας» — τότε κατὰ τὴν ἀρχαία τάξη ἔκλειναν οἱ θύρες καὶ παρέμεναν οἱ μυημένοι στὸν ναό. Ἀμέσως δὲ μετὰ τὸ «Πιστεύω», μὲ τὸ ὁποῖο ὁμολογοῦμε τὴν κοινή μας πίστη, ἀρχίζει ἡ Ἁγία Ἀναφορά. Ἐπίσης, πρὶν τὸ «Πάτερ ἡμῶν», καὶ ἐπειδὴ ἐντὸς ὀλίγου πρόκειται νὰ μετάσχουμε στὸ Ποτήριον τῆς ζωῆς, αἰτούμεθα τὴν «ἑνότητα τῆς πίστεως». Ἡ ἑνότης τῆς πίστεως καὶ ἡ κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀποτελοῦν ἀπαραίτητες προϋποθέσεις ἵνα «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». «Παρακατατιθέμεθα τὴν ζωὴν ἡμῶν ἅπασαν καὶ τὴν ἐλπίδα» εἰς τὸν φιλάνθρωπον Θεὸν καὶ τὸν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς καταξιώσει «μεταλαβεῖν τῶν ἐπουρανίων αὐτοῦ καὶ φρικτῶν μυστηρίων».
Ἡ σειρὰ δὲν εἶναι τυχαία. Ἡ λειτουργικὴ τάξις τῆς Ἐκκλησίας ἀπηχεῖ αὐτὴν τὴν ἀλήθεια: Ἀπαραίτητη ἡ κοινὴ πίστις (ἑνότης) γιὰ τὴν μετοχὴ στὸ κοινὸν Ποτήριον.
Τὸ θέμα λοιπὸν γιὰ μᾶς δὲν εἶναι πρώτιστα ἠθικό. Καὶ δὲν εἶναι στὴν βάση του φιλοσοφικό. Ἡ φιλοσοφία ἔβαλε τὸ λιθαράκι της στὴν προετοιμασία τῶν ἐθνικῶν (εἰδωλολατρῶν) νὰ δεχθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἀποκεκαλυμμένη ἐν αὐτῷ ἀλήθεια. Συνέβη ὅμως μὲ αὐτὴν (φιλοσοφία) ὅ,τι καὶ μὲ τὸν νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀρχειοθετήθηκαν, οὕτως εἰπεῖν, ὅπως ἕνα σκίτσο, ὅταν φανερώνεται ἡ εἰκόνα ποὺ αὐτὸ προετύπωνε.
Δὲν βάζουμε ὅμως στὸ συρτάρι οὔτε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη οὔτε τὴν φιλοσοφία. Τὶς κρατοῦμε πάνω στὸ γραφεῖο γιὰ νὰ τὶς συγκρίνουμε μὲ τὴν εἰκόνα τὴν φανεῖσα κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Καινῆς Διαθήκης. Συγκρίνοντας, θαυμάζουμε τοὺς σκιτσογράφους ποὺ χάραξαν σὲ ἁδρὲς γραμμὲς τὴν μορφὴ ἐκείνη, τῆς ὁποίας ἡ εἰκόνα ἐφάνη ἐν καιροῖς τοῖς ὑστέροις, τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ δηλαδή.
Θέλω νὰ καταλήξω λέγοντας αὐτά, ὅτι ἐν Χριστῷ ἤρθησαν μὲ φυσικότητα διλήμματα ποὺ ἔθεσε κατὰ καιροὺς ἡ φιλοσοφία.
Καὶ ἔχω στὸ μυαλό μου ἕνα, πολὺ σχετικὸ μὲ τὸ θέμα μας. Πρόκειται γιὰ τὸ λεγόμενο Δίλημμα τοῦ Εὐθύφρονος (Euthyphro Dilemma)· τὸ ὁποῖο ἐκφράζει τὶς ἀγωνιώδεις προσπάθειες τῶν μετασωκρατικῶν κυρίως φιλοσόφων νὰ ὁρίσουν κεφαλαιώδους ἠθικῆς σημασίας ἔννοιες, ὅπως τὸ ἀγαθόν, τὸ δίκαιον, ἡ ἀρετὴ καὶ ἄλλες.
Στὸν διάλογο λοιπὸν τοῦ Πλάτωνος Εὐθύφρων ὁ Σωκράτης θέτει τὸ καίριο καὶ πρωταρχικὸ ἑρώτημα:
«Ἆρα τὸ ὅσιον ὅτι ὅσιόν* ἐστι φιλεῖται ὑπὸ τῶν θεῶν, ἢ ὅτι φιλεῖται ὅσιόν ἐστιν;» (10a, 2-3).
Δηλαδή· τὸ ἀγαθό, ἐπειδὴ εἶναι ἀγαθό, ἀγαπᾶται ἀπὸ τοὺς θεούς; Ἤ, ἐπειδὴ ἀγαπᾶται ἀπὸ τοὺς θεούς, εἶναι ἀγαθό;
* Ἡ λέξη ὅσιον ἔχει διάφορες σημασίες· σημαίνει τὸ εὐσεβές, τὸ ἅγιον κ.ἄ. Ἐδῶ ταιριάζει, νομίζω, πιὸ πολὺ ἡ σημασία τοῦ ἀγαθοῦ, γι’ αὐτὸ ἐπέλεξα τὴν παραπάνω μετάφραση.
Ἂς διατυπώσουμε λίγο πιὸ ἀναλυτικὰ τὸ ἐρώτημα αὐτό. Τὸ ὅσιον (ἀγαθόν), λέει, εἶναι κάτι ἀνεξάρτητο ἀπὸ τοὺς θεούς; Ὑπάρχει δηλαδὴ ὡς ἀντικειμενικὴ ἀξία; Ἢ καθορίζεται ἀπὸ τοὺς θεούς; Μὲ ἄλλα λόγια, ὅσιον εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀγαποῦν οἱ θεοί; Ἢ εἶναι κάτι τὸ ἀντικειμενικό, καὶ γι’ αὐτὸ τὸ ἀγαποῦν οἱ θεοί;
Στὸ ἐρώτημα ποὺ θέτει ὁ Σωκράτης στὸν Εὐθύφρονα, ἀπαντοῦμε χωρὶς νὰ περιέλθουμε σὲ δίλημμα:
Ὅ,τι ἀγαπᾶ ὁ Θεός, ἐκεῖνο εἶναι τὸ ἠθικό.
Ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐμπνέεται ἡ ἀρετὴ γιὰ μᾶς, ὄχι ἀπὸ τὸν «ὀρθὸν λόγον», ὅπως ἤθελε ὁ Ἀριστοτέλης.
Σχετικοποιεῖται ἡ ἠθικὴ δηλαδή, δὲν τίθεται ἐπὶ ἀντικειμενικῆς βάσεως. Τίποτε στὸν χριστιανισμὸ δὲν ἔχει ἀντικειμενικὸ χαρακτῆρα. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἀντικειμενικὴ δύναμις, ἀλλὰ πρόσωπον (πρόσωπα), ὅλα σχετικοποιοῦνται, ὅλα ἀνάγονται στὴν σχέση μαζί του. Ὄχι μόνον δὲν ὑπάρχουν ἀπρόσωπες δυνάμεις ἢ νόμοι, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ τάξις τοῦ σύμπαντος κόσμου «νικᾶται, ὅπου Θεὸς βούλεται».
Ὁ Ἀϊνστάιν σχετικοποίησε τὴν φυσική. Ἐμεῖς ψάχνουμε ἀντικειμενικότητα στὸν Θεό;
![]() |
| (349-407 μ.Χ.) |
«Τὸ μὲν γὰρ κατὰ γνώμην Θεοῦ γινόμενον, κἂν φαῦλον εἶναι δοκῇ, πάντων ἐστὶν ἄριστον· τὸ δὲ παρὰ γνώμην καὶ μὴ δοκοῦν ἐκείνῳ, κἂν ἄριστον εἶναι νομίζηται, πάντων ἐστὶν φαυλότατον και παρανομώτατον. Κἂν φονεύσῃ τις κατὰ γνώμην τοῦ Θεοῦ, φιλανθρωπίας ἁπάσης βελτίων ἐστὶν ὁ φόνος· κἂν φείσηταί τις καὶ φιλανθρωπεύσηται παρὰ τὸ δοκοῦν ἐκείνῳ, φόνου παντὸς ἀνοσιωτέρα γενοιτ’ ἂν ἡ φειδώ. Οὐ γὰρ ἡ φύσις τῶν πραγμάτων, ἀλλ’ αἱ τοῦ Θεοῦ ψῆφοι καλὰ καὶ φαῦλα εἶναι τὰ αὐτὰ ποιοῦσι» (Κατὰ Ἰουδαίων Δ΄, PG 48, 873).
Λέει ὅτι αὐτὸ ποὺ γίνεται κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καὶ ἂν φαίνεται πὼς εἶναι φαῦλο (κακό), εἶναι τὸ πιὸ καλὸ ἀπ’ ὅλα (ἄριστον). Αὐτὸ ὅμως ποὺ γίνεται παρὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἀποτελεῖ εὐδοκία του (εὐαρέσκεια), τότε καὶ ἂν ἀκόμη θεωρεῖται ὡς ἄριστον, εἶναι τὸ πιὸ φαῦλο καὶ παράνομο ἀπ’ ὅλα. Καὶ ἂν ἀκόμη κάποιος φονεύσει* κατὰ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ φόνος αὐτὸς θὰ εἶναι ἀπὸ κάθε φιλανθρωπία καλύτερος, ἐνῷ ἂν ἀπὸ λύπη δείξει εὐσπλαγχνία καὶ φιλανθρωπία, παρὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀνοσιώτερη (πιὸ μιαρὴ) καὶ ἀπὸ κάθε φόνο θὰ εἶναι ἡ φειδὼ αὐτὴ. Διότι δὲν εἶναι ἡ φύση τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ οἱ ἀποφάσεις τοῦ Θεοῦ ποὺ κάνουν τὰ πράγματα νὰ εἶναι καλὰ ἢ κακά.
* Αὐτὸ εἶναι ποὺ μπορεῖ νὰ σκανδαλίσει. Ἀλλὰ καὶ νὰ περερμηνευθεῖ.. καὶ νὰ ἔχουμε ἄλλα! Τί λέμε ἐπ' αὐτοῦ; Πρῶτον, ὁ ἱερὸς πατὴρ ἔχει ὑπ' ὄψιν του παραδείγματα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη (ἀναφέρει μάλιστα κάποια). Δεύτερον, χρησιμοποιεῖ εἰς ἄκρον ἔντονο ρητορικὸ σχῆμα γιὰ νὰ κάνει ἐντυπώτερο στοὺς ἀκροατές του αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ πεῖ. Ἂς μὴ τὸ παίρνουμε κατὰ γράμμα λοιπόν!
Πάντως αὐτὴ εἶναι ἡ κεντρικὴ ἰδέα τοῦ θέματός μας: Κανένα πρᾶγμα δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν φύση του καλὸ ἢ κακό. Ἡ σχέση του μὲ τὸν Θεὸ ὁρίζει τὸ περὶ φαυλότητος ἢ ἀγαθότητος ποιόν του. Καὶ αὐτὸ μπορεῖ ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ νὰ ἀλλάξει. Αὐτὸ ποὺ σήμερα εἶναι καλό, αὔριο νὰ γίνει κακό, καὶ τἀνάπαλιν. Δὲν ὑπάρχει δηλαδὴ ἀντικειμενικὰ καλὸ ἢ ἀντικειμενικὰ κακό.
Τὸ ἴδιο λέει καὶ ὁ ἱερὸς Καβάσιλας: Ἀληθινὰ κακὸ εἶναι τὸ νὰ στέκεται κανεὶς ἐνάντια στὴν γνώμη τοῦ Θεοῦ (Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, PG 150, 692D).
![]() |
| Ἡράκλειτος ὁ Ἐφέσιος (6ος - 5ος π.Χ. αἰ.) |
Ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ ξυνὸς (κοινὸς) λόγος; Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ βεβαίως! Ἐξ αὐτοῦ οἱ λόγοι τῶν ὄντων, οἱ ἐπὶ μέρους λόγοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι· ἐξόχως δὲ ἐμεῖς, ὡς κατ’ εἰκόνα ἐκείνου πλασθέντες.
Πόσο «χριστιανικὸς» ἐδῶ ὁ Ἡράκλειτος! Πόσο ἔντεχνα διαζωγραφίζει μὲ τὸν φιλοσοφικό του χρωστῆρα τὴν ἀλήθεια αὐτὴ (ὑπὸ τὴν σκιὰ τῆς εἰδωλολατρίας βεβαίως)!
Μὰ καὶ ἡ ἄλλη ρήση του, «ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων», ποὺ τὴν προηγούμενη φορὰ ἀναφέραμε, τὴν ἴδια ἀλήθεια ἀπηχεῖ. Πάνω μας φέρουμε τὴν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ. Πῶς λοιπὸν νὰ μὴ εἶναι ἐκεῖνος ἡ βάση τοῦ ἤθους μας;
Ἄρα ἡ θέση αὐτὴ δὲν εἶναι μόνο χριστιανική. Ἁπλῶς ἐν Χριστῷ οἱ ἀπαντήσεις δὲν δίδονται φιλοσοφικῶς. Δὲν δόθηκε φιλοσοφικῶς πρῶτα πρῶτα ἡ ἀπάντηση στὸ περὶ θανάτου ἐρώτημα, τὸ θεμελιῶδες καὶ ἀναπάντητο τῆς φιλοσοφίας.
Μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἀπαντᾶ ἡ Ἐκκλησία!
*
Προβάλλουμε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ σὲ μία ἐποχὴ ὅπου ὁ ἄνθρωπος δείχνει πὼς χάνει τὶς βάσεις του καὶ ἀναζητεῖ ξανὰ στηρίγματα στὸ ἀπρόσωπο.
Ὑπάρχει μία τάση ἀναγωγῆς τῶν πάντων στὴν φυσικὴ σήμερα. Ἡ ἠθική, αὐτονομούμενη, τείνει νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὴν φυσική, ὅπως ἔγινε τὸν 3ο αἰ. π.Χ. μὲ τοὺς Στωϊκούς.
Πιὸ συγκεκριμένα τείνει νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὴν βιολογία· νὰ ἀναχθεῖ τὸ σύνολο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς στὰ γονίδια, ὡσὰν αὐτὰ νὰ ὁρίζουν τὴν ἠθική μας συμπεριφορά.
Καὶ βέβαια ὑπὸ μία τέτοια ἀντίληψη, ἡ λύση θὰ δοθεῖ ἀπὸ τὴν γενετική. Αὐτὴ θὰ διορθώσει τὸν γονιδιακό μας χάρτη καὶ θὰ γίνουμε ὅλοι ἠθικοί! Ἀλλὰ στὴν βάση ποίου προτύπου; Αὐτὸ εἶναι τὸ ἕνα ἐρώτημα. Ὅμως πρὶν φθάσουμε ἐκεῖ·
Ἂν τὰ γονίδια καθορίζουν τὴν ἠθικὴ συμπεριφορά μας, ἡ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας ἔχει τελικὰ καμμία σχέση μαζί μας;
Εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ τὶς πράξεις μας, ἢ ὅλα εἶναι προδιαγεγραμμένα ὡς ἐκ τοῦ γονιδιακοῦ μας ὑποστρώματος;
Ὁ Ἰούδας ἦταν προδότης; Ὁ Χίτλερ ἦταν ἐγκληματίας κατὰ τῆς ἀνθρωπότητος; Ἢ μήπως γεννήθηκαν ἔτσι;
Γιὰ τὴν παιδεραστία φταῖνε τὰ γονίδια; Γιὰ τὴν χαρτοπαιξία τὸ ἴδιο;
Καὶ θὰ τὰ διορθώσουμε ὅλα αὐτὰ μὲ ἐνέσεις, φάρμακα, ἀκτινοβολίες, βλαστοκύτταρα ἢ ὅ,τι ἄλλο, πετυχαίνοντας ἔτσι τὴν ἠθικὴ βελτίωση τῆς ἀνθρωπότητος;
Θὰ θυμήσω ξανὰ τὸ «Κουρδιστὸ Πορτοκάλι»· ἂν καὶ ὡς παππᾶς κινδυνεύω νὰ κακοχαρακτηριστῶ, διότι τὸ ἔργο αὐτὸ περιέχει σκηνὲς ἄσεμνες. Κρατῶ ὅμως τὸ ὅτι ὁ σκηνοθέτης ἐκεῖνος διεῖδε μὲ τὴν καλλιτεχνική του εὐαισθησία τὸ παραπάνω ὀλέθριο σενάριο, τὸ ὄντως τρομακτικό, ἀληθινὰ διαβολικό!
Καὶ ποιός θὰ μᾶς γλιτώσει ἀπ' αὐτό!
Ἂς ἐλπίσουμε στὰ λόγια τοῦ πατρο-Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ·
Μὰ δὲν θὰ προλάβουν!













Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τὰ ἄρθρα δὲν εἶναι πραγματεῖες, ὥστε νὰ ἐξαντλοῦν ἕνα θέμα. Περισσότερο προβληματισμοὺς εἰσάγουν καὶ ἀφορμὲς γιὰ σκέψη καὶ διάλογο. Γι' αὐτὸ καὶ τὰ καλοπροαίρετα σχόλια εἶναι εὐπρόσδεκτα ἐδῶ, μᾶλλον δὲ καὶ ἐπιθυμητά. Εὐπρόσδεκτες ἐπίσης εἶναι καὶ οἱ ἐρωτήσεις. Ὁ δὲ διάλογος ἐνθαρρύνεται ὅλως ἰδιαιτέρως .